Γιούρι Γκριγκορόβιτς: Ο «θρύλος των Μπολσόι» – Τα επιτεύγματα, η σοβιετική λογοκρισία και η αλλαγή στο φινάλε της «Λίμνης των Κύκνων»

Ένας θρύλος που έγραψε ιστορία και μας χάρισε αριστουργήματα στον χώρο του μπαλέτου
«Έφυγε» από τη ζωή σε ηλικία 98 ετών, ο σπουδαίος χορογράφος και «θρύλος των Μπολσόι» Γιούρι Γκριγκορόβιτς. Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους χορογράφους του 20ού αιώνα και υπηρέτησε ως καλλιτεχνικός διευθυντής, τα μπαλέτα του οποίου καθόρισαν μια εποχή που καθόρισε για πολλά χρόνια την ανάπτυξη του μπαλέτου στη Ρωσία.
Την είδηση έκανε γνωστή ο βοηθός του Αλεξάντερ Κολέσνικοφ μιλώντας στο πρακτορείο ειδήσεων TASS.
Η ημερομηνία και ο τόπος του αποχαιρετισμού θα ανακοινωθούν αργότερα.
Πέθανε ο σπουδαίος Γιούρι Γκριγκόροβιτς
Το όνομα του είναι συνώνυμο με τις επιτυχίες στο μπαλέτο, αφήνοντας ανεξίτηλο το στίγμα του με πρωτοποριακές παραγωγές και τολμηρή καλλιτεχνική προσέγγιση.
Με αφορμή τον θάνατό του, το Athensmagazine.gr σας παρουσιάζει ένα αφιέρωμα για αυτή την κορυφαία μορφή της Τέχνης.
Οι παραγωγές του Γκριγκορόβιτς στα Μπολσόι περιλάμβαναν την Ωραία Κοιμωμένη (1965), τον Καρυοθραύστη (1966), τον Σπάρτακο (1968), τη Λίμνη των Κύκνων (1969), τον Ιβάν τον Τρομερό (1975) και την Ανγκάρα (1976).
Καθ’ όλη τη διάρκεια του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα, το όνομά του έγινε συνώνυμο των Μπολσόι και είναι απίστευτο πως ο ακούραστος χορογράφος που διανύει πλέον τη δέκατη δεκαετία ζωής του διαθέτει ακόμα ενέργεια, διαύγεια και ιδέες για την τέχνη του.
Ανακηρύχθηκε Λαϊκός Καλλιτέχνης της Ρωσικής Σ.Φ.Σ.Ρ. (1966) και έλαβε το Βραβείο Λένιν (1970) και το Κρατικό Βραβείο (1977). Ήταν επίσης ο αρχισυντάκτης της Εγκυκλοπαίδειας του Μπαλέτου. Το 1995 ο Γκριγκόροβιτς αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τη θέση του στα Μπολσόι εν μέσω κατηγοριών ότι είχε επιτρέψει στην ομάδα να μείνει καλλιτεχνικά στάσιμη κατά την τελευταία δεκαετία της μακράς θητείας του. Ωστόσο, το 2008 επέστρεψε στα Μπολσόι, υπηρετώντας ως χορογράφος.
Τα πρώτα βήματα
Οι οικογενειακές του καταβολές του έδωσαν το έναυσμα να ασχοληθεί με το μπαλέτο, σίγουρα όμως τον δυσκόλεψαν παράλληλα στην καλλιτεχνική του σταδιοδρομία στη Σοβιετική Ένωση. Γεννημένος στις 2 Ιανουαρίου 1927, ο Γκριγκορόβιτς ήταν εγγονός του ναυάρχου της Ρωσικής Αυτοκρατορίας Alfred Rozay και ανιψιός του χορευτή των Μαρίνσκι Georgy Rozai.
Έλαβε την αρχική του εκπαίδευση στη σχολή μπαλέτου της γενέτειράς του, της Αγίας Πετρούπολης (τότε Λένινγκραντ), στο αρχαιότερο ρωσικό ίδρυμα χορού, που ιδρύθηκε το 1738, και ξεκίνησε ως σολίστ στο Κίροφ (που αργότερα μετονομάστηκε σε Μαρίνσκι και μαζί με τα Μπολσόι αποτελούν δύο από τα σημαντικότερους θεσμούς κλασικού χορού διεθνώς). Εκεί παρέμεινε μέχρι το 1961, οπότε και παράτησε τον χορό για χάρη της χορογραφίας.
Εν τω μεταξύ, είχε γίνει διάσημος ως χορογράφος μέσα σε μια νύχτα, το 1957, με το ανέβασμα του έργου «Το Πέτρινο Λουλούδι» που βασιζόταν σε παραδοσιακά παραμύθια από τα Ουράλια. Η παραγωγή εκείνη θεωρήθηκε απίστευτα καινοτόμα για την εποχή, καθώς κατέρριπτε τους ξεπερασμένους κανόνες που ίσχυαν στο χοροθέατρο και προσπαθούσαν να μετατρέψουν το μπαλέτο σε μια στρωτή αφήγηση της καθημερινότητας, μέσω της κλασικής χορογραφίας που ήταν το κύριο μέσο έκφρασης.
