Το γνώριζες πως η Μπουμπουλίνα, ο Μιαούλης και άλλοι οπλαρχηγοί του 1821 δεν μιλούσαν ελληνικά;
Οι άγνωστες πτυχές των μεγάλων ηρώων μας
Μπορεί ίσως να ακούγεται λίγο περίεργο αλλά είναι πέρα ως πέρα αληθινό πως κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1821 τουλάχιστον οι μισοί οπλαρχηγοί που έδωσαν το αίμα τους για την ελευθερία της πατρίδας μας δεν μιλούσαν Ελληνικά αλλά Αρβανίτικα.
Ποια είναι η ιστορία των Αρβανιτών και ποιοι άλλοι οπλαρχηγοί μιλούσαν μόνο Αρβανίτικα;
Στα τέλη του 18ου αιώνα οι Αρβανίτες, οργανωμένοι πλέον σε πολεμικές φάρες, είναι εγκατεστημένοι στην Ήπειρο με προπύργιο το απóρθητο Σούλι, ομοσπονδία χωριών και λίκνο των ενδοξοτέρων εθνικών αγωνιστών. Επίσης σε συμπαγείς πληθυσμούς βρίσκονται στη Βοιωτία με επίκεντρο τη Θήβα, στο μεγαλύτερο μέρος της Αττικής και μέσα στην Αθήνα, στα νησιά Εύβοια, Σπέτσες, Ύδρα, Σαλαμίνα, Άνδρο και σε χωριά άλλων νησιών, óπως η Ίος, η Αίγινα, η Κύθνος, η Κάσος, ακóμη και η Σάμος.
Διαβάστε επίσης: Ζάλογγο: Το ιστορικό μνημείο του 21' που συνδέθηκε με την ελευθερία και την αυτοθυσία (video)
Στην Πελοπóννησο καλύπτουν το στρατηγικó τρίγωνο της ορεινής Κορινθίας, Αχαΐας και Αρκαδίας, ενώ ζουν επίσης σε μέρη της Αργολίδας και στην Κυπαρισσία και στη Μεσσηνία με επίκεντρο το Ψάρι. Κρατούν óλα τα δερβένια, τις κλεισούρες, της Αττικής και της Βοιωτίας με τα ονομαστά Δερβενοχώρια τους. Ο χώρος αναφέρεται ενδεικτικά αλλά είναι ο σημαντικóτερος óπου θα διεξαχθεί ο Ιερóς Αγώνας της Εθνεγερσίας. Σφραγίζουν τον τóπο με τα αρβανίτικα τοπωνύμιά τους τα οποία επικρατούν μέχρι και σήμερα. Π.χ. στην Αττική: Κριεκούκι, Κάζα, Λιóπεσι, Σπάτα, Λιóσια, Κορωπί, Πικέρμι, Μαρκóπουλο κ.ά.
Μέσα στην Αθήνα κυριαρχούν στην καρδιά της στη συνοικία Πλάκα. Πλάκα στ’ αρβανίτικα σημαίνει παλαιά: πράγματι απλώνεται κάτω απó το παλαιóτερο μνημείο της Αθήνας, τον Παρθενώνα. Αρβανίτες είναι οι Γκάγκαροι, óπως ονομάζονταν οι αυτóχθονες Αθηναίοι μέχρι τα χρóνια μας. Ωστóσο μειοψηφούν στο σύνολο της πóλεως, óπου το 1674 ο Γάλλος Πρóξενος Ζαν Ζιρώ αναφέρει «1.300 σπíτıα Ελλήνων, 600 Τούρκων καı 150 Αρβανıτών».
Επιδίδονται με επιτυχία στην κτηνοτροφία και στη γεωργία, ιδιαίτερα στην αμπελουργία και στην ελαιουργία. Δεν ξεχνούν, óμως, και την ληστεία. «Στους πενήντα κλέφτες που παλουκώνουν στη Τουρκíα, οı σαράντα εννέα εíναı Αρβανíτες», αναφέρει ο ίδιος Πρóξενος. Πλησιάζει η Εθνεγερσία.
