ΑΡΧΙΚΗ LIFE RETROMANIA

Έγκλημα στου Χαροκόπου: Η πεθερά που εκδικήθηκε για την κόρη της – Η δολοφονία που έγινε τραγούδι από τον Βαμβακάρη

Έγκλημα στου Χαροκόπου

Το έγκλημα προκάλεσε τεράστιο κοινωνικό ενδιαφέρον τη δεκαετία του 1930

Η Τέχνη εμπνέεται από την τρέχουσα κοινωνική και πολιτική επικαιρότητα και εκφράζει τους πόνους και τις ανησυχίες ενός λαού, ενώ αποτελεί και μέσο ενημέρωσης για λιγότερο ευχάριστα γεγονότα. Ο σπουδαίος Έλληνας μουσικός Μάρκος Βαμβακάρης σοκαρίστηκε από το φρικτό έγκλημα στου Χαροκόπου το 1931, το οποίο έγινε λαϊκό τραγούδι με τον τίτλο “Κακούργα Πεθερά” σε στίχους του Γιακουμή Μοντανάρη.

Τι έγινε τότε; Πρωταγωνίστρια ήταν μία πανούργα πεθερά που εκδικήθηκε τη μοιχεία του ανήθικου Δημήτρη Αθανασόπουλου, ο οποίος απατούσε και κακοποιούσε την κόρη της.

Το χρονικό

Στις 6 Ιανουαρίου του 1931, στις όχθες του Κηφισού, βρίσκονται δύο μεγάλα τσουβάλια με το τεμαχισμένο σώμα του εργολάβου Δημήτρη Αθανασόπουλου, που ζούσε στη συμβολή των οδών Θησέως και Αγ. Πάντων, στην Καλλιθέα. Ο Αθανασόπουλος ήταν ένας αθεράπευτος γυναικάς και κακοποιούσε τη γυναίκα του, Φούλα, μια 25χρονη καλλονή. Είχαν μαζί 4 παιδιά, όμως επέζησε μόνο το μικρότερο, που ήταν αβάπτιστο όταν έγινε ο φόνος και πήρε το όνομά του. Οι κακές γλώσσες λένε πως ο εργολάβος διατηρούσε ερωτικές σχέσεις και με την πεθερά του Άρτεμις Κάστρου, μια σαρανταπεντάρα με χαλαρούς ηθικούς φραγμούς.

Μια παγωμένη νύχτα στις αρχές Ιανουαρίου του 1931, ο Αθανασόπουλος φτάνει στο σπίτι του και κακοποιεί βάναυσα τη γυναίκα του. Εκείνη του ξεγλιστράει και ζητάει τη βοήθεια της μητέρας της, η οποία αναλαμβάνει δράση. Πείθει τον διαταραγμένο ψυχολογικά 17χρονο ανιψιό της (και ερωτευμένο με την Φούλα), άρτι αφιχθέντα από την Κεφαλλονιά, Δημήτρη Μοσκιό, να πυροβολήσει τον Αθανασόπουλο στο κρεβάτι του.

Έγκλημα στου Χαροκόπου

Στη συνέχεια, αποφασίζουν να κάψουν το πτώμα, με τη βοήθεια της υπηρέτριας Γιαννούλας Μπέλλου. Αλλά η μυρωδιά της καμμένης σάρκας είναι φοβερή, φοβούνται μη γίνουν αντιληπτοί και αλλάζουν τακτική. Τεμαχίζουν το πτώμα με σκοπό να το πετάξουν στο ρέμα του Ιλισσού.

Το έγκλημα ξεσκεπάζεται

Τη Δευτέρα 5 Γενάρη το πρωί τους επισκέφτηκε ο Μαγουλόπουλος, γνωστός της πεθεράς, η οποία του εξομολογήθηκε το φόνο και ζήτησε τη βοήθειά του. Όντως, εκείνος γύρω στις 9:00 το βράδυ έφερε έξω απο το σπίτι ένα κάρο για να πάρει τα τσουβάλια. Η σύλληψη των συνεργών του Μαγουλόπουλου έγινε τον Οκτώβρη του 1931, οι οποίοι σύμφωνα με πληροφορίες, ήταν δυο ανιψιοί του, ο Γιώργος Κορναράκης και ο Αντώνης Μαγουλόπουλος.

Το πτώμα πετιέται στο ποτάμι, όμως τα τσουβάλια ανακαλύπτονται πολύ γρήγορα από έναν περαστικό και το έγκλημα ξεσκεπάζεται.

