ΑΡΧΙΚΗ LIFE RETROMANIA

Από τον Χριστόδουλο και τον Φραγκίσκο μέχρι τον Αναστάσιο και τον Βαρθολομαίο: Οι ιεράρχες που έγραψαν ιστορία κι έμειναν στις καρδιές των πιστών

Ο Πάπας Φραγκίσκος μπήκε στην ιστορία με τους ιεράρχες που μίλησαν στις καρδιές των πιστών

Η σπουδαιότητα της ύπαρξής τους για την ανθρωπότητα και όχι μόνο τις Εκκλησίες που αντιπροσώπευαν

Ο Πάπας Φραγκίσκος έφυγε από τη ζωή, μετά από σοβαρά προβλήματα υγείας, έχοντας προλάβει στα 12 χρόνια παρουσίας του στον παπικό θρόνο να μείνει ως ένας από τους ιεράρχες που βρίσκονται στις καρδιές των πιστών με τα διαρκή του κηρύγματα αγάπης, στα οποία και επέμεινε μέχρι την τελευταία του πνοή.

Ο ίδιος αποτέλεσε έναν εκ των θρησκευτικών ηγετών, που μίλησαν στην ψυχή όλων, πιστών και μη, γράφοντας τη δική του ιστορία δίπλα σε πολλούς άλλους, είτε της Ρωμαιοκαθολικής είτε της Ορθόδοξης Εκκλησίας, που κατάφεραν να κερδίσουν την αγάπη όλων.

Ο Πρώτος Πάπας

Ο πρώτος επικεφαλής της Καθολικής Εκκλησίας ήταν ο Άγιος Πέτρος, κατά κόσμον Σίμωνας, ο οποίος ήταν ένας από τους γνωστότερους μαθητές του Ιησού, σύμφωνα με τον ιστορικό John Julius Norwich. Ο Πέτρος έζησε για 25 χρόνια στην Ασία και κατόπιν πήγε στη Ρώμη. Αν και ανέλαβε την κεφαλή της Εκκλησίας, ποτέ δεν πήρε επίσημα τον τίτλο του Πάπα, ωστόσο οι ιστορικοί τον θεωρούν σαν τον πρώτο Πάπα στην ιστορία. Λέγεται ότι ο Νέρωνας τον σταύρωσε ανάποδα, καθώς ο Πέτρος του είπε ότι δεν ήταν άξιος να πεθάνει όπως ο δάσκαλός του.

Ο Πάπας που οδηγήθηκε σε καταναγκαστική εργασία

Ο Πόντιος, επικεφαλής της Εκκλησίας από το 230-235 μ.Χ. παραιτήθηκε οικειοθελώς, όταν ο αυτοκράτορας Μάξιμος, μεγάλος διώκτης των Χριστιανών, τον καταδίκασε σε καταναγκαστική εργασία στα ορυχεία της Σαρδηνίας, σύμφωνα με την Καθολική Εγκυκλοπαίδεια.

Ο Πάπας μετά το τέλος των διωγμών

Για αρκετούς αιώνες, η Χριστιανική Εκκλησία πέρασε δύσκολα χρόνια με αλλεπάλληλους διωγμούς τόσο απλών πιστών όσο – πολύ περισσότερο- των επικεφαλής της. Το 313 μ.Χ. ο Μέγας Κωνσταντίνος έβαλε τέλος στους διωγμούς των Χριστιανών. Ο Πάπας Σιλβέστρος ο Α’ ήταν ο πρώτος που «βασίλεψε» σε λιγότερο ταραγμένους καιρούς για τη χριστιανοσύνη. Όταν ο Μέγας Κωνσταντίνος συγκάλεσε τη Σύνοδο της Νίκαιας για να συνταχθεί το επίσημο Δόγμα της Πίστεως του Χριστιανισμού, ο Σιλβέστρος απείχει, στέλνοντας αντ’ αυτού κάποιους ακολούθους του.

Ο Πάπας Ειρηνοποιός

Ο Πάπας Λέων ο Α’ (461-468 μ.Χ.) έμεινε στην ιστορία όχι για το παπικό του έργο αλλά για τη διπλωματική του υπεροχή: ήταν εκείνος που έπεισε τον Αττίλα, το Βασιλιά των Ούνων, να μην εισβάλει στη Ρώμη. Τι του είπε για να τον πείσει θα παραμείνει θαμμένο στα σκοτάδια της ιστορίας.

