ΑΡΧΙΚΗ LIFE RETROMANIA

«Μπάρμπα-Λάμπρο ξαναπέρνα από την Άνδρο»: Ο «θρυλικός» θαλασσομάχος που έγινε ήρωας πριν από την Επανάσταση του 1821

Ο Λάμπρος Κατσώνης ήταν ανάμεσα σε όσους προετοίμασαν την Επανάσταση του 1821

Η σπουδαία κληρονομιά που άφησε ο Λάμπρος Κατσώνης

Ο Λάμπρος Κατσώνης, θρυλικός Έλληνας θαλασσομάχος, αφιέρωσε τη ζωή του στην προσπάθεια να ξεσηκώσει το υπόδουλο Γένος πριν από την Επανάσταση του 1821, αν και οι προσπάθειές του δεν απέδωσαν καρπούς, για να ακολουθήσουν ωστόσο οι μεγάλοι ήρωες. Γεννημένος στη Λιβαδειά το 1752, αναγκάστηκε μόλις στα 16 του χρόνια να διαφύγει στη βενετοκρατούμενη Ζάκυνθο, όταν κατηγορήθηκε για τη δολοφονία ενός Τούρκου αξιωματικού.

Κατά τη διάρκεια των Ορλοφικών (1770-1774), εντάχθηκε στον ρωσικό στόλο και συμμετείχε σε ναυτικές επιχειρήσεις κατά των Οθωμανών. Μετά την υπογραφή της συνθήκης του Κιουτσούκ Καϊναρτζή το 1774, εγκαταστάθηκε στην Κριμαία. Εκεί, υπηρέτησε στον ρωσικό στρατό κατά τη διάρκεια της εκστρατείας στην Περσία και, χάρη στη γενναιότητά του, προήχθη στον βαθμό του λοχαγού.

Με την κήρυξη του Ρωσοτουρκικού Πολέμου (1787-1792), ο Κατσώνης ζήτησε άδεια από τον διοικητή του Ποτέμκιν για να οργανώσει απελευθερωτικό κίνημα στην Ελλάδα. Μετέβη πρώτα στην Τεργέστη, όπου με εισφορές ομογενών αγόρασε μια φρεγάτα, την οποία ονόμασε «Αθηνά της Άρκτου» προς τιμήν της Μεγάλης Αικατερίνης. Τον Φεβρουάριο του 1788 κατέπλευσε στη Ζάκυνθο, αφού καθ’ οδόν ενίσχυσε τον στόλο του με άλλα 14 τουρκικά πλοία, τα οποία αιχμαλώτισε. Σύμφωνα με την περιγραφή του γάλλου προξένου στα Ιόνια Νησιά Σεν Σοβέ, που τον γνώριζε καλά, ο Κατσώνης «…δεν εγνώριζε ούτε να διαβάζη, ούτε να γράφη… αλλ’ αυτές οι ελλείψεις γνώσεων αντισταθμίζονταν από μια σταθερότητα, μια δραστηριότητα, μια επαγρύπνηση για κάθε τι που τον περιέβαλλε…»

Το καλοκαίρι του 1788, ο Λάμπρος Κατσώνης ξεκίνησε την πολεμική του δράση στο Αιγαίο, σημειώνοντας την πρώτη σημαντική του νίκη κατά των Τούρκων στις 31 Αυγούστου, κοντά στην Κάρπαθο. Με το πέρας των επιχειρήσεων της χρονιάς, επέστρεψε στη Ζάκυνθο για να ξεχειμωνιάσει. Εκεί έμαθε ότι η αυτοκράτειρα Μεγάλη Αικατερίνη τον τίμησε με τον βαθμό του ταγματάρχη. Την άνοιξη του 1789, ο Κατσώνης επανέλαβε τις επιχειρήσεις του στις ελληνικές θάλασσες. Στις 15 Απριλίου, συγκρούστηκε με πλοία Τουρκαλβανών στο Δυρράχιο και στη συνέχεια ταξίδεψε στην Ιθάκη, όπου βάφτισε τον γιο του αρματολού Ανδρούτσου, τον μετέπειτα Οδυσσέα Ανδρούτσο, ηγετική μορφή της Επανάστασης του 1821.

