Παγκόσμια Ημέρα κατά του Ρατσισμού: Η σφαγή που συνέβη σαν σήμερα (21 Μαρτίου 1960) και την καθιέρωσε

Από εκείνη τη μέρα τίποτα δε θα ήταν πια ίδιο
Η Παγκόσμια Ημέρα κατά του Ρατσισμού γιορτάζεται κάθε χρόνο το 1966, έχοντας καθιερωθεί από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ σε ανάμνηση ενός τραγικού συμβάντος, που είχε λάβει τόπο προ εξαετίας και συγκλόνισε την παγκόσμια κοινή γνώμη, ενώ τη συγκεκριμένη ημέρα δεν είναι το μόνο θέμα προς παγκόσμια μνήμη.
Στις 21 Μαρτίου του 1960 η αστυνομία της ρατσιστικής Νοτίου Αφρικής πυροβόλησε εν ψυχρώ κατά μιας διαδήλωσης φοιτητών στην πόλη Σάρπβιλ, με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους 70 άνθρωποι. Οι νεαροί διαδηλωτές διαμαρτύρονταν ειρηνικά κατά των νόμων του Απαρτχάιντ, που είχε επιβάλλει το καθεστώς της λευκής μειοψηφίας στη χώρα, εφαρμόζοντας τη θεωρία της ανισότητας ανάμεσα στις φυλές.
Ο ΟΗΕ μάς καλεί αυτή τη μέρα να ενώσουμε τις φωνές μας για τα θύματα του ρατσισμού, των φυλετικών διακρίσεων, της ξενοφοβίας και της μισαλλοδοξίας.
Τι συνέβη πριν και μετά τη σφαγή στο Σάρπβιλ
Η Νότια Αφρική λόγω του ορυκτού της πλούτου και της κομβικής στο θαλάσσιο εμπόριο γεωγραφικής της θέσης αποτέλεσε για αιώνες μήλον της έριδος για τις αποικιοκρατικές δυνάμεις.
Η πλειοψηφία των μαύρων γηγενών βρίσκονταν υπό τη συνεχή κυριαρχία λευκών μειονοτήτων, οι οποίες προσπαθούσαν με απολυταρχισμό να διατηρήσουν την εξουσία. Έτσι, στα μέσα του 20ου αιώνα κάνει την εμφάνισή της η πολιτική του απαρτχάιντ.
Απαρτχάιντ, στη γλώσσα Aφρικάανς και τα ολλανδικά σημαίνει διαχωρισμός και αφορούσε ένα βάναυσο σύστημα περιορισμού των δικαιωμάτων των μαύρων κατοίκων που εφάρμοσαν οι λευκές κυβερνήσεις της Νότιας Αφρικής από το 1948 ως και την επίσημη κατάργησή του στις 30 Ιουνίου του 1991.
Σύμφωνα με το σύστημα αυτό, ο πληθυσμός της χώρας, χωρίστηκε σε λευκούς, ασιάτες, μιγάδες και μαύρους.
Κύρια χαρακτηριστικά του απαρτχάιντ ήταν η προστασία της καθημερινής ζωής των Λευκών από την οποιαδήποτε επαφή και συναναστροφή τους με μη-λευκούς αλλά και η διοικητική διαίρεση της χώρας σε συγκεκριμένες ζώνες με βάση καθαρά φυλετικά κριτήρια.
Χιλιάδες μαύρων νοτιοαφρικανών υποχρεώθηκαν να ζήσουν εγκλωβισμένοι σε περιορισμένες περιοχές με ελάχιστες δυνατότητες εξασφάλισης αξιοπρεπών συνθηκών διαβίωσης.
Ήδη από το 1952, οι αρχές είχαν επιβάλλει τους λεγόμενους «pass laws» (νόμοι για το πάσο). Σύμφωνα με τη ρατσιστική αυτή νομοθεσία, οι μαύροι κάτοικοι της Νότιας Αφρικής προκειμένου να μπορούν να κυκλοφορούν στον δρόμο, θα έπρεπε να έχουν πάντοτε μαζί τους, ένα είδους διαβατηρίου που περιείχε λεπτομερέστατη καταγραφή των προσωπικών τους στοιχείων.
Τον Μάρτιο του 1960, και καθώς η καταπίεση των μαύρων αυξανόταν ραγδαία, οι αφρικανικές οργανώσεις, Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο (ANC) και Παναφρικανικό Κογκρέσο (PAC) που μάχονταν για τα δικαιώματα των μαύρων στη Νότια Αφρική, οργάνωσαν διαδηλώσεις και πορείες διαμαρτυρίας.
Ένα από τα κεντρικότερα αιτήματα της περιόδου εκείνης ήταν και η κατάργηση των «pass laws» και η εκστρατεία ονομάστηκε «antipass campaign». Το PAC προγραμμάτισε ειρηνική πορεία διαμαρτυρίας για τις 21 Μαρτίου 1960, καλώντας τους μαύρους συμμετέχοντες να αφήσουν στα σπίτια τους τα πάσα τους και να συγκεντρωθούν έξω από αστυνομικά τμήματα, θέτοντας εαυτούς στη διάθεσή των αρχών.