Ο Πάπας που ήταν… έγκυος

Φήμες θέλουν τον Πάπα Ιωάννη, που βρέθηκε στο θρόνο από το 855 μέχρι το 877 ήταν στην πραγματικότητα… γυναίκα! Την ιστορία έφερε στο φως ο Δομινικανός μοναχός Μαρτίνος το 1265 που έκανε λόγω για την… Πάπισσα Ιωάννα, μια πανέξυπνη και απίστευτα μορφωμένη γυναίκα που από την Αθήνα έφτασε στη Ρώμη. Μάλιστα, η ιστορία θέλει την Ιωάννα να έμεινε έγκυος και να γέννησε στη διάρκεια της θείας λειτουργίας.

Ο… αμφιλεγόμενος Πάπας Ιωάννης Παύλος Β’

Η εκλογή του εξέπληξε, όχι μόνο τον ίδιο, αλλά και ολόκληρο τον κόσμο. Ήταν ο πρώτος μη ιταλός Πάπας τα τελευταία 500 χρόνια και ο πρώτος από χώρα της Ανατολικής Ευρώπης. Η εκλογή του ήταν προϊόν συμβιβασμού ανάμεσα στους εκλέκτορες – καρδινάλιους, που είχαν να επιλέξουν μεταξύ δύο Ιταλών, τον συντηρητικό αρχιεπίσκοπο της Γένουας Τζουζέπε Σίρι και τον φιλελεύθερο ομόλογό του της Φλωρεντίας Τζιοβάνι Μπενέλι.

Ο νέος Πάπας προκαλεί το θαυμασμό των Δυτικών και το φθόνο των Ανατολικών, όταν αναλαμβάνει πρωτοβουλίες υπέρ των καταπιεσμένων κατοίκων των κομμουνιστικών χωρών. Είναι συντηρητικός στα δογματικά θέματα, αντιτίθεται στη χειροτονία των γυναικών και τις αμβλώσεις και είναι ιδιαίτερα επικριτικός με τους εκπροσώπους της Θεολογίας της Απελευθέρωσης, που συσπειρώνει αριστερούς θεολόγους και ιερωμένους κυρίως από την Λατινική Αμερική.

Το 1995 με την εγκύκλιο «Το Ευαγγέλιο της Ζωής» θα καταφερθεί για μια ακόμη φορά κατά των αμβλώσεων, της ευθανασίας και της θανατικής ποινής, που συγκροτούν κατ’ αυτόν τον «πολιτισμό του θανάτου». Οι απόψεις του για τη θανατική ποινή, την άρση των χρεών του Τρίτου Κόσμου και η υποστήριξη των φτωχών, είναι φιλελεύθερες, δείχνοντάς μας ότι οι ταμπέλες «συντηρητικός» και «φιλελεύθερος» δύσκολα ταιριάζουν σε θρησκευτικούς ηγέτες. Απόδειξη αυτού είναι ότι η Αυτού Αγιότης Του αντιτάχθηκε στην αμερικανική εισβολή στο Ιράκ το 2003.

Ο Ιωάννης Παύλος ΙΙ θεωρείται ο πιο πολυταξιδεμένος Πάπας στην ιστορία της Δυτικής Χριστιανοσύνης. Από τις πρώτες μέρες στον παπικό θρόνο προσπάθησε να χτίσει γέφυρες φιλίας και αλληλοκατανόησης μεταξύ λαών και ανθρώπων. Σ’ αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η επίσκεψή του στην Αθήνα στις 4 Μαΐου 2001, η πρώτη της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας στην Ελλάδα μετά το Σχίσμα, που τόσες αντιδράσεις προκάλεσε μεταξύ των ημετέρων ορθοδόξων ιερωμένων.

Στις 13 Μαΐου του 1981, ο Ποντίφικας έπεσε θύμα δολοφονικής επίθεσης από τον τούρκο «Γκρίζο Λύκο» Μεχμέτ Αλί Αγκτζά στην Πλατεία του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη. Η επίθεση, που από πολλούς αποδίδεται σε σοβιετικό δάκτυλο, παραλίγο να του στοιχίσει τη ζωή. Του άφησε, όμως, σοβαρά προβλήματα υγείας, που τον ταλάνιζαν έως το θάνατό του, στις 2 Απριλίου του 2005.