Εκείνο το έργο έκανε γνωστούς πολλούς χορευτές που αργότερα θα γίνονταν μεγάλα αστέρια, ενώ δύο χρόνια μετά μεταφέρθηκε στα Μπολσόι και έγινε μία από τις πρώτες μεγάλες δουλειές στις οποίες συμμετείχαν ως σολίστ οι θρύλοι Ekaterina Maximova και Vladimir Vasiliev.
Ο πρωτοποριακός χορογράφος
Οι νεωτερισμοί συνεχίστηκαν με την επόμενή του δουλειά, τον «Θρύλο της Αγάπης» που βασιζόταν στο δημοφιλές περσικό παραμύθι του Φαράντ και της Σιρίν. Μαζί με τον σκηνογράφο Simon Virsaladze ανακάλυψαν μια νέα φόρμα, αυτή της παραβολής, κατά την οποία ανάμεσα στους μονολόγους των χαρακτήρων παρεμβάλλονται μεγάλα κομμάτια ανσάμπλ.
Ωστόσο, η διάθεσή του για δραστικές αλλαγές που θα ανανέωναν το ακαδημαϊκό μπαλέτο, δεν μπορούσε να λειτουργήσει χωρίς περισπασμούς, καθώς το Κίροφ ήταν υπό την εποπτεία του Κονταντίν Σεργκέγιεφ, ο οποίος ήταν αντίθετος σε αυτές.
Μεταξύ των δύο καλλιτεχνών λέγεται πως είχε ξεσπάσει τότε ένας «ψυχρός πόλεμος», του οποίου την έκβαση (ευτυχώς) δεν θα μάθουμε ποτέ, καθώς αυτές οι παραγωγές χάρισαν στον Γκριγκορόβιτς καθολική αναγνώριση και το 1964 βρέθηκε στην πρώτη γραμμή των –επίσης διαβόητων για τις παρασκηνιακές τους ιστορίες– Μπολσόι, ως αρχιχορογράφος, αναλαμβάνοντας παράλληλα και την καλλιτεχνική τους διεύθυνση.
Υπό την καθοδήγησή του ο ρωσικός θεσμός γίνεται συνώνυμο της καλλιτεχνικής υπεροχής στο μπαλέτο, γνωρίζοντας πρωτοφανή άνθηση και απολαμβάνοντας διεθνές κύρος.
Συνεχίζοντας να μεταχειρίζεται την έννοια της παραβολής προς όφελος μιας νέας χορευτικής γλώσσας και δραματουργίας, ο Γκριγκορόβιτς λανσάρει τη νέα του ιδιότητα με μια τολμηρή βερσιόν του «Καρυοθραύστη», όπου το διάσημο παιδικό παραμύθι του Τσαϊκόφσκι λαμβάνει φιλοσοφικές διαστάσεις σε αυτό που κατά γενική ομολογία έμελλε να αποτελέσει το καλύτερο ανέβασμα στην ιστορία του έργου.
Στην πρεμιέρα του βρέθηκαν στους βασικούς ρόλους και πάλι οι Maximova και Vasiliev, χορευτές που ανήκαν στην ομάδα που έγινε γνωστή ως «η γενιά του Γκριγκορόβιτς». Δούλεψαν μαζί του πάνω σε νέες φόρμες, στις οποίες κάθε τεχνικό επίτευγμα εξελισσόταν σε πραγματική αποκάλυψη, εκτοξεύοντας το κλασικό μπαλέτο σε νέα επίπεδα καλλιτεχνικής βιρτουοζιτέ.
Η αναγνώριση και από το ΚΚΕ αλλά και η σύγκρουση
Παρ’ ότι ο ίδιος δεν ήταν μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος, οι Σοβιετικοί ηγέτες αναγνώριζαν το έργο του, τιμώντας τον με δύο σημαντικά βραβεία: το βραβείο Λένιν για τον «Σπάρτακο» και το κρατικό βραβείο για το «Angara». Στη διάρκεια της πορείας του συνέλεξε πάνω από 40 βραβεία και τιμητικούς τίτλους για την προσφορά του στην τέχνη και τη διάδοση του ρωσικού πολιτισμού, μεταξύ των οποίων εκείνοι του Εθνικού Καλλιτέχνη της Ρωσίας (1973) και του Εθνικού Ήρωα της Ρωσίας (1986).
Βέβαια, η καλλιτεχνική του ελευθερία δεν ήταν απόλυτη και η σοβιετική λογοκρισία δεν θα μπορούσε να μην τον αγγίξει. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της «Λίμνης των Κύκνων» που ο Γκριγκορόβιτς διασκεύασε το 1969. H τότε Σοβιετική υπουργός Πολιτισμού, Ekaterina Furtseva, διαβόητη για τις αμφιλεγόμενες τακτικές της και έχοντας συχνά κατηγορηθεί για αμορφωσιά, τον ανάγκασε να αλλάξει το τραγικό φινάλε του έργου.