Έως τον Ιούνιο του 1789, ο Κατσώνης είχε καταφέρει να ελέγξει τις Κυκλάδες. Με επιστολή του στις 27 Ιουλίου, κάλεσε τους προύχοντες των νησιών να σταματήσουν την καταβολή φόρων στην Οθωμανική Πύλη και να ενεργούν ελεύθερα. Στις 4 Ιουλίου, συγκρούστηκε με ισχυρή τουρκική δύναμη μεταξύ Σύρου και Μυκόνου, την οποία διασκόρπισε. Ο αρχηγός τους, Σερεμέτ Μπέης, τραυματίστηκε, ενώ οι τουρκικές απώλειες ήταν μεγάλες. Στο ενδιάμεσο των επιχειρήσεών του, ο Κατσώνης βρήκε την ευκαιρία να παντρευτεί στην Κέα την αγαπημένη του, κόρη του προκρίτου Πέτρου Σοφιανού.

Ο έξαλλος Σουλτάνος και το ηρωικό τέλος του Λάμπρου Κατσώνη

Η δράση του Κατσώνη στο Αιγαίο προκάλεσε την έντονη δυσαρέσκεια του Σουλτάνου, ο οποίος αποφάσισε να αναλάβει μέτρα εναντίον του. Αρχικά, πίεσε τον Πατριάρχη Νεόφυτο να καλέσει τους νησιώτες να καταδικάσουν τις ενέργειές του. Αργότερα, μέσω του δραγουμάνου του στόλου, Στέφανου Μαυρογένη, πρότεινε στον Κατσώνη την παραχώρηση ενός νησιού, υπό την προϋπόθεση ότι θα σταματούσε τη δράση του. Ο Κατσώνης, όμως, αρνήθηκε και συνέχισε ακάθεκτος.

Στις 3 Αυγούστου, συγκρούστηκε με έναν τουρκοαλγερινό στολίσκο στο στενό της Μακρονήσου, αναγκάζοντάς τον να αποσυρθεί στο Ναύπλιο. Ωστόσο, λίγες ημέρες αργότερα, παραλίγο να συλληφθεί στην Κέα, όταν 26 πλοία του τουρκικού στόλου έφτασαν εκεί. Παρ’ όλα αυτά, κατάφερε να διαφύγει προς τη Μήλο, ενώ οι Τούρκοι πυρπόλησαν το λιμάνι της Κέας.

Τον χειμώνα του 1789, ο Κατσώνης επικεντρώθηκε στην επισκευή του στόλου του και προετοιμάστηκε για τις επιχειρήσεις του επόμενου έτους. Τον Φεβρουάριο του 1790, προσέλαβε τον Ανδρούτσο και 500 παλικάρια από την Ιθάκη, επέστρεψε στην Κέα και οχύρωσε το νησί, καθώς είχε ενημερωθεί για επικείμενη τουρκική επίθεση. Ο εχθρικός στόλος ήδη αγκυροβολούσε στη Σκύρο.

Προσπάθησε να τους αιφνιδιάσει στα ανοιχτά με τα πυρπολικά του, αλλά στις 17 Μαΐου 1790, στη θαλάσσια περιοχή του Καβοντόρο μεταξύ Ευβοίας και Άνδρου, δέχθηκε αιφνίδια επίθεση από 16 τουρκικά πλοία υπό τον Μουσταφά Πασά. Παρά τη σφοδρή σύγκρουση, ο Κατσώνης απέκρουσε την επίθεση χωρίς σοβαρές απώλειες. Την επόμενη μέρα, όμως, εμφανίστηκαν 13 αλγερινά πλοία που ενώθηκαν με τα τουρκικά, σχηματίζοντας έναν ενιαίο στόλο 29 πλοίων.

Οι Τούρκοι κατέλαβαν τα περισσότερα πλοία του Κατσώνη. Στο τέλος της ναυμαχίας, ο ίδιος πολεμούσε σχεδόν μόνος με τη ναυαρχίδα του, «Η Αθηνά της Άρκτου». Όταν αντιλήφθηκε ότι η αντίσταση ήταν μάταιη, πυρπόλησε το πλοίο του και διέφυγε με δύο μικρά σκάφη στα Κύθηρα. Οι απώλειές του ήταν βαρύτατες: 565 άνδρες σκοτώθηκαν και 53 αιχμαλωτίστηκαν, ενώ οι Τούρκοι έχασαν 3.000 άνδρες.

Παρά τις δυσκολίες, από τον επόμενο μήνα ξεκίνησε την ανασυγκρότηση του στόλου του, περιοριζόμενος σε μικροεπιδρομές στο Αιγαίο. Τον Μάρτιο του 1791, ήρθε σε συνεννόηση με τους Μανιάτες για έναν γενικό ξεσηκωμό, αλλά χρειάζονταν μεγάλα χρηματικά ποσά για την υλοποίηση του σχεδίου. Ζήτησε βοήθεια από τον Ρώσο πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη, όμως οι συνθήκες είχαν αλλάξει. Με την υπογραφή της Συνθήκης του Ιασίου και τη λήξη του ρωσοτουρκικού πολέμου, τα ρωσικά πλοία αποχώρησαν από το Αιγαίο, αφήνοντας τον Κατσώνη χωρίς την πολύτιμη ρωσική στήριξη.