Ο Χριστόδουλος είναι ο τελευταίος μεγάλος ιεράρχης στην Ελλάδα

Ο νεότερος ιεράρχης που ανέλαβε την ηγεσία της Εκκλησίας της Ελλάδος, ο Προκαθήμενος που τόλμησε να σπάσει τα εκκλησιαστικά ταμπού και να καλέσει τους νέους να επιστρέψουν στους ναούς, ακόμη και αν φορούσαν σκουλαρίκι, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 69 ετών, στο σπίτι του στο Ψυχικό. Ο θάνατός του σημειώθηκε μόλις δύο μήνες πριν συμπληρώσει δέκα χρόνια στον αρχιεπισκοπικό θρόνο.

«Χριστόδουλε, σε πάμε!» ήταν το σύνθημα που φώναζαν μαθητές και φοιτητές όταν τους επισκεπτόταν στα σχολεία. «Κι εγώ σας πάω», τους απαντούσε πάντα με ένα χαμόγελο, συνοδεύοντας την απάντησή του με κάποιο ανέκδοτο.

Στα πρώτα χρόνια της αρχιεπισκοπικής του θητείας, το πρόσωπό του κυριαρχούσε στα δελτία ειδήσεων. Μιλούσε τη γλώσσα του λαού, χωρίς δισταγμό να χρησιμοποιήσει ακόμη και την αργκό, προκειμένου να προσεγγίσει τη νεολαία. Τους συμβούλευε για να αποφύγουν τα ναρκωτικά, ασκούσε κριτική στις πολιτικές που οδηγούσαν στην ανεργία, τη μοναξιά και τα ψυχολογικά προβλήματα. Με τον αυθεντικό του λόγο, άφησε το δικό του στίγμα στην εκκλησιαστική και κοινωνική ζωή του τόπου.

Ο αντιστασιακός Αρχιεπίσκοπος

Ο πρώτος ουσιαστικός αντιστασιακός, πριν καν ξεκινήσει το αντιστασιακό κίνημα στην γερμανοκρατούμενη Ελλάδα, υπήρξε ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών & Πάσης Ελλάδος Χρύσανθος Φιλιππίδης. Ευλογώντας τους στρατιώτες μας στο ξεκίνημα τους για το μέτωπο τους αποχαιρέτησε με αυτά τα λόγια: «Η Εκκλησία ευλογεί όπλα τα ιερά και πέποιθεν ότι τα τέκνα της πατρίδος ευπειθούν εις το κέλευσμα Αυτής και του Θεού και θα σπεύσουν, εν μια ψυχή και καρδία, να αγωνιστούν υπέρ βωμών και εστιών και της ελευθερίας και τιμής και θα συνεχίσουν ούτω την απ’ αιώνων πολλών αδιάκοπον σειράν των τιμίων και ενδόξων αγώνων και θα τιμήσουν τον ωραίον θάνατον από την άσχημον ζωήν της δουλείας… Επιρρίψωμαι εις Κύριον την μέριμναν ημών και Αυτός θα είναι βοηθός και αντιλήπτωρ εν τη αμύνη κατά της αδίκου επιθέσεως των εχθρών…». Τη Κυριακή 27 Απριλίου 1941, ημέρα της εισόδου των γερμανικών στρατευμάτων στην Αθήνα, ο Αρχιεπίσκοπος κήρυξε ουσιαστικά τον αντιστασιακό αγώνα προβαίνοντας ο ίδιος σε τρεις μοναδικές και συνάμα άκρως επικίνδυνες εθνικές πράξεις: «Περιφρονών την δύναμιν των επιδρομέων, την αλόγιστον βίαν των και τας διαβιβασθείσας αυτώ απειλάς των, ηρνήθη κατηγορηματικώς να μετάσχη της Επιτροπής της ορισθείσης, παρά του στρατιωτικού διοικητού, προς υπογραφήν του πρακτικού παραδόσεως των Αθηνών, ως ανοχυρώτου πόλεως, εις τας γερμανικάς ορδάς. Ο Χρύσανθος εις τας σχετικάς πιέσεις απήντησε: “Ο Αρχηγός της Εκκλησίας δεν παραδίδει την πρωτεύουσαν της πατρίδος του εις ουδένα ξένον. Ο Αρχηγός της Εκκλησίας εν καθήκον έχει: να φροντίσει διά την απελευθέρωσίν της” (Κων/νου Βοβολίνη, «Η Εκκλησία εις τον αγώνα της ελευθερίας 1453 – 1953», σελ. 269). Λίγο αργότερα έφθασε το δεύτερο μήνυμα από άνθρωπο του Δήμου, σύμφωνα με το οποίο ο Αρχιεπίσκοπος έπρεπε να μεταβεί στην Μητρόπολη για να τελέσει επίσημη δοξολογία επί τη εισόδω των γερμανικών στρατευμάτων. «Αυθόρμητα, όμως απάντησε “Δοξολογία δεν έχει θέση επί τη υποδουλώσει της πατρίδος μας. Η ώρα της Δοξολογίας θα είναι άλλη…” Επακολούθησε και τρίτη ειδοποίηση ότι ζητεί να τον επισκεφθεί ο Γερμανός στρατιωτικός διοικητής Φον Στούμμε. Ο τότε Αρχιδιάκονός του και σημερινός Μητροπολίτης Πατρών Νικόδημος διηγείται: “Οδήγησα τον επισκέπτη στο γραφείο του Αρχιεπισκόπου. Ομίλησαν γερμανικά. Ο επισκέπτης άρχισε με φιλόφρονες φράσεις. Ο Αρχιεπίσκοπος απάντησε “Έχω καθήκον, ως Αρχηγός της Εκκλησίας της Ελλάδος, να σας συστήσω να σεβασθεί η Γερμανική διοίκησις τον ηρωικόν λαό της χώρας αυτής, διά να αποφευχθούν δυσάρεστα γεγονότα… η Ελληνική Εκκλησία ευρέθη πάντοτε παρά το πλευρόν του Ελληνικού λαού εις τους αγώνας του, αξία της εμπιστοσύνης του και να είσθε βέβαιοι ότι δεν θα λείψει να πράξη το καθήκον της και κατά την κρίσιμον αυτήν περίστασιν”». Αργότερα ο Χρύσανθος αρνήθηκε να ορκίσει την γερμανοπρόβλητη κυβέρνηση Τσολάκογλου λέγοντας: «Δεν μπορώ να ορκίσω κυβέρνησιν προβληθείσαν υπό του εχθρού. Ημείς γνωρίζομεν ότι τας Κυβερνήσεις ορίζει ο λαός και ο Βασιλεύς. Εδώ τώρα ούτε ο λαός εψήφισε την Κυβέρνησιν, ούτε ο Βασιλεύς την όρισε. Πώς μου ζητείτε να ορκίσω Κυβέρνησιν υποδειχθείσαν υπό του εχθρού, διά να είναι άβουλον όργανόν του;» («Μνήμες και μαρτυρίες από το ΄40 και την κατοχή»).

