ΑΡΧΙΚΗ LIFE RETROMANIA

Η πρώτη μαζική δολοφονία των ΗΠΑ: Ο ελεύθερος σκοπευτής που σκόρπισε τον θάνατο το 1966

Ο Τσαρλς Ουίτμαν και η σύζυγός του,Κάθι

Πριν από το δολοφονικό αμόκ είχε ζητήσει ο ίδιος να του γίνει νεκροψία καθώς πίστευε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά

 

Οι μαζικές δολοφονίες συνεχίζουν να στοιχειώνουν τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ένα από τα πρώτα και πιο σοκαριστικά περιστατικά ενός τέτοιου εγκλήματος ήταν το 1966 όταν ο ελεύθερος σκοπευτής Τσαρλς Ουίτμαν ανέβηκε στον τελευταίο όροφο του Πύργου του Πανεπιστημίου του Τέξας στο Όστιν και άρχισε να πυροβολεί αδιακρίτως, κρατώντας την πανεπιστημιούπολη σε κατάσταση τρόμου για περίπου ενενήντα λεπτά — μια ώρα και μισή βουτηγμένη στο αίμα.

Δεκάδες άνθρωποι σκοτώθηκαν και τραυματίστηκαν 31 στην πρώτη μαζική δολοφονία στην ιστορία των ΗΠΑ

Ανάμεσα στα πρώτα θύματα ήταν η 8 μηνών έγκυος φοιτήτρια ανθρωπολογίας Κλερ Τζέιμς και ο σύντροφός της Τομ Έκμαν. Ο Τομ σκοτώθηκε ακαριαία, ενώ η Κλερ, αν και έχασε το αγέννητο παιδί της, επέζησε και σήμερα καταθέτει τη μαρτυρία της — τόσο μέσα από animation όσο και με τη φυσική της παρουσία στο φακό — περιγράφοντας τη φρίκη που ξεκίνησε όταν ένιωσε “σαν να τη χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα”.

Το 13ο και τελευταίο θύμα του δράστη, ο Ντέιβιντ Γκάνμπι, υπέκυψε στα τραύματά του, δεκαετίες μετά από τον πυροβολισμό που δέχτηκε στην πλάτη.

Ο δράστης, βαριά οπλισμένος και γεμάτος μίσος, οχυρώθηκε στο παρατηρητήριο του ιστορικού Πύργου του Πανεπιστημίου, πυροβολώντας όποιον έβλεπε να κινείται κάτω από τον καυτό ήλιο του Τέξας — μιας πολιτείας όπου πλέον η οπλοκατοχή θεωρείται δικαίωμα.

Στο παρελθόν οι New York Times είχαν τονίσει την αναγκαιτόητα μιας εθνικής βάσης δεδομένων με τα “αποτυπώματα” κάθε όπλου για να εντοπίζονται οι δράστες και τα ίχνη τους. Ωστόσο το λόμπι των όπλων έχει αντιταχθεί λυσσαλέα στη δημιουργία της.

Το προφίλ του δράστη

Ο Τσαρλς Ουίτμαν του Πύργου προερχόταν από μια πλούσια οικογένεια, ήταν ένας καλός φοιτητής, πρόσκοπος και πιανίστας, γιος ενός αυτοδημιούργητου επιχειρηματία που μεγάλωσε τα παιδιά του με υλικές ανέσεις και βία. 

Δεν δικαιολογούσε καμία αδυναμία στους τρεις γιους του (ο Τσαρλς ήταν ο μεγαλύτερος) κι έκανε κουμάντο στο σπίτι δικτατορικά. Επέβαλε σκληρή πειθαρχία – χρησιμοποιούσε συχνά ζώνες, κουπιά και τις γροθιές του για να βεβαιωθεί ότι τα παιδιά συμμορφώνονταν με τους κανόνες του και ανταποκρίνονταν στις προσδοκίες του. Ο πατέρας Τσαρλς και η μητέρα Μάργκαρετ είχαν πάντα το ακριβότερο μοντέλο αυτοκινήτου ο καθένας, ενώ στα αγόρια ο πατέρας είχε χαρίσει όπλα, μοτοσικλέτες κι ό,τι άλλο έκρινε κατάλληλο. Το σπίτι τους ήταν το ωραιότερο της γειτονιάς, με όλες τις ανέσεις και με πισίνα.