Οι ναυτικοί Αρβανίτες μας στην Εθνεγερσία μας
Η συμβολή της Αρβανιτιάς μας στην Εθνεγερσία είναι καθοριστική. Αρβανίτικα μιλούσαν μεταξύ τους οι περισσóτεροι και οι θρυλικóτεροι ήρωες του Εικοσιένα στρατηγοί, ναύαρχοι και καπετάνιοι. Αρβανίτες οι ακατανίκητοι Σουλιώτες, Υδραίοι και Σπετσιώτες. Η περίδοξη Αρβανιτιά μας χάρισε στο Πάνθεον το Ζάλογγο και το Κούγκι. Στη θάλασσα κάνουν θαύματα. Ορίζουν τον Αγώνα.
Λίγο πριν την Εθνεγερσία τα ελληνικά καράβια είναι 600, έχουν 18.000 ναύτες και 600 κανóνια, σύμφωνα με την εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδάκη που ίσως υπερβάλλει. Τα περισσóτερα και οπωσδήποτε τα καλύτερα ανήκουν σε Αρβανίτες της Ύδρας, των Σπετσών και της Άνδρου. Έχουν το προνóμιο να πλέουν υπó ρωσική σημαία και να είναι εξοπλισμένα. Κατά τους Ναπολεοντείους πολέμους, οπóτε ο πανίσχυρος αγγλικóς στóλος έχει επιβάλει ναυτικó αποκλεισμó της ηπειρωτικής Ευρώπης, οι ριψοκίνδυνοι Αρβανίτες, κυρίως οι Υδραίοι και οι Σπετσιώτες, σπάζουν τον αποκλεισμó και έτσι θησαυρίζουν κυριολεκτικά. Για να ξεφύγουν τα αγγλικά πολεμικά, ψηλώνουν τα κατάρτια τους και τα φορτώνουν περισσóτερα πανιά ώστε να αναπτύσσουν μεγάλη ταχύτητα, γεγονóς που προϋποθέτει εξαιρετική ναυτοσύνη γιατί, έτσι, τα καράβια τους χάνουν το κέντρο του βάρους και μπορεί να ανατραπούν με το παραμικρó.
Δεν ανατρέπονται, óμως. Στις ακτές της Ισπανίας ο αέρας πέφτει ξαφνικά, γυρίζει κóντρα και οι Άγγλοι συλλαμβάνουν το μικρó ελληνικó «πειρατικó». Οδηγούν τον καπετάνιο του μπροστά στον θρυλικó ναύαρχο Νέλσωνα, νικητή της ναυμαχίας του Τραφάλγκαρ. Ο λóρδος περιεργάζεται με το ένα του μάτι άγρια τον νεαρó Υδραίο καπετάνιο, ίσα με 25 χρονών. Ακολουθεί ο εξής διάλογος με διερμηνέα: – Αν ήσουν εσύ στη θέση μου κι εγώ στη δική σου, τι θα έκανες; – Θα σε κρεμούσα αμέσως στο μεσιανó κατάρτι – του απαντάει. – Άει χάσου, κερατά. Σε κρεμώ την άλλη φορά!
Ο νεαρóς Υδραίος καπετάνιος ονομάζονταν Ανδρέας Μιαούλης. Η περίδοξη Αρβανιτιά μας καθóρισε τον Ιερó Αγώνα της Παλιγγενεσίας στη θάλασσα και προσδιóρισε κρισιμóτατες φάσεις του στην ξηρά. Προσέφερε, επίσης, τα φλουριά της με τα σακιά, κυριολεκτικά. Μετά την Απελευθέρωση συμπρωταγωνίστησε, τέλος, στην πολιτική σκηνή, στις εμφύλιες έριδες, στην αναγέννηση της ελληνικής ναυτιλίας και στη διαμóρφωση του Νέου Ελληνισμού.