Η παραπάνω στάση του Χρυσάνθου, η οποία έδωσε το μήνυμα της Εθνικής Αντίστασης προς τον εχθρό, οδήγησε στην πτώση του από τον Αρχιεπισκοπικό θρόνο στις 2 Ιουλίου 1941. Ο ίδιος, όμως, δεν έπαυσε ν’ αντιστέκεται και μετέτρεψε το σπίτι του στην Κυψέλη, σε φωλιά αντιστασιακού αγώνα, απ’ όπου λειτουργούσε παράνομα, επί τρία χρόνια, ασύρματο, διά του οποίου επικοινωνούσε τόσο με την εξόριστη Ελληνική κυβέρνηση στην Αίγυπτο όσο και με το συμμαχικό στρατηγείο, δίδοντας οδηγίες και παρέχοντας πληροφορίες στους Έλληνες αντιστασιακούς μαχητές.

Ο τελευταίος διάδοχός του, Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, προλογίζοντας τον τόμο με τις βιογραφικές αναμνήσεις του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσάνθου, του από Τραπεζούντος, σημειώνει: «… η στάση του έναντι των ναζιστών κατακτητών, αποτελεί χρυσή σελίδα στην εθνική και Εκκλησιαστική μας ιστορία και ήταν συνέχεια της αγίας βιωτής των μεγάλων Ομολογητών της πίστεώς μας… οι οποίοι ήσαν φωτεινά παραδείγματα τρόπου και στάσης ζωής για τον αείμνηστο προκάτοχό μου και πρέπει ν’ αποτελούν οδοδείκτες για τη ζωή όλων μας».

Ο Αναστάσιος με το μοναδικό έργο

Στο έργο του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου η θεωρία συναντιέται δημιουργικά με την πράξη, η μετάδοση του μηνύματος του Ευαγγελίου και η μαρτυρία του Αναστημένου Χριστού με τον βιωματικό του λόγο και τα έργα του.