Αλλά οι πολυτέλειες δεν κάλμαραν τα προβλήματα μέσα στο σπιτικό των Γουίτμαν. Τον Ιούνιο του 1959, λίγο πριν τα 18α γενέθλια του Τσάρλι Γουίτμαν, η ένταση με τον πατέρα του έφτασε στο απροχώρητο. Ο Τσάρλι επέστρεψε στο σπίτι μεθυσμένος μετά από βραδινή έξοδο με φίλους, οπότε ο πατέρας του τον χτύπησε και τον πέταξε στην πισίνα, όπου παραλίγο να πνιγεί. Λίγες μέρες αργότερα έκανε αίτηση για να καταταγεί στο Σώμα Πεζοναυτών. Έφυγε για βασική εκπαίδευση στις 6 Ιουλίου 1959.

Ο Τσάρλι Ουίτμαν

Ο Τσάρλι πέρασε το πρώτο μέρος της θητείας του με τους Πεζοναύτες στη ναυτική βάση Γκουαντάναμο στην Κούβα. Δούλεψε σκληρά για να είναι καλός πεζοναύτης και διακρίθηκε ως εξαιρετικός σκοπευτής -η ευστοχία του εντυπωσίασε τους ανωτέρους του. Μετά από χρόνια υποτίμησης και κακοποίησης από τον πατέρα, ανυπομονούσε να αποδείξει την αξία του.

Κάθε ευκαιρία για πρόοδο ήταν ευκαιρία απομάκρυνσης από τη βάναυση ανατροφή του. Και μια τέτοια ευκαιρία του προσφέρθηκε από τους Πεζοναύτες με το πρόγραμμα υποτροφιών που σχεδιάστηκε για να εκπαιδεύσει μηχανικούς. Δίδακτρα και βιβλία θα πληρώνονταν από το Σώμα Πεζοναυτών και θα λάμβανε επίσης 250 δολάρια τον μήνα. Ο Τσάρλι έγινε δεκτός στο Πανεπιστήμιο του Τέξας στο Όστιν στις 15 Σεπτεμβρίου 1961.

Σε αυτό το σημείο της ζωής του, ο Τσάρλς Ουίτμαν είχε τα δυο προειδοποιητικά σημάδια που έχουν οι δράστες μαζικών δολοφονιών και που θα μπορούσαν να γίνουν αντιληπτά από τους γύρω: Εξοικείωση με τη βία και άνεση με τα όπλα (όπως αναλύει η δικαστική ψυχολόγος δρ Κάθριν Ράμσλαντ στο βιβλίο της «Inside the Minds of Mass Murderers»).

Μετά από χρόνια άκαμπτης πειθαρχίας στο σπίτι και ρυθμισμένης ζωής στους Πεζοναύτες, στο Πανεπιστήμιο ο Τσάρλι ήταν ελεύθερος να χρησιμοποιήσει το χρόνο του όπως ήθελε. Σχεδόν αμέσως άρχισε να έχει μπελάδες.

Συσσώρευσε χρέη από τζόγο κι αρνιόταν να τα ξεπληρώσει. Οι βαθμοί του δεν ήταν εντυπωσιακοί, αλλά τους βελτίωσε, αφού παντρεύτηκε την κοπέλα του, την Κάθι, τον Αύγουστο του 1962. Το Σώμα Πεζοναυτών όμως δε συγχωρούσε την προηγούμενη διαγωγή του. Η υποτροφία του ακυρώθηκε κι επέστρεψε στην ενεργό δράση τον Φεβρουάριο του 1963.

Μετά από ενάμιση χρόνο ελευθερίας, βρήκε την πειθαρχία της στρατιωτικής ζωής καταπιεστική. Δυσανασχετούσε κι αυτό φαινόταν στη συμπεριφορά του. Στράφηκε στον πατέρα του για βοήθεια και τελικά η θητεία του μειώθηκε κατά ένα χρόνο και τον Δεκέμβριο του 1964 απολύθηκε. Επέστρεψε στο Όστιν με μια αίσθηση σκοπού.

