Γιάννης Μακρυγιάννης: Το τέλος ενός αιώνιου αγωνιστή και επαναστάτη

Μια από τις μεγάλες μορφές της Επανάστασης του 1821
Ο Γιάννης Μακρυγιάννης υπήρξε μία από τις πιο εμβληματικές μορφές της Ελληνικής Επανάστασης. Η διαχρονική του θέση στη συλλογική μνήμη οφείλεται κυρίως στα «Απομνημονεύματά» του, που εκδόθηκαν το 1907 από τον ιστοριοδίφη και συγγραφέα Γιάννη Βλαχογιάννη, βάζοντας το όνομά του δίπλα στις μεγάλες πνευματικές μορφές. Τα έργα αυτά επαινέθηκαν από λογοτέχνες της «γενιάς του ’30» ως αριστουργήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ενώ ο Γιώργος Σεφέρης τον χαρακτήρισε ως τον «σημαντικότερο πεζογράφο της νέας ελληνικής λογοτεχνίας».
Ο Ιωάννης Τριαντάφυλλος, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε το 1797 στα άγρια βουνά της Δωρίδας, στο χωριό Αβορίτη, τρεις ώρες από το Λιδωρίκι. Το παρατσούκλι «Μακρυγιάννης» του αποδόθηκε από τους συγχωριανούς του λόγω του ψηλού του αναστήματος. Τα παιδικά του χρόνια ήταν δύσκολα, καθώς έχασε τον πατέρα του, Δημήτριο Τριαντάφυλλο, ο οποίος σκοτώθηκε σε σύγκρουση με τους Τούρκους στη Λιβαδειά.
Σε ηλικία επτά ετών, παραδόθηκε ως ψυχογιός σε έναν πλούσιο έμπορο, ο οποίος όμως τον κακομεταχειριζόταν. Μετά από αρκετές περιπλανήσεις, βρέθηκε υπό την προστασία του συμπατριώτη του Αθανασίου Λιδωρίκη, που διέμενε στην Άρτα και είχε στενές σχέσεις με τον Αλή Πασά. Εκεί, ο Μακρυγιάννης ασχολήθηκε με το εμπόριο και, σε σύντομο χρονικό διάστημα, κατάφερε να αποκτήσει σημαντική περιουσία, όπως «σπίτι, υποστατικά, μετρητά και ομολογίες», σύμφωνα με τις αφηγήσεις του στα «Απομνημονεύματά» του.
Η πορεία της ζωής του Μακρυγιάννη, από τα ταπεινά του ξεκινήματα μέχρι την εξέχουσα θέση του ως πρωταγωνιστής της Επανάστασης και σπουδαίος πεζογράφος, αποτελεί ανεκτίμητη κληρονομιά για την ελληνική ιστορία και λογοτεχνία.
Η Επανάσταση ήταν… στο αίμα του
Το 1820, ο Μακρυγιάννης μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία, και λίγες ημέρες μετά την έναρξη της Επανάστασης συνελήφθη από τους Τούρκους στην Άρτα. Ωστόσο, κατάφερε να δραπετεύσει σύντομα και εντάχθηκε στο σώμα του οπλαρχηγού Γώγου Μπακόλα. Έλαβε μέρος στη μάχη του Σταυρού στις 4 Αυγούστου 1821 και στην πολιορκία της Άρτας από τις 12 Νοεμβρίου έως τις 4 Δεκεμβρίου 1821.
Στα τέλη του 1821 αρρώστησε σοβαρά, αλλά επανήλθε δριμύτερος, ηγούμενος μικρού στρατιωτικού σώματος από συντοπίτες του στην εκπόρθηση του Πατρατζικίου (σημερινής Υπάτης) στις 2 Απριλίου 1822. Στις 4 Ιουλίου 1822, πολέμησε στη μάχη του Πέτα και τραυματίστηκε ελαφρά στο πόδι. Την 1η Ιανουαρίου 1823, διορίστηκε «Επιστάτης της Δημοσίας Τάξεως» στην απελευθερωμένη Αθήνα.
Το καλοκαίρι του 1823 συνεργάστηκε με τον Νικηταρά στις μάχες της Βελίτσας και της Πέτρας. Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, βρέθηκε στην Πελοπόννησο μαζί με άλλους Ρουμελιώτες, πολεμώντας στο πλευρό της κυβέρνησης του Γεωργίου Κουντουριώτη κατά τη διάρκεια των εμφυλίων συγκρούσεων. Για τις στρατιωτικές του επιτυχίες, προήχθη το 1824 σε χιλίαρχο, αντιστράτηγο και στρατηγό.