Από τα πρώιμα γραπτά του κείμενα μέχρι σήμερα επισημαίνονται συχνά σύντομες εύγλωττες ευκολομνημόνευτες φράσεις μεστές σε περιεχόμενο, οι οποίες αποκρυσταλλώνουν τη βιβλική θεολογική του σκέψη και την εφαρμογή της στη ζωή της Εκκλησίας και της κοινωνίας ευρύτερα. Έκτοτε πολλές έχουν χρησιμοποιηθεί από διαφόρους σε ομιλίες, μελέτες, προφορικές επικοινωνίες, χωρίς πάντοτε εν γνώσει ή εν αγνοία να αναφέρουν τον εμπνευστή τους. Συχνά ο ίδιος χαριτολογούσε λέγοντας πως «έγιναν όπως οι στίχοι των δημοτικών τραγουδιών αγνώστου πατρότητος».

Χαρακτηριστικό είναι το σύνθημα για την ιεραποστολική αφύπνιση «Εκκλησία χωρίς ιεραποστολή είναι Εκκλησία χωρίς αποστολή», την οποία χρησιμοποίησε στο περιοδικό ‘Πορευθέντες’ (Go Ye) που εξέδιδε το ομώνυμο «Διορθόδοξο Ιεραποστολικό Κέντρο ‘Πορευθέντες’». Και τα δύο είχε ιδρύσει (1959) ο τότε λαϊκός θεολόγος Αναστάσιος Γιαννουλάτος, για να αφυπνιστεί το ορθόδοξο χρέος του ευαγγελισμού των εθνών.

Οι μαρτυρικοί Πατριάρχες του Έθνους

Ο πρώτος Οικουμενικός Πατριάρχης μετά την Άλωση Γεννάδιος Σχολάριος είναι και ο πρώτος που παραιτείται λόγω διαφωνιών με την Οθωμανική Διοίκηση.

Ο Ιωάσαφ Ι΄ (1465-1466): Αφού τον ξύρισαν, εκθρονίσθηκε με εντολή του Σουλτάνου. Ο Ραφαήλ Ι΄ (1475-1476): Μη δυνάμενος να πληρώσει το επιβαλλόμενο φόρο (πεσκέσι) εκθρονίσθηκε, φυλακίστηκε όπου και μετά ένα χρόνο απεβίωσε.

Ο Ραφαήλ Β΄ (1603-1607): Με εντολή του Σουλτάνου Αχμέτ Ι΄ εκθρονίσθηκε και εξορίσθηκε και θανατώθηκε κατά φρικτό τρόπο.

Κύριλλος Ι΄ ο Λούκαρης: Αρκετές φορές ανήλθε και κατήλθε του θρόνου με πρώτη άνοδο το 1612. Στις 20 Ιουνίου 1638 με εντολή του Σαντραζάμη Μπαϊράμ Πασά συνελήφθη και φυλακίσθηκε σε πύργο του Βοσπόρου. Στις 27 Ιουνίου παραδίδεται σε Γενιτσάρους και εκείνοι με ένα πλοιάριο τον πνίγουν στη θάλασσα.

Κύριλλος Β΄ ο Κονταρής (1633-1639): Λόγω των ενεργειών του εκθρονίζεται και κατόπιν συλλαμβάνεται απο τις Οθωμανικές Αρχές, φυλακίζεται και εξορίζεται στην Καρθαγένη. Ο εκεί Οθωμανός πασάς της Τύνιδος του επέβαλε να ασπασθεί το Ισλαμισμό, αλλά ο Κύριλλος αντιστάθηκε και για τον λόγο αυτό απαγχονίζεται στις 24 Ιουνίου 1640. Και μία εντυπωσιακή λεπτομέρεια: κατά τον απαγχονισμό το σχοινί κόβεται δύο φορές και για το λόγο αυτό τον πνίγουν.

Παρθένιος Β΄ (1644-1646, 1648-1651): Με εντολή του Σουλτάνου Ιμπραχίμ εκθρονίσθηκε και παραδόθηκε στους Γενιτσάρους για να τον πνίξουν. Το σκήνος του βρέθηκε στη γύρω περιοχή της νήσου Πλάτης των Πριγκηποννήσων, από Χριστιανούς οι οποίοι και το ενταφίασαν στο νησί της Χάλκης.

Παρθένιος ο Γ΄ (1656-1657): Με εντολή του Σουλτάνου μετά από φρικτά βασανιστήρια απαγχονίσθηκε στην περιοχή Παρμακαπή της Πόλης το Σάββατο του Λαζάρου και μετά από τρείς ημέρες ερρίφθη στη θάλασσα.