Ο γάμος του με την Κάθι

Ένιωθε ότι είχε αποτύχει ως πεζοναύτης και ως φοιτητής και ήταν αποφασισμένος να λυτρωθεί. Αντιμετώπιζε κρίσεις θυμού κι απογοήτευσης. Η Κάθι συντηρούσε το σπιτικό τους, δουλεύοντας ως καθηγήτρια, και ο Τσάρλι γνώριζε καλά ότι η γυναίκα του έβγαζε περισσότερα από εκείνον. Επιπλέον, συνέχισε να δέχεται χρήματα και ακριβά δώρα από τον πατέρα του και μισούσε τον εαυτό του γι’ αυτό. Μισούσε την αποτυχία, αλλά δεν είχε καταφέρει να κάνει τίποτα από τότε που έφυγε από το σπίτι στα 18.

Ο γάμος του δολοφόνου με την Κάθι

Έβλεπε ότι δεν μπορούσε να διατηρήσει την περιποιημένη εμφάνιση που είχε ως πεζοναύτης, έπαιρνε βάρος κι αυτό το θεωρούσε ένδειξη αδυναμίας. Εξωτερικά, ήταν επιμελής κι ευσυνείδητος, αφοσιωμένος σύζυγος, σκληρά εργαζόμενος πολίτης. Μέσα του όμως έβραζε από μίσος για τον εαυτό του. Η Κάθι Γουίτμαν παρατήρησε την όλο και πιο ζοφερή θεώρησή του για τη ζωή και το μέλλον και τον παρότρυνε να συμβουλευτεί ειδικό.

Στο μεταξύ, οι γονείς του Τσαρλι χώρισαν μετά από έναν ακόμη βίαιο καβγά και η μητέρα του μετακόμισε στο Όστιν, καθώς κι ο ένας αδερφός του. Οι ταραγμένες σχέσεις των συγγενών του τον ακολουθούσαν. Σε αυτό το μέρος όπου ήταν αποφασισμένος να κάνει μια νέα αρχή του θύμιζαν συνεχώς το παρελθόν του. Η κατάθλιψη και το άγχος επιδεινώθηκαν και η Κάθι τελικά τον έπεισε να δει τον ψυχίατρο του Πανεπιστημιακού Κέντρου Υγείας.

Ο Τσάρλι μίλησε κυρίως για την απουσία επιτευγμάτων στη ζωή του και το μίσος του για τον πατέρα του. Είπε στον ψυχίατρο πως φανταζόταν ότι ανεβαίνει στον Πύργο με ένα τουφέκι και πυροβολεί ανθρώπους. Ο ψυχίατρος δεν ενοχλήθηκε, πολλοί από τους ασθενείς του είχαν κάνει αναφορές στον Πύργο κι ο Τσάρλι δε φαινόταν να μιλάει σοβαρά. Δεν τον θεώρησε απειλή για τον εαυτό του ή για τους άλλους (τίποτα άλλο δεν υποδήλωνε ότι θα έκανε ό,τι έκανε).

Το καλοκαίρι του 1966 ο Τσάρλι ήταν επιμελής στα μαθήματά του και στη δουλειά του, ως βοηθός ερευνητή, με τη βοήθεια της αμφεταμίνης Dexedrine. Αλλά παρότι μελετούσε και δούλευε πολλές ώρες, δεν κατάφερνε όσα ήθελε. Η αυτοεκτίμησή του έπεσε ακόμη πιο χαμηλά, ήταν υπό πίεση και πορευόταν προς τη βία. Καθώς η ζέστη εντεινόταν, οι φαντασιώσεις του γίνονταν φονικές, ονειρευόταν ότι σκότωνε ανθρώπους.

Από το 1963 έγραφε ακατάπαυστα και εκτενώς στο ημερολόγιό του (Υπεργραφία είναι η παθολογική κατάσταση με την ασταμάτητη κι ακατανίκητη επιθυμία για γραφή). Έγραφε για τους αφόρητους πονοκεφάλους που είχε τον τελευταίο χρόνο και για την επιθυμία του να διενεργηθεί νεκροψία στον εγκέφαλό του, όταν θα έχει σκοτωθεί, όπως προέβλεπε.