Διαβάστε επίσης
Απώτερος στόχος του τρόπου αυτού διαμαρτυρίας ήταν να συλληφθούν τόσοι πολλοί μαύροι, ώστε ο συνωστισμός τους στα κρατητήρια να παραλύσει το σύστημα.
Η διαμαρτυρία όμως στο Σάρπβιλ εξελίχθηκε σε σφαγή. Οι ζωές των μαύρων άξιζαν τόσο λίγο για τις αστυνομικές αρχές, που οι άνδρες του τοπικού αστυνομικού τμήματος, όταν η ένταση αυξήθηκε, δεν δίστασαν να ανοίξουν πυρ κατά του πλήθους. Εξήντα εννέα άνθρωποι έπεσαν νεκροί και 180 τραυματίστηκαν.
Η σφαγή του Σάρπβιλ, σόκαρε τη διεθνή κοινή γνώμη κάνοντάς την να δει με μεγαλύτερο ενδιαφέρον, το θέμα του ρατσισμού στη Νότια Αφρική. Δυστυχώς όμως όχι με τρόπο τόσο δυναμικό ώστε να δοθεί άμεσα και η οριστική λύση.
Μάλιστα, το 1961, ως απάντηση στη Σφαγή του Σάρπβιλ, το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο, που έχει εν τω μεταξύ τεθεί υπό απαγόρευση, ιδρύει παραστρατιωτική οργάνωση με το όνομα το «Δόρυ του Έθνους» και ξεκινάει την ένοπλη δράση έναντια στην Νοτιοαφρικανική κυβέρνηση.
Η Νότιος Αφρική βρέθηκε, λόγω του απαρτχάιντ, και του ρατσισμού των λευκών κατά των μαύρων στη δίνη αποτρόπαιων πράξεων και συγκρούσεων.
Από τη μία το νοτιοαφρικανικό κράτος των λευκών δολοφονούσε, βασάνιζε και υποχρέωνε τους μαύρους κατοίκους να ζουν σε άθλιες συνθήκες και από την άλλη, το «Δόρυ του Έθνους» προχωρούσε σε δολοφονικές επιθέσεις αντεκδίκησης κατά λευκών. Στόχοι του, μάλιστα, ορισμένες φορές, δεν ήταν μόνο οι στρατιωτικές και αστυνομικές αρχές αλλά και λευκοί πολίτες.
Το 1962 ο Νέλσον Μαντέλα, ηγετικό στέλεχος του ANC, συλλαμβάνεται και δύο χρόνια μετά καταδικάζεται σε ισόβια κάθειρξη. Φυλακισμένος σχεδόν για τρεις δεκαετίες ο Μαντέλα δεν σταμάτησε να μάχεται ενάντια στις φυλετικές διακρίσεις. Η δράση του, σε συνδυασμό με την ολοένα και πιο βίαιη στάση της νοτιοαφρικανικής κυβέρνησης θα προκαλέσει το παγκόσμιο ενδιαφέρον.
Τελικά, τον Φεβρουάριο του 1990, ο Πρόεδρος της Νότιας Αφρικής, Φρεντερίκ ντε Κλερκ, αίρει την απαγόρευση του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου ενώ ύστερα από 27 χρόνια στη φυλακή, ο Νέλσον Μαντέλα απελευθερώνεται.
Στις 10 Μαΐου 1994 γίνονται οι πρώτες εκλογές στις οποίες έχουν δικαίωμα ψήφου και οι μαύροι πολίτες, ο Νέλσον Μαντέλα εκλέγεται νέος πρόεδρος της Νότιας Αφρικής και γίνεται ο πρώτος μαύρος πρόεδρος στην ιστορία της χώρας.
Ο Νέλσον Μαντέλα δεν κατάφερε μόνο να οδηγήσει το Απαρτχάιντ, στο τέλος του, κατάφερε και κάτι…ακόμα δυσκολότερο: να ενώσει τη χώρα του και τον λαό του ύστερα από αιώνες αιματοχυσίας. Toν Απρίλιο του 1964, κατά τη διάρκεια της δίκης που θα τον οδηγούσε στη φυλακή για 27 χρόνια, είχε δηλώσει:
«Έχω αγωνιστεί κατά της λευκής κυριαρχίας και έχω αγωνιστεί κατά της μαύρης κυριαρχίας. Προστατεύω το ιδανικό μιας δημοκρατικής και ελεύθερης κοινωνίας στην οποία όλοι οι άνθρωποι θα ζουν μαζί αρμονικά και με ίσες ευκαιρίες. Είναι ένα ιδανικό που ελπίζω να ζήσω για να το πετύχω, αλλά αν χρειαστεί, είναι ένα ιδανικό για το οποίο είμαι προετοιμασμένος να πεθάνω» Ο Νέλσον Μαντέλα έφυγε από τη ζωή, σε ηλικία 95 ετών, στις 5 Δεκεμβρίου 2013.