Γαβριήλ Β΄ (23/4-5/5-1657): Στον Πατριαρχικό Θρόνο παρέμεινε μόνο δώδεκα μέρες. Εκθρονίσθηκε και τοποθετήθηκε στη Μητρόπολη Προύσης. Έγινε καταγγελία-συκοφαντία Εβραίων της περιοχής ότι βάπτισε ένα μουσουλμάνο Χριστιανό, ενώ στην πραγματικότητα αυτός που βαπτίσθηκε ήταν Εβραίος. Ως αποτέλεσμα, τον φυλάκισαν και στη συνέχεια τον απαγχόνισαν στις 3 Δεκεμβρίου 1659.

Μελέτιος Β΄ (1768-1769): Μετά την παραίτησή του συλλαμβάνεται μαζί με άλλους τριάντα προκρίτους, κληρικούς και λαϊκούς και φυλακίζεται βασανιζόμενος φρικτά. Ενώ αθωώθηκε της κατηγορίας για συνεργασία κατά του Οθωμανικού κράτους εξορίσθηκε στη Μυτιλήνη. Εκεί υπέφερε περισσότερα από την Οθωμανική Διοίκηση εξαιτίας και του πυρπολισμού του Τσεσμέ από τους Ρώσους. Κατόπιν ζήτησε άδεια από τον Σουλτάνο να μεταβεί στην πατρίδα του την Τένεδο. Στη συνέχεια μετέβη και στην Κωνσταντινούπολη με άδεια μόνο για 61 ημέρες. Απεβίωσε στην Τένεδο το 1777 σε μεγάλη φτώχεια.

Κύριλλος Στ΄ (1813-1818): Επειδή δεν κατέστη αρεστός στο Σουλτάνο Μαχμούτ εκθρονίσθηκε και εξορίσθηκε στο Άγιον Όρος. Αργότερα εγκαταστάθηκε στην Αδριανούπολη. Οκτώ μέρες μετά τον απαγχονισμό του Γρηγορίου Ε΄, στις 18 Απριλίου 1821, ο Σουλτάνος δίνει εντολή να κρεμασθεί και εκείνος στην πύλη του Μητροπολιτικού Μεγάρου. Μετά από 3 μέρες ρίφθηκε στον ποταμό Έβρο, τα νερά του οποίου τον έβγαλαν στις ακτές του Διδυμοτείχου.

Ευγένιος Β΄ (1821-1822): Διάδοχος του απαγχονισθέντος Γρηγορίου Ε΄. Παραδόθηκε σε διαδηλωτές και σύρθηκε στους δρόμους από τα γένεια και τα μαλλιά και πέθανε αργότερα από τις κακουχίες που υπέστη. Αυτά προς γνώση της ιστορίας και μόνο. Και όχι για να προκαλέσουν το δίκαιο αίσθημα.

Ο χαρισματικός Αθηναγόρας

Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας, κατά κόσμον Αριστοκλής Σπύρου, γεννήθηκε στις 6 Απριλίου 1886 σε ένα μικρό χωριό της επαρχίας Πωγωνίου Ιωαννίνων, το Βασιλικό (παλαιότερη ονομασία του, Τσαραπλανά).

Από μικρός έδειξε την κλίση του προς τα γράμματα. Το 1903 εισήχθη στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Το 1910 έλαβε το πτυχίο του στη Θεολογία, εκάρη μοναχός και χειροτονήθηκε διάκονος. Διορίστηκε στη Μητρόπολη Πελαγονίας, με έδρα το Μοναστήρι (Μπίτολα).

Ακολούθησαν οι ταραγμένοι χρόνοι των Βαλκανικών Πολέμων και η ανεξαρτητοποίηση της περιοχής από την Οθωμανική Αυτοκρατορία (περιήλθε στη δικαιοδοσία της Σερβικής Εκκλησίας).

Το 1918 ο Αθηναγόρας εγκατέλειψε το Μοναστήρι με αρχικό προορισμό τη Θεσσαλονίκη και ακολούθως το Άγιον Όρος. Το 1919 ο τότε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Μελέτιος Μεταξάκης τον προσέλαβε αρχιδιάκονο και γραμματέα της Αρχιεπισκοπής. Το Δεκέμβριο του 1922, επί επαναστατικής κυβέρνησης Νικολάου Πλαστήρα, χειροτονήθηκε επίσκοπος και εξελέγη από την Ιερά Σύνοδο μητροπολίτης Κερκύρας και Παξών. Το 1930 ο χαρισματικός αυτός ιεράρχης ορίστηκε από την Ιερά Πατριαρχική Σύνοδο Αρχιεπίσκοπος Βορείου και Νοτίου Αμερικής, θέση στην οποία χρημάτισε έως το 1948.