Έτσι σε αυτή τη βερσιόν που βασίστηκε στη θρυλική χορογραφική και μουσική αναβίωση του έργου από τους Μάριους Πετιπά και Λεφ Ιβάνοφ (1895), η Οντέτ δεν πεθαίνει στο τέλος, αλλά η ιστορία της επιφυλάσσει happy end, πλάι στον πρίγκιπα Ζίγκφριντ! Μόλις το 2001, ο Γκριγκορόβιτς κατάφερε να επαναφέρει την αυθεντική τελική σκηνή στο έργο.
Σαφώς, με την πάροδο των δεκαετιών, ο ακούραστος καινοτόμος αναπόφευκτα είχε αρχίσει να χάνει τη φρεσκάδα του και τη διάθεσή του για πειραματισμό, καθώς η νέα γλώσσα που είχε εφεύρει είχε πλέον καθιερωθεί και μετατραπεί σε φόρμουλα. Από τα πρώτα έργα του που λαμβάνουν αντικρουόμενα σχόλια είναι το ανέβασμα του «Ιβάν του Τρομερού» το 1975. Παράλληλα, επί πολλά χρόνια, τα Μπολσόι συνεχίζουν να ανεβάζουν τις δικές του παραγωγές, αφήνοντας πολύ λίγο χώρο για άλλους δημιουργούς, ενώ η απεριόριστη ελευθερία του και ο συγκεντρωτισμός του, τόσο ως καλλιτεχνικού διευθυντή όσο και ως αρχιχορογράφου, αρχίζουν να ενοχλούν.
Το άλλοτε τρομερό παιδί με τις νεωτεριστικές ιδέες έχει εξελιχθεί σε έναν συντηρητικό μονάρχη, καθώς χαρακτηρίζεται ιδιοφυΐα από πολλούς και «καλλιτεχνικός δικτάτορας» από άλλους (όπως σε εκείνο το χαρακτηριστικό άρθρο του Spiegel που τον κατηγορούσε για απολυταρχισμό), ενώ στις αρχές των ’90s, τα Μπολσόι φιλοξενούν μονίμως ίντριγκες και διαμαρτυρίες.
Έπειτα από εκτεταμένα σχόλια για την «καλλιτεχνική στασιμότητα» στην οποία έχει υποπέσει ο θεσμός κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας της θητείας του κι ενώ διαρρέουν φήμες ότι το ρωσικό υπουργείο Πολιτισμού αναζητά τον αντικαταστάτη του, ο Γιούρι Γκριγκορόβιτς αναγκάζεται να παραιτηθεί «με τη θέλησή του» από την κεφαλή των Μπολσόι, το 1995, και να αποχωρήσει.
Ο ίδιος έχει ήδη εστιάσει την προσοχή του σε νέα ανεβάσματα κλασικών έργων όπως η «Ωραία Κοιμωμένη» και η «Ζιζέλ» και ξεκινά συνεργασίες με άλλους θεσμούς, ιδρύοντας παράλληλα τη δική του ομάδα, την Grigorovich Ballet Theatre, με βάση το Κρασνοντάρ του ρωσικού νότου όπου και έχει μετακομίσει από τη Μόσχα. Από το 1995 μέχρι τον θάνατό της το 2008, η σύζυγός του και πρώην πρίμα μπαλαρίνα Natalia Bessmertnova συμμετείχε στις παραγωγές του ως υπεύθυνη της διδασκαλίας των χορευτών.
Η πορεία του βέβαια θα ξαναδιασταυρωθεί σύντομα με τα Μπολσόι, όταν, το 2001, ο Γκριγκορόβιτς επιστρέφει ως μέλος της ομάδας χορογράφων. Έκτοτε μοιράζει τον χρόνο του ανάμεσα στη Μόσχα και το δικό του δημιούργημα, περιοδεύοντας με παραγωγές σε όλο τον κόσμο και προεδρεύοντας σε κριτικές επιτροπές για διεθνείς διαγωνισμούς κλασικού μπαλέτου.
Στο Ηρώδειο ο Γκριγκορόβιτς
Το 2018, ο θρυλικός χορογράφος επέστρεψε στο Ηρώδειομε ένα από τα πιο αναγνωρισμένα έργα του, τον «Σπάρτακο», σε μουσική σύνθεση του αρμενικής καταγωγής Ρώσου συνθέτη Αράμ Χατσατουριάν. Το μπαλέτο βασίζεται σε πραγματικά ιστορικά γεγονότα και η χορογραφία του Γκριγκορόβιτς είναι ιδιαίτερα απαιτητική τεχνικά, με σημεία ακροβατικά που κόβουν την ανάσα.
Η παρουσίασή του στην Αθήνα έγινε στο πλαίσιο της περιοδείας για τα 50 χρόνια από την πρεμιέρα του έργου στα Μπολσόι (στο Ηρώδειο είχε παρουσιαστεί ξανά το 1977). Ο ίδιος έχει δηλώσει στο παρελθόν πως θεωρεί το Ηρώδειο το ιδανικό σκηνικό γι’ αυτή την παράσταση, την όποια προετοιμάζει κάθε φορά με βάση αυτό το θέατρο.