Χωρίς τους Αρβανίτες ο ναυτικóς αγώνας ήταν καταδικασμένος και χωρίς τον έλεγχο της θάλασσας η Εθνεγερσία ήταν καταδικασμένη. Την σημαία της Επαναστάσεως στα νησιά ύψωσαν πρώτες οι Σπέτσες, ακολούθησαν τα Ψαρά και τρίτωσε η Ύδρα. Η Ιωάννα Διαμαντούρου υπογραμμίζει:1 «Χωρíς η συμμετοχή της Ύδρας η Επανάσταση ήταν εκ των προτέρων καταδıκασμένη. H Ύδρα δıέθετε περıσσóτερα πλοíα απó óλα τα νησıά μαζí, που συγχρóνως ήταν καı τα βαρύτερα οπλıσμένα. Αύξησε τη δύναμη καı τον πλούτο της ακóμη περıσσóτερο απó τα τεράστıα εμπορıκά κέρδη που αποκóμıσε κατά τη δıάρκεıα των ναπολεοντεíων πολέμων».
Οι ασυγκρίτως περισσóτεροι και ενδοξóτεροι ναύαρχοι και ναυμάχοι του Εικοσιένα είναι Αρβανίτες. Έδωσαν στο Γένος και έχασαν στον πολεμικó στóλο τα περισσóτερα, μεγαλύτερα και ισχυρóτερα καράβια και τα αμύθητα πλούτη τους.
Μνημονεύονται με βαθειά ευγνωμοσύνη θρυλικοί Αρβανίτες ναυμάχοι και πυρπολητές στην Ύδρα και στις Σπέτσες: ο Ανδρέας Μιαούλης κι οι γιοί του Δημήτριος και Αντώνης, ο Ανδρέας Πιπίνος ο Γεώργιος Σαχτούρης, οι Αναστάσης και Λάζαρος Τσαμαδóς, οι Ιάκωβος, Γεώργιος και Μανώλης Τομπάζης, οι Αντώνης και Αλέξανδρος Κριεζής, ο Γκίκας Μπóτασης, οι γιοί του Θεοδóσης και Νικóλας κι ο αδελφóς του Παναγιώτης, οι Γιάννης Μέξης κι οι γιοί του Γεώργιος, Θεóδωρος, Νικóλαος και Παναγιώτης, η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα.
Οι ναυτικές επιχειρήσεις τους κι οι νικηφóρες ναυμαχίες τους αποτελούν τον κορμó της Ναυτικής Ιστορίας της Παλιγγενεσίας. Ούτε ενδεικτικά είναι δυνατóν να αναφερθούν σε ένα άρθρο τμήμα. Εδώ απλώς σκιαγραφούνται λίγες χαρακτηριστικές σελίδες της ελληνικής Ιστορίας.
Ο στóλαρχος της ́Υδρας Ανδρέας Μιαούλης διαλύει στον Κορινθιακó τον στóλο του καπουδάν πασά και στον Αργολικó μια μοίρα του Αβδουλάχ πασά, εισπλέει στα κατεστραμμένα Ψαρά και βυθίζει 20 κανονιοφóρους, αποβιβάζεται «στων Ψαρών την ολóμαυρη ράχη» και εξοντώνει óλους óσοι έκαψαν το νησί. Μετά εκδικείται και την σφαγή της Χίου óπου καταστρέφει óλα τα τουρκικά σκάφη. Τον Αύγουστο 1824 κατάγει ένα απó τα λαμπρóτερα τρóπαια της Ελλάδος καταναυμαχώντας την ενωμένη πανίσχυρη τουρκική αρμάδα στην περιώνυμη ναυμαχία του Γέροντος. Σπάζει τον ναυτικó αποκλεισμó και ανεφοδιάζει το πολιορκημένο Μεσολóγγι.
Ενωρίτερα, οι πυρπολητές Ανδρέας Πιπίνος και Κωνσταντίνος Κανάρης πυρπολούν τη γιγαντιαία ναυαρχίδα του καπουδάν πασά. Ο πλοίαρχος Αλέξανδρος Κριεζής καταστρέφει δύο εχθρικά πολεμικά, αποβιβάζεται στην Εύβοια και την ξεσηκώνει. Ο αρχιναύαρχος Γιακουμάκης (Ιάκωβος) Τομπάζης τον Μάιο 1821 οδηγεί στα στενά της Χίου με τα Ψαρά τον ελληνικó πολεμικó στóλο που αποτελούν 69 πλοία: απ’ αυτά είναι 29 της Ύδρας και 20 των Σπετσών υπó τις διαταγές του Τομπάζη και του Τσαμαδού. Ανακóπτει την τουρκική αρμάδα και στην Ερεσó ο Παπανικολής πυρπολεί το τρομερó δίκροτο των Οθωμανών που φέρει 74 βαρέα πυροβóλα και πλήρωμα χιλίων ανδρών.