Κατά τη διάρκεια της θητείας του κατόρθωσε να αναπτύξει εξαιρετικές σχέσεις με τις αμερικανικές κυβερνήσεις, να συμφιλιώσει τις διχασμένες ελληνικές κοινότητες, να ανεγείρει νέους ναούς και σχολεία, αλλά και να ιδρύσει στη Βοστώνη ελληνορθόδοξη θεολογική σχολή. Η ιδιαίτερα επιτυχής θητεία του έληξε το 1948, όταν ο Αθηναγόρας, με την υποστήριξη των ΗΠΑ, επελέγη ως Οικουμενικός Πατριάρχης. Η πολιτεία του ως ανώτατου πνευματικού ηγέτη της Ορθοδοξίας ήταν λαμπρή.

Με τη διορατικότητα και την πολύχρονη διοικητική πείρα του, κατάφερε να βγάλει το Οικουμενικό Πατριαρχείο από την εσωστρέφεια του παρελθόντος και να του προσδώσει διεθνή ακτινοβολία. Εργάστηκε, επίσης, για τη σύσφιγξη των σχέσεων των Ορθόδοξων Εκκλησιών και κατόρθωσε να ενδυναμώσει τη μεταξύ τους συνεργασία μέσω της σύγκλησης πανορθόδοξων διασκέψεων.

Η δράση του δεν περιορίστηκε στα θέματα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλά επικεντρώθηκε και στην υλοποίηση του οικουμενικού οράματός του, της ειρήνης και της συναδέλφωσης όλων των λαών, επί τη βάσει του σεβασμού της πολιτισμικής ετερότητας, την οποία υπηρέτησε απαρέγκλιτα καθ’ όλη τη διάρκεια της εκκλησιαστικής διακονίας του.

Κατά γενική ομολογία, οι τομές που επέφερε και οι πρωτοβουλίες που ανέλαβε ο Αθηναγόρας, ιδιαίτερα στο ζήτημα του διαλόγου με τους ετεροδόξους, υπήρξαν καινοτόμες και ρηξικέλευθες. Ειδικότερα, στο ζήτημα των σχέσεων με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, προέβη σε τολμηρές κινήσεις, με συνέπεια να δεχτεί αρχικά τις επικρίσεις ορισμένων εκκλησιαστικών κύκλων, προπάντων της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Οι πρωτοβουλίες του αποσκοπούσαν στη γεφύρωση του χάσματος μεταξύ της Ρωμαιοκαθολικής και της Ορθόδοξης Εκκλησίας μέσω της οικοδόμησης κλίματος αμοιβαίας κατανόησης, εμπιστοσύνης και συνεργασίας, με σκοπό την έναρξη θεολογικού διαλόγου. Η κορυφαία ίσως στιγμή στη ζωή αυτής της εξέχουσας προσωπικότητας της Ορθοδοξίας ήταν η συνάντησή του με τον Πάπα Παύλο ΣΤ’ στην Ιερουσαλήμ το 1964, η οποία οδήγησε στην αμοιβαία άρση των αναθεμάτων του Σχίσματος του 1054.

Η συμβολική αυτή χειρονομία άνοιξε το δρόμο για έναν ειλικρινή διάλογο μεταξύ των Ορθόδοξων και των Ρωμαιοκαθολικών, πρώτη φορά ύστερα από πολλούς αιώνες. Παρά το κύρος και τη διεθνή αναγνώριση που απέκτησε το Οικουμενικό Πατριαρχείο επί Αθηναγόρα, η πατριαρχία του συνδέθηκε με τα θλιβερά γεγονότα της 6ης και 7ης Σεπτεμβρίου 1955, τα λεγόμενα Σεπτεμβριανά, όταν ο τουρκικός όχλος επέδραμε κατά ελληνικών καταστημάτων, οικιών και εκκλησιών, προβαίνοντας σε εκτεταμένες καταστροφές και λεηλασίες.

Από τα γεγονότα αυτά και μετά, κάτω από τις αυξανόμενες πιέσεις του τουρκικού κράτους, ο ελληνισμός της Κωνσταντινούπολης αναγκάστηκε να εγκαταλείψει σταδιακά τις εστίες του. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας απεβίωσε στις 7 Ιουλίου 1972.

