Άλλη μια εθνική αχαριστία: Όταν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης καταδικάστηκε σε θάνατο

Πώς τελικά ανατράπηκε η απόφαση;
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης υπήρξε μία από τις πιο εμβληματικές μορφές της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Γνωστός ως «Γέρος του Μοριά», γεννήθηκε στο Λιμποβίσι της Αρκαδίας και από μικρή ηλικία εντάχθηκε στα σώματα των αρματολών. Η δράση του προκάλεσε ανησυχία στους Τούρκους, οι οποίοι εξαπέλυσαν ανθρωποκυνηγητό για τη σύλληψή του. Εκείνος, όμως, κατάφερε να κρυφτεί σε διάφορα χωριά της Πελοποννήσου και τελικά να διαφύγει στη Ζάκυνθο.
Στα Επτάνησα, που τότε βρίσκονταν υπό βρετανική κατοχή, βρήκε μεγαλύτερη ασφάλεια. Υπηρέτησε στο ελληνικό στρατιωτικό σώμα του βρετανικού στρατού, όπου διακρίθηκε για τη γενναιότητά του στις μάχες κατά των Γάλλων, φτάνοντας στον βαθμό του ταγματάρχη. Το 1818 έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρείας και τρία χρόνια αργότερα επέστρεψε στη Μάνη, όπου ξεκίνησε τον ένοπλο αγώνα για την απελευθέρωση της Ελλάδας. Με τις γνώσεις του στον κλεφτοπόλεμο και την πολεμική στρατηγική, αναδείχθηκε γρήγορα σε οπλαρχηγό και αναγνωρίστηκε ως αληθινός ηγέτης.
Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου που ξέσπασε μεταξύ των Ελλήνων το 1823-1825, ο Κολοκοτρώνης και ο γιος του φυλακίστηκαν στο Ναύπλιο. Ωστόσο, όταν ο Ιμπραήμ Πασάς έφτασε στην Ελλάδα από την Αίγυπτο, οι αντίπαλοί του συνειδητοποίησαν την ανάγκη για τη στρατιωτική του ιδιοφυΐα και τον απελευθέρωσαν. Ο Κολοκοτρώνης συμμετείχε ενεργά στις νίκες των Ελλήνων και ποτέ δεν δίστασε να υπηρετήσει την πατρίδα του, ακόμα κι όταν είχε διωχθεί από την ίδια ή, καλύτερα, από τους πολιτικούς της.
Με τη βοήθεια των Μεγάλων Δυνάμεων, η Επανάσταση στέφθηκε τελικά με επιτυχία και ο Κολοκοτρώνης αναδείχθηκε ως ένας από τους μεγάλους ήρωές της. Υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια και στάθηκε στο πλευρό του από την αρχή. Ωστόσο, μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, υποστήριξε τη βασιλεία του Όθωνα.
Όταν ανέλαβαν οι Αντιβασιλείς, μέχρι την ενηλικίωση του Όθωνα, ο Κολοκοτρώνης βρέθηκε στο στόχαστρο των πολιτικών του αντιπάλων, που τον κατηγορούσαν για φιλορωσικές τάσεις λόγω της πίστης του στον Καποδίστρια. Αυτές οι κατηγορίες, σε συνδυασμό με τις διαφωνίες του με την πολιτική των Αντιβασιλέων, οδήγησαν στη σύλληψή του το 1833 και στην φυλάκισή του στο Ιτς-Καλέ με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας.
Το κελί του Κολοκοτρώνη στο Ναύπλιο
Στις 25 Μαΐου του 1834, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ο Δημήτριος Πλαπούτας, δικάζονται στο δικαστήριο του Ναυπλίου. Ψευδομάρτυρες τον κατηγορούν για συνωμοσία και εσχάτη προδοσία. Οι μάρτυρες υπερασπίσεως του ήταν περισσότεροι από 100. Στην απολογία του, όταν ρωτήθηκε τι επάγγελμα κάνει, ο Κολοκοτρώνης απάντησε αφοπλιστικά:
«Στρατιωτικός. Στρατιώτης ήμουνα. Κράταγα επί 49 χρόνια στο χέρι το ντουφέκι και πολεμούσα νύχτα μέρα για την πατρίδα. Πείνασα, δίψασα, δεν κοιμήθηκα μια ζωή. Είδα τους συγγενείς μου να πεθαίνουν, τ΄ αδέρφια μου να τυραννιούνται και τα παιδιά μου να ξεψυχάνε μπροστά μου. Μα δε δείλιασα. Πίστευα πως ο Θεός είχε βάλει την υπογραφή του για τη λευτεριά μας και πως δεν θα την έπαιρνε πίσω».
Παρά τις αντιδράσεις δύο εκ των δικαστών, του Γεωργίου Τερτσέτη και του Αναστάσιου Πολυζωίδη, οι δύο κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν σε θάνατο. Όταν άκουσε το ακροατήριο την ποινή, κάποιος από το πλήθος είπε στον Κολοκοτρώνη: «άδικα σε σκοτώνουν, στρατηγέ». Και ο Κολοκοτρώνης απάντησε: «Γι’ αυτό λυπάσαι; Καλύτερα που με σκοτώνουν άδικα, παρά δίκαια».
Διαβάστε επίσης
Ο λαός αντέδρασε έντονα. Υπό τον φόβο κοινωνικών αναταραχών, οι Αντιβασιλείς, μετέτρεψαν την ποινή σε 20ετή κάθειρξη. Ένα χρόνο αργότερα, όταν ο Όθωνας ενηλικιώθηκε, ο Κολοκοτρώνης πήρε χάρη και έγινε «Σύμβουλος της Επικρατείας». Πέθανε στην Αθήνα, στις 4 Φεβρουαρίου του 1843, επτά μήνες πριν από το πρώτο ελληνικό σύνταγμα. Ο «Γέρος του Μοριά», αναγνωρίστηκε περισσότερο μετά θάνατον για τον αγώνα του στην ελληνική επανάσταση, αφού οι σύγχρονοί του, πολιτικοί ή η εκάστοτε ηγεσία, μάλλον φοβόταν πολύ την προσωπικότητα και την επιρροή του.