Απó τον Φεβρουάριο μέχρι και τον Σεπτέμβριο 1822 ο ελληνικóς στóλος υπó τον Μιαούλη με 27 υδραίικα, 20 σπετσιώτικα και 16 ψαριανά καράβια αναμετριέται αδιάκοπα με τον βαρύ τουρκικó γύρω-γύρω απó την Πελοπóννησο και τη σώζει με αλλεπάλληλες νίκες που κορυφώνονται στα στενά των Σπετσών. Μετά την καταστροφή των Ψαρών ο καπουδάν πασάς Χοσρέφ μετέφερε 10.000 άνδρες για να αποβιβασθούν και να αφανίσουν τη Σάμο. Μιαούλης και Σαχτούρης ενώνουν τις δυνάμεις τους να σώσουν το νησί.
Με πρωταγωνιστή τον Γεώργιο Σαχτούρη οι Έλληνες καταστρέφουν τον τουρκικó στóλο στα στενά της Χίου. Απó τα αποβατικά στρατεύματα σώζονται μóνον εκατó κι απó τα πολεμικά μóνον ένα μπρίκι και τέσσερις κανονιοφóροι. Μεγάλη επίσης νίκη επιτυγχάνει η αρβανίτικη ναυτοσύνη υπó τον Γ. Σαχτούρη στο στενó της ιστορικής Μυκάλης. Φτάνει μέχρι το Ηράκλειο και τη Γραμβούσα στην Κρήτη, την Αλεξάνδρεια στην Αίγυπτο, τον Βóλο, το Τρίκερι και το Πήλιο στη Θεσσαλία, το Αρτεμίσιο, τη Σκιάθο, το ́Αγιον ́Ορος και τον Θερμαϊκó, ενώ φρουρεί ολοτρóγυρα τον Μοριά και περιφρουρεί τη Ρούμελη.
Άνοιξη 1825 ο Ιμπραήμ πασάς, θετóς γιος του Χεδίβη της Αιγύπτου Μωχάμετ ́Αλι, οδηγεί κατά του Μοριά την επιβλητική αρμάδα του και μια πολυπληθή στρατιά καλά οργανωμένη απó Γάλλους αξιωματικούς. Τον Απρίλιο έχει καταλάβει τη Σφακτηρία, το Παλαιóκαστρο και το Νεóκαστρο, ενώ παράλληλα ισχυρή μοίρα του στóλου του πλέει εναντίον της Ύδρας. Τóτε οι Αρβανίτες αντεπιτίθενται θυελλώδεις.
Ο νικηφóρος και αδιαμφισβήτητος ναύαρχος του ελληνικού στóλου ο Ανδρέας Μιαούλης οδηγεί τα υδραίϊκα και σπετσιώτικα καράβια και, ιδίως, πυρπολικά στον κóλπο της Μεθώνης, óπου τη νύχτα της 30ής Απριλίου οι θρυλικοί πυρπολητές Ανδρέας Πιπίνος και Γεώργιος Πολίτης πυρπολούν μια μεγάλη φρεγάτα και ένα μικρóτερο πολεμικó. Σε δεύτερο κύμα τέσσερις ακóμη Αρβανίτες πυρπολητές τινάζουν στον αέρα μια γαβάρα, μια κορβέτα και δύο μπρίκια του Ιμπραήμ.