Στην αρχή, όταν βρέθηκε το διαμελισμένο πτώμα, ο ιατροδικαστής Γεωργιάδης δήλωνε πως «βρισκόμαστε μπροστά σε έναν Έλληνα χασάπη του Ντίσελντορφ», αφού ήταν σίγουρος πως μόνο κάποιος χειρούργος θα μπορούσε να το είχε κόψει τόσο δεξιοτεχνικά. Πού να ‘ξερε τότε πως η εμπειρία της οικιακής βοηθού στα σφαχτά στο χωριό, είχε συντελέσει σε τέτοια δουλειά.

Οι κατηγορούμενοι

Ο ανιψιός Δημήτρης Μοσκιός κατηγορείται ως ο φυσικός αυτουργός του εγκλήματος. Η πεθερά Άρτεμις Κάστρου ως ηθικός αυτουργός, και κινητήριος δύναμη του φόνου, η σύζυγος Φούλα Αθανασοπούλου επίσης ως ηθικός αυτουργός (χωρίς να είναι ξεκάθαρη η συμμετοχή της), η υπηρέτρια Γιαννούλα Μπέλλου ως συνεργός του εγκλήματος και βοηθός στο τεμαχισμό και στην εξαφάνιση του πτώματος, ο Σπύρος Μαγουλόπουλος ως συνεργός στην εξαφάνιση του πτώματος και οι Αντώνης Μαγουλόπουλος και Γιώργος Κορναράκης ως εκτελεστές της εξαφάνισης του πτώματος.

Η δίκη

Για τη δίκη αυτή, που ξεκίνησε το Φεβρουάριο του 1932, χρησιμοποιήθηκε η μεγαλύτερη αίθουσα των δικαστηρίων, η αίθουσα του Πλημμελειοδικείου. Η δίκη διαρκεί 40 ημέρες (μία εκ των οποίων γίνεται κεκλεισμένων των θυρών, όταν ασχολούνται με τις ανωμαλίες και τη σεξουαλική συμπεριφορά του θύματος) και προσελκύει το ενδιαφέρον ακόμη και ξένων ανταποκριτών. Ποινικολόγοι, δημοσιογράφοι αλλά και η κοσμική Αθήνα δίνει το παρών.

Έγκλημα στου Χαροκόπου

Ακόμη και κυκλοφοριακές ρυθμίσεις γίνονται έξω από το δικαστήριο τόσο για τα οχήματα όσο και τους πεζούς, ενώ μια ισχυρή αστυνομική δύναμη προστατεύσει τους κατηγορούμενους. Η Κάστρου υποστηρίζει στην απολογία της ότι έσωσε την κόρη της από ένα μαρτύριο και ότι όλη η ευθύνη είναι δική της.

Η ετυμηγορία

Άρτεμις Κάστρου και Φούλα Αθανασοπούλου κρίθηκαν ένοχες για φόνο εκ προμελέτης και καταδικάστηκαν εις θάνατον. Η Γιαννούλα Μπέλλου και ο Δημήτριος Μοσκιός κρίθηκαν ένοχοι για φόνο εκ προμελέτης και εξ ιδιοτέλειας ευρισκόμενοι εν μέτρια σύγχυση λόγω βλακείας. Η Μπέλλλου καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά και ο Μοσκιός σε 20 έτη. Ο Σπύρος Μαγουλόπουλος καταδικάστηκε σε 20 μήνες φυλάκιση ως συνεργός στην απόκρυψη και απόρριψη του πτώματος, ενώ ο Αντώνης Μαγουλόπουλος και ο Ιωάννης Κορναράκης κρίθηκαν αθώοι των κατηγοριών.

Έγκλημα στου Χαροκόπου

Πώς γλίτωσαν τον θάνατο

Η θανατική ποινή, η εσχάτη των ποινών, που ίσχυε ακόμη στη χώρα μας (καταργήθηκε το Δεκέμβριο του 1993, από την κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου) κρίθηκε ως πολύ αυστηρή από τη λαϊκή γνώμη, ιδιαίτερα μετά την αγόρευση της συνηγόρου της Αθανασοπούλου, Τσουκαλά, που ξεσήκωσε επιδοκιμαστικά χειροκροτήματα στο κατάμεστο δικαστήριο αλλά και την απολογία της ίδιας της Φούλας, με τις περιγραφές της από τη δύσκολη ζωή της με το σύζυγό της.

Για πρώτη φορά, ο κόσμος σταμάτησε να είναι τόσο εχθρικός και ζητούσε η ποινή τους να μετατραπεί σε ισόβια. Μέχρι και η εφημερίδα Βραδυνή μάζευε υπογραφές σε μια έκκληση προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ώστε να τους δοθεί χάρη.

