Οικονομική «ασφυξία» για τις οικογένειες με παιδιά: Το υψηλό κόστος φύλαξης «εμπόδιο» για τους γονείς

Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ αποκαλύπτουν τη σκληρή πραγματικότητα
Σχεδόν οκτώ στα δέκα νοικοκυριά στην Ελλάδα που έχουν παιδιά έως 12 ετών αντιμετωπίζουν σοβαρές δυσκολίες στο να αντεπεξέλθουν στο κόστος των υπηρεσιών φύλαξης και φροντίδας, σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ. Το φαινόμενο είναι καθολικό στα φτωχότερα στρώματα, όπου το 100% δηλώνει αδυναμία κάλυψης αυτών των εξόδων.
Τι αναφέρει η ΕΛΣΤΑΤ
Σύμφωνα με την εφημερίδα «Δημοκρατία», η έρευνα για το 2024 (με βάση τα εισοδήματα του 2023) αποτυπώνει μια κοινωνική πραγματικότητα που αφορά 1.073.432 παιδιά ηλικίας 0-12 ετών, τα οποία διαμένουν σε περίπου 715.000 ελληνικά νοικοκυριά, δηλαδή στο 16,6% του συνόλου των νοικοκυριών.
Από τους γονείς που πληρώνουν για υπηρεσίες φύλαξης, μόλις το 10,8% συμμετέχει ενεργά στο κόστος, ενώ ένα 6,4% δηλώνει πως θα ήθελε είτε να ξεκινήσει είτε να αυξήσει τη χρήση τέτοιων υπηρεσιών, κάτι που τελικά δεν μπορεί να συμβεί κυρίως λόγω οικονομικής αδυναμίας (54,5%) αλλά και ελλείψεων στη διαθεσιμότητα (13,6%).
Παρόμοια εικόνα καταγράφεται και για την κατ’ οίκον φροντίδα ηλικιωμένων ή ατόμων με προβλήματα υγείας ή αναπηρίες. Σε ένα στα δεκαέξι νοικοκυριά υπάρχει τουλάχιστον ένα μέλος που χρειάζεται καθημερινή φροντίδα στο σπίτι. Παρ’ όλα αυτά, μόνο το 16% λαμβάνει οργανωμένες υπηρεσίες, και από αυτούς, τα δύο τρίτα πληρώνουν μερικώς ή πλήρως για τη βοήθεια που λαμβάνουν.
Η οικονομική πίεση είναι ασφυκτική: σχεδόν το 96% αυτών που πληρώνουν για υπηρεσίες φροντίδας δηλώνουν ότι δυσκολεύονται να ανταποκριθούν οικονομικά. Περισσότερο από το ένα τρίτο των νοικοκυριών με ανάγκη κατ’ οίκον φροντίδας δηλώνει πως δεν λαμβάνει την απαιτούμενη υποστήριξη.
Η πρόσβαση σε βασικές δημόσιες υπηρεσίες παραμένει άνιση. Μόνο το 6,7% του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω χρησιμοποιεί τα μέσα μαζικής μεταφοράς σε καθημερινή βάση, ενώ το 61,3% δεν τα χρησιμοποιεί ποτέ, κυρίως λόγω προτίμησης για ιδιωτικά μέσα.
Παράλληλα, καταγράφονται φαινόμενα διακριτικής μεταχείρισης σε μικρό αλλά υπαρκτό ποσοστό του πληθυσμού, σε επαφή με δημόσιες υπηρεσίες, στην αναζήτηση στέγης, στην εκπαιδευτική διαδικασία και σε δημόσιους χώρους. Αν και τα ποσοστά κυμαίνονται από 0,5% έως 2,6%, αποτυπώνουν κοινωνικές συμπεριφορές που δημιουργούν συνθήκες αποκλεισμού.
Η έρευνα δείχνει επίσης την έλλειψη κοινωνικής προστασίας για σημαντικό μέρος του πληθυσμού: περίπου το ένα τέταρτο των εργαζομένων δεν δικαιούνται επίδομα ανεργίας σε περίπτωση απώλειας εργασίας, ενώ σχεδόν το 12% δεν μπορεί να λάβει επίδομα ασθένειας και περίπου ένας στους δέκα δεν γνωρίζει καν τα δικαιώματά του.