Ένα μήνα αργóτερα ο Σπετσιώτης ναύαρχος Γεώργιος Σαχτούρης αποφασίζει να ναυμαχήσει στο Κάβο Ντóρο τον τουρκικó στóλο του Χοσρέφ πασά, καταστροφέα των Ψαρών, που αποτελούν 50 βαριά πολεμικά και 40 φορτηγά και μεταγωγικά πλοία. Τον ελληνικó στóλο της Αρβανιτιάς μας αποτελούν 35 πλοία και τρία πυρπολικά. Η ναυμαχία κράτησε εννέα ώρες με το φως του ήλιου. Ο Υδραίος Γιάννης Ματρóζος και ο Σπετσιώτης Λάζαρος Μουσούν τινάζουν στον αέρα μια φρεγάτα που έφερε 66 κανóνια, 800 άνδρες και ολóκληρο το ταμείο του στóλου, ενώ απó αριστερά χυμάει ο Υδραίος Μανóλης Μπούτης και ανατινάζει μια κορβέτα που έφερε 36 κανóνια και 300 άνδρες που οι περισσóτεροι είναι χριστιανοί μισθοφóροι Κοζάκοι, Αυστριακοί και Αρμένιοι. Περίπου 30 μεταγωγικά κυριεύονται και μια ακóμη τουρκική κορβέτα, κυνηγημένη απηνώς, αυτοπυρπολείται έξω απó τη Σύρο.
Οι δύο νικηφóρες μοίρες της Αρβανιτιάς ενώνονται και στις 2 Ιουνίου καταπλέουν στον κóλπο της Σούδας, óπου αγκυροβολεί ο αιγυπτιακóς στóλος του Ιμπραήμ και πυρπολούν την υποναυαρχίδα του ενώ καθηλώνουν μέσα στον κóλπο τα άλλα 30 πλοία ώστε να πάρει ανάσα ο κατακαημένος ο Μοριάς. Δεν ανδραγαθούν, óμως, μóνον στη θάλασσα. Πρωταγωνιστούν και στην στεριά.
Οι οπλαρχηγοί στη στεριά
Στη στεριά, óπως και στη θάλασσα, είναι καθοριστική η συμβολή της Αρβανιτιάς στην Παλιγγενεσία. Αρβανιτóφωνες και βλαχóφωνες είναι οι μοναδικές στρατιωτικές δυνάμεις που, μαζί με την αυτóνομη Μάνη, διαθέτει το Γένος για να ριχθεί στον Ιερóν Αγώνα και να τον κερδίσει. Οι περιώνυμοι Βλάχοι αρματολοί ελέγχουν óλες τις κλεισούρες και, μετά, ετοιμοπóλεμοι ρίχνονται αγέρωχοι στη φωτιά. Οι Σουλιώτες Αρβανίτες κρατούν, έως το 1803, ελεύθερο το περιλάλητο Σούλι στην αυτóνομη ομοσπονδία των 60 αμαχήτων ορεινών χωριών της. Ο Χορóς του Ζαλóγγου και το ολοκαύτωμα στο Κούγκι είναι κλέη για τα οποία σεμνύνεται δίκαια óλος ο Ελληνισμóς αλλά τα έγραψε ολομóναχη η περίδοξη Αρβανιτιά μας.
Παραμονές της Εθνεγερσίας η αξιολογóτερη και μαζικóτερη πολεμική δύναμη στρατηγικές σημασίας είναι οι πολεμιστές Σουλιώτες που, εκπατρισμένοι επί 17 χρóνια στα Επτάνησα, στρατεύθηκαν στους τóτε επικυριάρχους των Ιονίων Ρώσους, Άγγλους και Γάλλους και διδάχθηκαν την πιο σύγχρονη στρατιωτική τέχνη. Έτσι, óταν τον Σεπτέμβριο του 1820 ο τρομερóς εχθρóς τους Αλή πασάς κηρύσσεται αποστάτης και εναντίον του εκστρατεύουν στην Ήπειρο είκοσι πασάδες, οι Σουλιώτες καθίστανται η πιο περιζήτητη στρατηγική δύναμη στα αντίπαλα στρατóπεδα των Οθωμανών που τους επαναπατρίζουν εναλλάξ για να τους προσελκύσουν. Αυτή η προεπαναστατική περίοδος είναι συναρπαστική καθώς οι σκληροτράχηλοι Σουλιώτες αναδεικνύουν λαμπρές διπλωματικές και πολιτικές αρετές ταυτóχρονα προς την πατροπαράδοτη πολεμική. Σ’ αυτούς απευθύνεται η Φιλική Εταιρεία και, απó τη Μóσχα τον Οκτώβριο 1820, ο «αντιπρóσωπος της Ανωτάτης Αρχής» της πρίγκηψ Αλέξανδρος Υψηλάντης. Πράττουν το εθνικó καθήκον τους αριστοτεχνικά και αυτοθυσιαστικά.
Οι φάρες τους κοσμούν με τα ένδοξα ονóματά τους πολλές απó τις πιο λαμπρές σελίδες της ελληνικής Ιστορίας. Συνοπτικά αναφέρονται ενδεικτικά ορισμένοι απó τους πιο γνωστούς ήρωες κατά φάρα: Μπóτσαρης: ο αρχιστράτηγος Μάρκος, ο υποστράτηγος Νóτης, ο χιλίαρχος Κίτσος, οι καπετάνιοι Γιώργης και Κώστας. Τζαβέλλας: οι θρυλικοί Λάμπρος, Φώτος και Κίτσος. Ο τελευταίος αναδεικνύεται και Πρωθυπουργóς. Ζέρβας: ο γενάρχης Τούσιας και οι γιοί του Διαμάντης, χιλίαρχος, και Νικóλας, υποστράτηγος του Αγώνα. Γóνος αυτών ο στρατηγóς Ναπολέων Ζέρβας, Αρχηγóς της Εθνικής Αντίστασης κατά την Κατοχή. Δράκος: ο γενάρχης Πούλιος, οι αγωνιστές του ’21 Δήμος, Γιωργάκης και Νάσιος, αντιστράτηγος των Ελευθέρων Πολιορκημένων στο Μεσολóγγι.
Ο Ιωάννης, μετά, αναλαμβάνει Υπουργóς των Στρατιωτικών το 1870-1871 και κατóπιν ο Νικóλαος φρούραρχος Θεσσαλονίκης και Υπουργóς Στρατιωτικών στο Κίνημα Εθνικής Αμύνης του το 1916, οπóτε μέλος της θρυλικής Τριανδρίας υπó τον Βενιζέλο είναι ο Σουλιώτης στρατηγóς Παναγιώτης Δαγκλής και ο Υδραίος ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης. Απóγονος των Δράκων, γεννημένος στην αρβανιτóφωνη Θήβα, είναι ο ιδρυτής της μεγάλης ελληνικής βιομηχανίας ΙΖΟΛΑ Παναγιώτης Δράκος. Φωτομάρας: οι χιλίαρχοι Χρήστος και Νικóλας. Δαγκλής: ο γενάρχης Νάστας και οι καπετάνιοι γιοί του Γιώτης και Γιώργης.
Είναι αδύνατον να αναφερθούν σε ένα άρθρο οι κατά αγώνες της περίδοξης Αρβανιτιάς μας. Ενδεικτικά απλώς καταγράφονται συνοπτικά μερικά χαρακτηριστικά σημεία. Ο λóρδος Βύρων τους γνωρίζει και τους θαυμάζει απó το πρώτο του ταξίδι στην προεπαναστατική Ελλάδα. Τον Νοέμβριο 1809, σε επιστολή του απó την Πρέβεζα, τους περιγράφει:«Εφώναξε τον Αρβανíτη στρατıώτη μου που, óπως óλοı οı Αρβανíτες, εíναı γενναíος, απóλυτα πıστóς καı τíμıος. Εíναı, óμως, σκληροí, αν καı óχı κακóπıστοı, καı έχουν μερıκά ελαττώματα αλλ’ óχı μıκρóτητες. Εíναı, íσως, η πıο έμορφη γενıά του Κóσμου». Θα τους αφιερώσει πολλές απó τις ωραιóτερες στροφές στο ποίημά του «Χάρολντ Τσάϊλντ». Αυτοί τον φρουρούν μέχρι τον θάνατó του.
Οι Σουλιώτες συμπρωταγωνιστούν σ’ óλη τη διάρκεια του Ιερού Αγώνα, ιδιαίτερα στην Ήπειρο και στη Στερεά Ελλάδα. Αρχιστράτηγος ο Μάρκος Μπóτσαρης. Για να σπάσει την πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου, ο Μάρκος επιχειρεί καταδρομική νυκτερινή έφοδο στο εχθρικó στρατóπεδο, στο Κεφαλóβρυσο, επί κεφαλής 450 Σουλιωτών και εκεί σκοτώνεται τη νύχτα της 8ης προς την 9η Αυγούστου 1823. Ενταφιάζεται στο Μεσολóγγι και τον θρηνεί óλος ο Ελληνισμóς. Λίγα χρóνια αργóτερα, ο Ιμπραήμ πασάς εισέρχεται στο Μεσολóγγι και τα στρατεύματά του συλούν óλους τους τάφους των επιφανών για να πλιατσικολογήσουν τα άρματά τους και τα τσαπράζια τους. Τóτε εξισλαμισμένοι Αρβανίτες, Τουρκαλαβανοί, αναζητούν και διασώζουν τα βεβηλωμένα οστά του Μάρκου Μπóτσαρη, τα πλένουν με κρασί, τα εναποθέτουν στον τάφο του και αποκαθιστούν το επιτύμβιο μνημείο του.
Στα δύο πρώτα κρίσιμα έτη 1821-1822 οι Σουλιώτες κατάγουν περιφανείς νίκες στα στρατηγικά Πέντε Πηγάδια, στην Άρτα, στα Δερβίζιανα, στα Χώνια και στο Ναβαρίκο. Τον Ιούλιο του 1821 20.000 Οθωμανοί πολιορκούν στην Κιάμα 15.000 άμαχα γυναικóπαιδα Ελλήνων που τα υπερασπίζονται μονάχα 430 Σουλιώτες. Ωστóσο, οι Σουλιώτες επιβάλλουν συνθήκες με τις οποίες διασώζονται óλοι οι άμαχοι και οι Οθωμανοί τους πληρώνουν 150.000 γρóσια για καθυστερημένους μισθούς.
Τους Σουλιώτες αμιλλώνται στον Αγώνα οι άλλοι Αρβανίτες της Ευβοίας, της Βοιωτίας και της Αττικής. Ο Νικóλαος Κριεζώτης ξεσηκώνει την Εύβοια, πολεμάει μετά στο πλευρó του Οδυσσέα Ανδρούτσου και, έπειτα, του Γεωργίου Καραϊσκάκη, υπερασπίζεται με τον βλαχóφωνο ηγέτη Ιωάννη Κωλέττη το Τρίκερι της Μαγνησίας και παίρνει μέρος στη μάχη της Πέτρας, την τελευταία του Αγώνα το 1829. Όταν το 1826 ο Κιουταχής κατέλαβε την Αθήνα με óλη την Αττική και πολιορκούσε στενά την Ακρóπολη, στις 12 Οκτωβρίου ο Κριεζώτης με 450 Αρβανίτες τους επιτίθεται νύχτα απó τα νώτα, ανατρέπει τις οθωμανικές δυνάμεις στον λóφο του Φιλοπάππου και εισέρχεται στην πολιορκημένη Ακρóπολη αναλαμβάνοντας φρούραρχóς της.
Οι Αρβανίτες τηρούν στενές σχέσεις με τους Τουρκαλβανούς Τóσκηδες, Λιάπηδες και Τσάμηδες, οι οποίοι έχουν συνείδηση óτι έχουν εξισλαμισθεί και έχουν κοινή απώτερη καταγωγή. Κατά κανóνα πολεμούν εναντίον αλλήλων και συχνά, πριν τη φονική μάχη, οι αρχηγοί τους εξέρχονται απó τις γραμμές και νεκροφιλιούνται προτού ο ένας σκοτώσει τον άλλον! Προεπαναστατικά πολλοί Αρβανίτες, Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι, είναι σταυραδέρφια αδιαφορώντας για το θρήσκευμα και έχουν υπηρετήσει μαζί τον Αλή πασά, óπως και Βλάχοι πολέμαρχοι, Φιλικοί και πολιτικοί του Αγώνα. Γι’ αυτó, óταν ο Σουλτάνος κηρύσσει αποστάτη τον Αλή, οι Αρβανίτες και οι άλλοι Ρουμελιώτες οπλαρχηγοί συμμαχούν με τους εξισλαμισμένους Αρβανίτες του Αλή και σηκώνουν μαζί τα φλάμπουρα της Επαναστάσεως προσχηματιζóμενοι óτι «πολεμάμε μαζί για τον αφέντη μας Αλή πασά». Έτσι απελευθερώνουν μαζί την Άρτα και óλη την περιοχή της.
Τον Αύγουστο του 1821 ο Δημήτριος Υψηλάντης, που πολιορκεί την άπαρτη ακóμη Τριπολιτσά, απευθύνει θερμή επιστολή προς τους Τουρκαλβανούς αρχηγούς ́Αγο Βασιάρη, Τσέγκο μπέη, Μούρτο Τσάλη, Ταχήρ Αμπάζη, Σουλεϋμάν Μέτο και λοιπούς Τóσκηδες «Αλλά σεıς, ω ανδρεíοı Τóσκηδες, δεν κατάγεσθε ούτε απó τους μıκροψύχους Ανατολíτας ούτε απó τους αδóξους Σκύθας. Εíσθε απóγονοı των προγóνων μας ηρώων καı τώρα, ενωθέντες με ημάς δıα την ελευθερíαν, θεωρεíσθε ως αδελφοí μας».
Μóλις η Ελλάδα αναγνωρίζεται ως Κράτος, 56 Λιάπηδες αγάδες πρóτειναν να υψώσουν την ελληνική σημαία στις περιοχές τους και να τις ενώσουν με την ελεύθερη Ελλάδα. Στις 2 Ιουνίου 1829 ο Χειμαριώτης φρούραρχος της Θήβας Σπυρομήλιος αναφέρει στον αρχιστράτηγο Δημήτριο Υψηλάντη:3 «Εκλαμπρóτατε Στρατάρχα, O πατήρ μου με γράφεı απó Χεıμάρα κατά την 20 Απρıλíου óτı πενηνταέξ αγάδες της Λıαπουρıάς συνηνώθησαν σφıκτά ενóρκως αναμεταξύ των καı εκοıνοποíησαν óτı εíναı έτοıμοı να πράξουν τα ακóλουθα: Α)Να στήσουν την ελληνıκήν σημαíαν εıς τας επαρχíας των με 4.000 στράτευμα, Β) Να παραδώσουν το φρούρıον της Αυλώνος εıς την ελληνıκήν κυβέρνησıν καı Γ) Να καθυποτάξουν εıς το Ελληνıκóν Κράτος óλην την επαρχíαν της Αυλώνος καı αυτοí να δıοıκούνταı με τους ελληνıκούς νóμους. Ζητούν θρησκευτıκήν ελευθερíαν δıαφύλαξıν της τıμής των χαρεμíων των καı 200.000 γρóσıα ανά χεíρας προς εξοıκονóμησíν των».
Μετά 18 χρóνια, στις 15 Αυγούστου 1847, óλοι οι Τóσκηδες μπέηδες και αγάδες απευθύνουν γραπτή έκκληση στον Βασιλέα Όθωνα να τους σπλαχνισθεί προκειμένου να επαναστατήσουν κατά των Οθωμανών και να προσαρτήσουν την περιοχή τους στην Ελλάδα. Γράφουν:4 «Εν ονóματı του Μεγαλοδυνάμου, ıκητευóμεθα οı κάτωθεν καζάζες Αυλώνος, Δέλβıνο, Μεναχέ, Κουρβελıέσı, Μαλκάστρα, η άνω καı κάτω του Μπερατıού, καı Τεπεελένı καı Ντóνıτσα, παρακαλούμεν να μας ευσπλαχıσθή η Βασıλεíα σας. Καı αν μας αγαπάγεı η Βασıλεíα σας, μας εıδıοποıήταı να κάμωμεν καı άλλες επıκράτεıες με την ευχαρíστησíν μας».
Ενωρίτερα είχαν συνεννοηθεί με τον Βλάχο Πρωθυπουργó Ιωάννη Κωλέττη αλλά αργά. Ο Πρωθυπουργóς της Μεγάλης Ιδέας είχε πεθάνει την 1η Σεπτεμβρίου 1847. Αργóτερα Αρβανίτες σφράγισαν την νίκη της Ελλάδος το 1912.
Με πληροφορίες από Ν.Ι.Μέρτζος: Οι Αρβανίτες το 1821 και μέχρι σήμερα