Πιο κοντά από ποτέ οι Εκκλησίες με τον Βαρθολομαίο

Από την εκλογή του ως Οικουμενικού Πατριάρχου εργάζεται για την ενίσχυση της πανορθόδοξης ενότητας και συνεργασίας. Για τον σκοπό αυτό καθιέρωσε τις Συνάξεις των Ορθοδόξων Προκαθημένων και πραγματοποίησε πολλές επισκέψεις προς αυτούς, καθώς, επίσης, τους προσκάλεσε και τους υποδέχθηκε στην Ιερή Καθέδρα Του στο Φανάρι. Συγκάλεσε την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η οποία πραγματοποιήθηκε στην Κρήτη, τον Ιούνιο του 2016, και προήδρευσε κατά τις εργασίες της. Επίσης, προωθεί τον οικουμενικό διάλογο με τις άλλες Χριστιανικές Εκκλησίες και Ομολογίες, επισκεπτόμενος τις έδρες τους και συμμετέχοντας σε διαχριστιανικά συνέδρια και επετειακές εκδηλώσεις.

Κατά τη διάρκεια της Πατριαρχίας του έγινε δεκτός από πολλούς αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων, πολλοί από τους οποίους επισκέφθηκαν επισήμως τον Παναγιώτατο στην έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Προσκλήθηκε και πραγματοποίησε ομιλίες στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (1994, 2008), το Συμβούλιο της Ευρώπης (2007), την UNESCO, το Forum 2000 της Πράγας (2019), το Παγκόσμιο Οικονομικό Forum του Davos (1999, 2020) κ.α.

Του έχουν απονεμηθεί οι ανώτατες τιμητικές διακρίσεις πολλών κρατών, μεταξύ των οποίων το Χρυσό Μετάλλιο του Αμερικανικού Κογκρέσσου,όπως επίσης και ο τίτλος του επιτίμου διδάκτορος από πολλά Πανεπιστημιακά Ιδρύματα του κόσμου.

Από το έτος 2004 διεύρυνε την Αγία και Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, απευθύνοντας πρόσκληση και προς τους εκτός Τουρκίας Ιεράρχες του Θρόνου για να συμμετάσχουν σε αυτή. Ακόμη, συγκάλεσε πολλές φορές Συνάξεις της Ιεραρχίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Καθιέρωσε, επίσης, τακτικές προσκυνηματικές επισκέψεις στην Καππαδοκία και σε άλλες “εσβεσμένας λυχνίας” στη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη, όπου ύστερα από πολλές δεκαετίες τελέστηκαν ιερές Ακολουθίες, με αποκορύφωμα την τέλεση της Θείας Λειτουργίας στην ιστορική Ι. Μονή Παναγίας Σουμελά (15.8.2010), η οποία συνεχίσθηκε μέχρι και το 2015.

Επισκέφθηκε τις περισσότερες Επαρχίες του Θρόνου σε όλη την οικουμένη, ευλογώντας και ενισχύοντας το επιτελούμενο ποιμαντορικό έργο σε αυτές. Επίσης, κατόπιν εισηγήσεώς Του, ιδρύθηκαν από την Αγία και Ιερά Σύνοδο και νέες Ι.Μητροπόλεις.

Με πρωτοβουλία Του εκδίδεται, ήδη από τη δεκαετία του ’90, η «Επετηρίς του Οικουμενικού Πατριαρχείου», και επανεκδόθηκε και το επίσημο ενημερωτικό περιοδικό της Μητρός Εκκλησίας, «Ορθοδοξία».

Αμέσως μετά την εκλογή του μερίμνησε για την επαναλειτουργία της Ι.Θεολογικής Σχολής Χάλκης, η οποία παραμένει «σιωπηλή» από το 1971, και για την επίτευξη αυτού του δίκαιου σκοπού συνεχίζει αμείωτα τις προσπάθειές Του.

Παράλληλα, εργάζεται συστηματικά, στο πλαίσιο του ενδιαφέροντος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ήδη από την εποχή του Πατριάρχου Δημητρίου, για την ευαισθητοποίηση Κρατών και λαών με στόχο τη διαφύλαξη της Δημιουργίας και την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, συγκαλώντας, μεταξύ άλλων, Οικολογικά Σεμινάρια στη Χάλκη και πολλά Διεθνή Συμπόσια εν πλω σε διάφορα σημεία του πλανήτη.