Με την απόβαση του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο (24 Φεβρουαρίου 1825), ο Μακρυγιάννης διορίστηκε πολιτάρχης της Αρκαδιάς (σήμερα Κυπαρισσίας) και συνέβαλε στην άμυνα του Νεοκάστρου της Πύλου. Μετά την κατάληψή του από τον Ιμπραήμ (6 Μαΐου 1825), έσπευσε στους Μύλους και οργάνωσε την άμυνα της περιοχής. Στις κρίσιμες μάχες της 13ης και 14ης Ιουνίου 1825, παρά την αριθμητική υπεροχή του Ιμπραήμ, οι Έλληνες αντιστάθηκαν σθεναρά, προκαλώντας την υποχώρησή του. Ο Μακρυγιάννης τραυματίστηκε και μεταφέρθηκε στο Ναύπλιο για νοσηλεία.
Μετά την ανάρρωσή του, μετέβη στην Αθήνα, συμβάλλοντας στην οργάνωση της άμυνας της πόλης και της Ακρόπολης. Το 1825, παντρεύτηκε την Αικατερίνη Σκουζέ, κόρη του μεγαλοκτηματία Γεωργαντά Σκουζέ, αποκτώντας μαζί της δώδεκα παιδιά. Όταν ο Γιάννης Γκούρας σκοτώθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου 1826, ο Μακρυγιάννης ανέλαβε την άμυνα της Ακρόπολης ενάντια στις δυνάμεις του Κιουταχή. Κατά τη διάρκεια των μαχών τραυματίστηκε σοβαρά τρεις φορές, αλλά συνέχισε να πολεμά. Έλαβε μέρος στις Μάχες της Καστέλλας (30 Ιανουαρίου 1827) και του Αναλάτου (24 Απριλίου 1827).
Διαβάστε επίσης
Μετά την απελευθέρωση, διορίστηκε από τον Ιωάννη Καποδίστρια Γενικός Αρχηγός της Εκτελεστικής Δύναμης της Πελοποννήσου. Στις 26 Φεβρουαρίου 1829, άρχισε να γράφει τα «Απομνημονεύματά» του, με στόχο να αποφύγει τις ανούσιες συνήθειες, όπως έγραψε ο ίδιος. Παρά την έλλειψη μόρφωσης, το έργο του θεωρείται μνημειώδες, με τον Κωστή Παλαμά να το χαρακτηρίζει «αριστούργημα» και τον Γιώργο Σεφέρη να τον αναδεικνύει ως έναν από τους κορυφαίους νεοέλληνες πεζογράφους.
Το 1831, μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, συντάχθηκε με τους Συνταγματικούς, ενώ αργότερα χαιρέτισε την άφιξη του Όθωνα. Ωστόσο, σύντομα ήρθε σε σύγκρουση τόσο με την Αντιβασιλεία όσο και με τον ίδιο τον βασιλιά. Από το 1833 εκλεγόταν δημοτικός σύμβουλος Αθηναίων, ενώ το 1837, ως πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου, εισηγήθηκε ψήφισμα για την παραχώρηση Συντάγματος από τον Όθωνα. Για την πράξη του αυτή τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό.
Το 1843 έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στην Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου, που ανάγκασε τον Όθωνα να παραχωρήσει Σύνταγμα. Στη Βουλή που συγκλήθηκε, ο Μακρυγιάννης σχημάτισε δική του ομάδα με 63 πληρεξούσιους.
Στις 13 Απριλίου 1852 κατηγορήθηκε για συνωμοσία κατά του Όθωνα, τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό και το 1853 καταδικάστηκε σε θάνατο, ποινή που αργότερα μετατράπηκε σε ισόβια δεσμά. Το 1854 του απονεμήθηκε χάρη και αποφυλακίστηκε. Ο Γιάννης Μακρυγιάννης απεβίωσε στις 27 Απριλίου 1864, σε ηλικία 67 ετών, αφήνοντας πίσω του μια μοναδική παρακαταθήκη για την ελληνική ιστορία και λογοτεχνία.