Ο Κατσώνης συνέχισε τον αγώνα μόνος του («Εάν η αυτοκράτειρα συνωμολόγησεν ειρήνη, ο Κατσώνης δεν συνομώλογησεν ακόμη την ιδική του » διαμήνυσε στον ρώσο στρατηγό Ταμάρα) και το Μάιο του 1792 έγραψε την περίφημη επιστολή διαμαρτυρίας για την εγκατάλειψη της ελληνικής υπόθεσης από τη Ρωσία, με τον τίτλο «Φανέρωσις του Εξοχωτάτου Χιλιάρχου και Ιππέως Λάμπρου Κατσώνη», η οποία καταλήγει: «Όθεν οι Ρωμαίοι, οπού με το ίδιόν τους το αίμα κατεχρωμάτισαν τα ρωσσικά σήματα, τότε θέλουν παύσει να εχθρεύονται τους εχθρούς με τους οποίους συνεφιλιώθη η Ρωσία, όταν λάβουν τα δίκαια όπου τους ανήκουν.»

Ο Κατσώνης αποφάσισε να εγκατασταθεί στη Μάνη κι έκανε ορμητήριό του το Πόρτο Κάγιο. Ο στολίσκος του δέχθηκε επίθεση στις 28 Ιουνίου από τουρκικό στόλο που αριθμούσε 30 πλοία. Μαζί του κι ένα γαλλικό πλοίο με μεγάλη δύναμη πυρός. Η ναυμαχία γρήγορα μετατράπηκε σε μάχη στην ξηρά, όπου ο Κατσώνης προξένησε σημαντικές απώλειες στους επιτιθέμενους. Όμως, ο στόλος του είχε καταστραφεί. Οι Τούρκοι διαμήνυσαν στον μπέη της Μάνης Τζανέτο Γρηγοράκη να έλθει προς βοήθειά τους. Ο Γρηγοράκης, κρίνοντας ότι δεν μπορούσε να μην συμμορφωθεί, κινητοποίησε μεγάλο αριθμό Μανιατών, αλλά παράλληλα ειδοποίησε τον Κατσώνη, ο οποίος αναχώρησε κρυφά από τη Μάνη και μετέβη στην Ιθάκη. Οι ενετικές αρχές του νησιού τον υποδέχθηκαν θερμά, αλλά στη συνέχεια αναγκάστηκαν να τον απελάσουν, κατόπιν διαμαρτυρίας του Σουλτάνου.

Στο τέλος Σεπτεμβρίου 1794 έφθασε με την οικογένειά του στην Πετρούπολη και παρουσιάστηκε στην τσαρική αυλή. Η Αικατερίνη υποδέχθηκε με ψυχρότητα τον Κατσώνη, τον οποίον χρησιμοποίησε για τα σχέδιά της και αδιαφόρησε για την τύχη του. Ο διάδοχός της Παύλος Α’ αναγνώρισε τις υπηρεσίες του προς τη Ρωσία και του δώρισε 470.000 ρούβλια. Ο Κατσώνης υπέβαλε την παραίτησή του από αξιωματικός και μαζί με αρκετούς έλληνες συναγωνιστές του εγκαταστάθηκε στο χωριό Καράσοϊ της Κριμαίας, το οποίο μετονόμασε σε Λεβάδεια (σημερινό Livadia Palace), σε ανάμνηση της γενέτειράς του. Πέθανε το 1804, σε ηλικία 52 ετών.

Ο Λάμπρος Κατσώνης με τη δράση του στις ελληνικές θάλασσες την τετραετία 1788-1792 προσέφερε μεγάλες υπηρεσίες στη Ρωσία κατά τη διάρκεια του πολέμου της με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Εξανάγκασε του Τούρκους να διασπάσουν το στόλο τους, διατηρώντας ισχυρή μοίρα στο Αιγαίο, που θα στελλόταν διαφορετικά στον Εύξεινο Πόντο, κύριο θέατρο των ναυτικών επιχειρήσεων. Παράλληλα, ο Κατσώνης πρόσφερε μοναδικές υπηρεσίες στο Γένος. εξυψώνοντας στα μάτια των Ευρωπαίων το όνομα των Ελλήνων και αναπτερώνοντας το εθνικό τους φρόνημα. Τα κατορθώματά του ενέπνευσαν την επόμενη γενιά, που πραγματοποίησε την Επανάσταση του 1821.