Παράλληλα, οι συνήγοροι μάνας και κόρης έκαναν αίτηση για αναψηλάφιση της δίκης λόγω παρατυπιών και παρανομιών που είχαν διεξαχθεί κατά την διάρκειά της με την ελπίδα μιας νέας δίκης με διαφορετική ποινή. Όμως τελικά ο Άρειος Πάγος έκρινε πως δεν συνέτρεχε λόγος αναίρεσης της δίκης.

Στη συνέχεια εστάλη αίτηση για παροχή Χάριτος στο Συμβούλιο Χαρίτων. Τα τελευταία 50 χρόνια, εθιμικώ δικαίω, γυναίκες καταδικασμένες σε θάνατο δεν εκτελούνταν ποτέ, αλλά μετά το μέγεθος που είχε πάρει η υπόθεση κανείς δεν ήταν σίγουρος για την έκβαση.

Η απόφαση του Συμβουλίου πάρθηκε πρώτα για την Αθανασοπούλου και στην επόμενη συνεδρίαση για την Κάστρου, η ποινή μετατράπηκε σε ισόβια και υπογράφτηκε απο τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Αλέξανδρο Ζαΐμη, τον Ιανουάριο του ΄33.

Αλλά ούτε αυτή η ποινή εκτελέστηκε τελικά. Η ομορφιά της Φούλας μάγεψε τον διευθυντή των φυλακών, η θανατική καταδίκη μετατράπηκε σε δεκαετή φυλάκιση και το 1941, μάνα και κόρη αφέθηκαν ελεύθερες.

Η Φούλα

Η Κατοχή και η πρώτη κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Τσολάκογλου, θα βγάλει με διάταγμά της από τις φυλακές τους βαρυποινίτες «περί αποσυμφορήσεως των φυλακών άνευ διαταράξεως του κοινωνικού συμφέροντος» και στην περίπτωση αυτή συμπεριλήφθηκαν η Φούλα μαζί με τη μητέρα της. Σ’ αυτό συνετέλεσε τα μέγιστα ο ερωτευμένος Διευθυντής των φυλακών, που ήταν και συγγενής του Τσολάκογλου.

Η Φούλα ξαναπαντρεύτηκε με τον Συνταγματάρχη Αγαπητό Κομήτη και έμεινε μαζί του μέχρι το τέλος της ζωής της, το 1971 (Αν του βάσταγε ας της έκανε τίποτα!). Η μητέρα της, Άρτεμις Κάστρου, πέθανε το 1956 κατάκοιτη και ο Δημήτρης Μοσκιός εισήχθη στο Δρομοκαΐτειο, όπου και πέθανε λίγο αργότερα.

Η κόντρα για το βιβλίο του Κοντογιαννίδη

Το βιβλίο εκδόθηκε το 2001 και έτυχε πολύ καλής αποδοχής από το αναγνωστικό κοινό αλλά όχι από τους συγγενείς. Ο συγγραφέας δέχτηκε αγωγή «για προσβολή μνήμης τεθνεώτων και πρόκληση ψυχικής οδύνης» από απογόνους της οικογένειας του θύματος που ζήτησαν την απαγόρευση της κυκλοφορίας του βιβλίου αλλά και αποζημίωση 600.000 ευρώ.

H κόρη του νεώτερου Δημήτρη Αθανασόπουλου, Κατερίνα, και η σύζυγός του Ζαχαρούλα έκαναν την αγωγή εναντίον του δημοσιογράφου Τάσου Κοντογιαννίδη και των εκδόσεων «Άγκυρα». Τελικά κρίθηκε «αθώο» το περιεχόμενο του βιβλίου, για το οποίο, ο συγγραφέας, είχε πρωτοδίκως καταδικαστεί να καταβάλει 100.000 ευρώ αποζημίωση στους συγγενείς των πρωταγωνιστών της υπόθεσης.

Το Εφετείο της Αθήνας ανέφερε στην απόφασή του: «Ο Τάσος Κοντογιαννίδης κινούμενος αποκλειστικά από δημοσιογραφικό ενδιαφέρον τήρησε τις επιβαλλόμενες από το επάγγελμά του υποχρεώσεις προς ανεύρεση της ιστορικής αλήθειας, ο τρόπος δε της εκδήλωσης του ενδιαφέροντός του ήταν αντικειμενικά αναγκαίος για την ενημέρωση του κοινού».

Το τραγούδι του Μάρκου Βαμβακάρη: