Ζάλογγο: Το ιστορικό μνημείο του 21' που συνδέθηκε με την ελευθερία και την αυτοθυσία (video)
63 Σουλιώτισσες με τα παιδιά τους έπεσαν στον γκρεμό για να μην πέσουν στα χέρια του κατακτητή
Ταξιδεύοντας κανείς από την Πρέβεζα προς την Πάργα βλέπει στη δεξιά πλευρά του δρόμου να διακρίνονται πάνω από το χωριό της Καμαρίνας ορισμένες ψηλές λευκές φιγούρες. Με την ευκαιρία, δείτε την μελανή ιστορία γύρω από τον χαμό του Οδυσσέα Ανδρούτσου.
Πρόκειται για το μνημείο του Ζαλόγγου, με τις πέτρινες Σουλιώτισσες που στέκουν αγέρωχες και ατενίζουν το Ιόνιο Πέλαγος. Το μνημείο αυτό βρίσκεται σε μικρή απόσταση από τον αρχαιολογικό χώρο της Κασσώπης, πάνω στις καταπράσινες πλαγιές της Καμαρίνας, απ’ όπου, σύμφωνα με την ιστορία, 63 Σουλιώτισσες με τα παιδιά τους σέρνοντας το 1803 τον χορό του θανάτου, έπεσαν στο κενό, για να μην πέσουν στα χέρια των ανδρών του Αλή πασά (1788-1822), όταν το Σούλι υπέκυψε μετά από πολύχρονους αγώνες.
Προς τιμή των ηρωίδων αυτών, που προτίμησαν τον θάνατο από την ατίμωση και τη δυστυχία, στήθηκε στην κορυφή του ιστορικού αυτού βράχου, ως σύμβολο μνήμης και αυταπάρνησης, ένα μεγαλειώδες μνημείο, εν έτει 1961, έργο του γλύπτη Γεωργίου Ζογγολόπουλου και του αρχιτέκτονα Πάτροκλου Καραντινού. Ο διάσημος γλύπτης κατάφερε να αποδώσει με τρόπο εύγλωττο τον χορό εκείνων των γυναικών, που συνδέθηκε με τη λύτρωση, την αγάπη για την ελευθερία, και τον αγώνα για τη ζωή. Πιασμένες χέρι-χέρι, καθώς σέρνουν τον χορό, οι γυναικείες μορφές μεγεθύνονται κλιμακωτά και στην άκρη του γκρεμού της θυσίας γιγαντώνονται, και μετατρέπονται σε μορφές τεράστιες, ηρωικές, σύμβολα αιώνια της θυσίας και της αγάπης για την ελευθερία, στον βωμό της οποίας δεν δίστασαν να θυσιάσουν όχι μόνον τη δική τους ζωή, αλλά και τη ζωή των παιδιών τους.
Το μνημείο, μήκους 18 μ. και ύψους 13 μ., εδράζεται σε μία λιθόχτιστη βάση, πάνω στην οποία έχουν τοποθετηθεί οι έξι γιγαντόσωμες αφαιρετικές μορφές των Σουλιωτισσών, κατασκευασμένες από οπλισμένο σκυρόδεμα επενδυμένο με περίπου 4.300 ασβεστολιθικούς όγκους, υπόλευκου χρώματος. Πηγαίνοντας κανείς στο μέρος αυτό πρέπει να ανέβει αρκετά σκαλιά, όμως η θέα από την κορυφή προς τον κάμπο της Πρέβεζας, τον Αμβρακικό Κόλπο και το Ιόνιο Πέλαγος είναι εντυπωσιακή και τον ανταμείβει με τον καλύτερο τρόπο.
Ανατρέχοντας στα ιστορικά δεδομένα, μετά τη συνθήκη που σύναψε ο Αλή Πασάς με τους Σουλιώτες στις 12 Δεκεμβρίου τους 1803, οι κάτοικοι του Σουλίου ήταν αναγκασμένοι να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους. Έτσι, φεύγοντας από τις πατρικές οικίες τους, χωρίστηκαν σε δύο ομάδες, από τις οποίες η μία με τις φάρες των Δαγκλή, Δράκου, Ζορμπά, Τζαβέλλα, Πανομάρα κά. κατευθύνθηκε προς την Πάργα, ενώ η άλλη με τις φάρες των Κουτσονίκα, Μαλάμου, Μπότσαρη κά. προς το Ζάλογγο. Τότε, ο Αλής, αθετώντας το λόγο του και τη συνθήκη, διέταξε την καταδίωξη και την εξόντωση των Σουλιωτών. Από τις δύο ομάδες, η δεύτερη δεν κατόρθωσε να διαφύγει τον όλεθρο. Τα μέλη της είχαν φθάσει στο Ζάλογγο, που απείχε από το Σούλι περίπου οκτώ ώρες. Στη συνέχεια, για περισσότερη ασφάλεια ανέβηκαν στη κορυφή, όπου βρίσκεται και η ομώνυμη Μονή του Ζαλόγγου.
Στις 16 Δεκεμβρίου, όταν έφθασε στους πρόποδες του Ζαλόγγου το πολυάριθμο ασκέρι του Αλή Πασά υπό τον Αλβανό διοικητή Μπεκήρ Τζιγαδώρο, οι Σουλιώτες μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά τους οχυρώθηκαν μέσα στη Μονή απ΄ όπου και απέκρουσαν στις 16 και 17 του μήνα τις εφόδους του ασκεριού. Την επομένη όμως, στις 18 Δεκεμβρίου, ο μεν Κουτσονίκας και οι σύντροφοί του παραδόθηκαν, ενώ 53 γυναίκες με τα παιδιά τους και 13 άνδρες κατέφυγαν σε παρακείμενο βράχο, καλούμενος σήμερα «Στεφάνι». Αντίθετα άλλοι, περίπου 147, υπό τον Κίτσο Μπότσαρη, κατάφεραν με έφοδο να διασωθούν. Οι δε Αλβανοί, όταν έφθασαν στη Μονή και την κατέλαβαν αιχμαλώτισαν και όλους όσοι βρίσκονταν εκεί. Τότε, 63 γυναίκες που είχαν καταφύγει στο βράχο προτίμησαν αντί της ατιμίας και της αιχμαλωσίας να ρίξουν τα τέκνα τους στο γκρεμό και στη συνέχεια να ριφθούν σε αυτόν, χορεύοντας, η μία μετά την άλλη στο βάθος του βράχου, ξέροντας ότι τους χώριζαν λίγα μέτρα από το θάνατο.
Το μέρος όπου κατασκευάστηκε το μνημείο δεν είναι το μέρος απ’ όπου έπεσαν οι Σουλιώτισσες. Η ηρωική πτώση έγινε από ένα άλλο σημείο, πιο χαμηλό, που διακρίνεται από την είσοδο της Μονής. Ένα στοιχείο που δεν γνωρίζουν πολλοί, είναι ότι από τα γυναικόπαιδα που έπεσαν από τον βράχο, δύο μικρά κορίτσια σώθηκαν, καθώς κατά την πτώση πιάστηκαν στα κλαριά των δέντρων που υπήρχαν εκεί. Και τα δύο τα κορίτσια τα μεγάλωσαν οι κάτοικοι του χωριού Καμαρίνα. Η μία επιζήσασα έγινε καλόγρια στο Μοναστήρι του Αγίου Δημητρίου (που βρίσκεται στα ριζά του ιστορικού βράχου) και η άλλη παντρεύτηκε έναν άντρα από το χωριό, ονόματι Καρράς.
Οι γυναίκες από το Σούλι εξέφρασαν μέσα από το κύκνειο άσμα τους με τον καλύτερο τρόπο την έννοια της ελευθερίας. «Στη στεριά δεν ζει το ψάρι, ούτε ο ανθός στην αμμουδιά», και μαζί με αυτά ούτε οι Σουλιώτισσες κάτω από την σκλαβιά. Έτσι, προτίμησαν να θανατωθούν από ελεύθερη βούληση και πληρώνοντας το τίμημα αυτής τους της απόφασης, παρά να παραδοθούν στα χέρια των Τούρκων. Και η πράξη τους αυτή τις κατέστησε σύμβολα ηρωισμού και γενναιότητας, δίνοντάς τους απλόχερα την υστεροφημία που τους άρμοζε.
Η ιστορία της ανέγερσης του Μνημείου Ζαλόγγου
Τα εγκαίνια έγιναν στις 10 Ιουνίου 1961, ημέρα Σάββατο, παρουσία του βασιλιά Παύλου, της βασίλισσας Φρειδερίκης, των μητροπολιτών όλης της Ηπείρου και άλλων επισήμων. Τα σκαλιά ανόδου στο μνημείο είναι 410 και χρειάζονται είκοσι λεπτά ανόδου και 10-15 λεπτά καθόδου. Σε απόσταση 200μ από το μνημείο Ζαλόγγου στην κορυφή, βρίσκεται η μονή Ταξιάρχη Μιχαήλ. Το μνημείο Ζαλόγγου φαίνεται από απόσταση 25 χλμ. από την πόλη της Πρέβεζας, με κιάλια.
Το άγαλμα του Μνημείου Ζαλόγγου εδράζεται σε λιθόχτιστη βάση πάνω στην οποία έχουν τοποθετηθεί οι τέσσερις γιγαντόσωμες αφαιρετικές μορφές των Σουλιωτισσών, κατασκευασμένες από οπλισμένο σκυρόδεμα επενδυμένο με περίπου 4.300 ασβεστολιθικούς όγκους, διαστάσεων 50x25x20 εκ., υπόλευκου χρώματος. Μεγάλος είναι ο αριθμός των επισκεπτών που κάθε χρόνο καταφθάνουν εδώ για να αποτίσουν φόρο τιμής στις ηρωικές αυτές μορφές, που πέρασαν στην αιωνιότητα ως σύμβολα της αυτοθυσίας και του ελεύθερου πνεύματος. Σε ανάμνηση μάλιστα της θυσίας τους, κάθε χρόνο διοργανώνονται στη γειτονική Καμαρίνα, κάθε δεύτερη Κυριακή του Αυγούστου, τα «Ζαλόγγεια», με πάνδημη συμμετοχή. Η ιδέα για το μνημείο αυτό διατυπώθηκε αρχικά το 1950 σε μια εκπαιδευτική συγκέντρωση των διδασκάλων του νομού Πρέβεζας (στις 10 Ιουνίου 1950) και στάθηκε η αφορμή για να γεννηθεί η ιδέα για την ανέγερση του περιώνυμου αυτού μνημείου, όταν ο τότε διευθυντής του Δημοτικού Σχολείου Καμαρίνας, Γεώργιος Σακκάς, πρότεινε τη δημιουργία του. Σε σύντομο χρονικό διάστημα, την 1η Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους, ο τότε Νομάρχης Πρέβεζας έκανε έκκληση, μέσω των δημάρχων και κοινοταρχών, για έρανο, το παράδειγμα του οποίου ακολούθησε αργότερα και ο επιθεωρητής δημοτικών σχολείων της Πρέβεζας, απευθυνόμενος προς όλα τα σχολεία της περιφέρειας. Στις 29 Οκτωβρίου 1950 και, ενώ ο έρανος συνεχιζόταν σε πανελλήνια κλίμακα, πραγματοποιήθηκε η συμβολική θεμελίωση του μνημείου. Την 1η Μαΐου 1953, και ενώ έχει συγκεντρωθεί κάποιο χρηματικό ποσό, το Υπουργείο Παιδείας προκήρυξε πανελλήνιο διαγωνισμό μεταξύ γλυπτών και αρχιτεκτόνων, για το Μνημείο, και τελικά βραβεύτηκε η μελέτη του Πάτροκλου Καραντινού και του Γεωργίου Ζογγολόπουλου, η οποία προέβλεπε μια κατασκευή από λιθοδομή στηριζόμενη σε σκελετό από οπλισμένο σκυρόδεμα.
Επίσημα οι εργασίες κατασκευής του έργου ξεκίνησαν τον Ιούλιο του 1954 αλλά, εξαιτίας της ακαταλληλότητας των λίθων, διακόπηκαν για τη διενέργεια έρευνας νέου πετρώματος. Σύντομα επιλέχθηκε το νέο πέτρωμα (υπόλευκος λίθος χωρίς νερά και κομμούς) και άρχισε η μεταφορά του από τοποθεσία 16 χλμ. βόρεια των Ιωαννίνων. Τα υπόλοιπα υλικά (άμμος, χαλίκι, τσιμέντο, νερό, ξυλεία) μεταφέρθηκαν στην κορυφή του βράχου αρχικά με τα χέρια και μουλάρια της Καμαρίνας αλλά αργότερα κατασκευάστηκε για τον σκοπό αυτό εναέριος μηχανισμός μήκους 270 μέτρων. Το 1955 οι εργασίες διακόπηκαν ξανά, γι’ αυτό και στις 30 Απριλίου ο Γενικός Διοικητής Ηπείρου απηύθυνε έκκληση προς τους δημάρχους, κοινοτάρχες και διευθυντές των σχολείων για νέο έρανο για την αποπεράτωση του μνημείου. Τον Μάρτιο του 1957 εγκρίθηκε η συνέχιση των εργασιών, με τη βοήθεια αυτή τη φορά και του στρατού, προκειμένου να προχωρήσουν τα σχέδια υλοποίησης του έργου (ΜΟΜΑ). Τη γενική εποπτεία ανέλαβαν ο Γεώργιος Ζογγολόπουλος και ο Πάτροκλος Καραντινός, ενώ την τεχνική εφαρμογή, ύστερα από πρόταση των μελετητών, ο μαρμαροτεχνίτης Ελευθέριος Γυφτόπουλος. Μαρμάρινη πλάκα στη βάση του μνημείου μνημονεύει τα ονόματα και των τριών αυτών συντελεστών: «Γεώργιος Ζογγολόπουλος γλύπτης, Πάτροκλος Καραντινός αρχιτέκτων, τεχνική επιμέλεια Ελευθέριος Γυφτόπουλος». Οι εργασίες ως την ολοκλήρωση διήρκεσαν αυτή τη φορά τέσσερα περίπου χρόνια (1957-1960).