Σαν σήμερα 22 Μαϊου 1967: Ανακαλύπτεται το πτώμα του καταζητούμενου από τη χούντα Νικηφόρου Μανδηλαρά

Θεωρείται βέβαιη η δολοφονία του από όργανα του καθεστώτος
Στις 22 Μαΐου 1967, σε μια παραλία της Ρόδου, ανακαλύπτεται το πτώμα του Νικηφόρου Μανδηλαρά, δικηγόρου υπεράσπισης στη δίκη για την υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ και καταζητούμενου από τη χούντα. Παρόλο που οι Αρχές αποδίδουν τον θάνατό του σε πνιγμό, η δολοφονία του από το καθεστώς θεωρείται σχεδόν βέβαιη.
Ο Νικηφόρος Μανδηλαράς γεννήθηκε στην Κόρωνο της Νάξου στις 19 Φεβρουαρίου 1928. Σε ηλικία μόλις 18 ετών είχε ήδη καταχωρηθεί στην Ασφάλεια Σύρου με φάκελο πολιτικών φρονημάτων, όπου περιγραφόταν ως άτομο «εμφορούμενο υπό κομμουνιστικών φρονημάτων και δη με πλήρη κομμουνιστικήν κατάρτισιν».
Φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών από το 1948 έως το 1954 και ξεκίνησε να ασκεί τη δικηγορία στην Αθήνα το 1956. Παράλληλα με τη δικηγορική του καριέρα, υπήρξε αρθρογράφος σε αθηναϊκές εφημερίδες, συνδυάζοντας την επαγγελματική του δραστηριότητα με την ενεργό δημόσια παρουσία.
Στις εκλογές του 1956, με δηλώσεις και ομιλίες του στη Νάξο, υποστήριξε το κόμμα της Δημοκρατικής Ένωσης, μια πολιτική συμμαχία που συγκέντρωνε κόμματα και προσωπικότητες από τη Δεξιά (Λαϊκό Κόμμα), το Κέντρο (Κόμμα Φιλελευθέρων) και την Αριστερά (ΕΔΑ), με στόχο την αναχαίτιση της ανόδου της νεοσύστατης ΕΡΕ υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Στις εκλογές του 1958, στράφηκε ανοιχτά προς την ΕΔΑ, συνοδεύοντας τον συντοπίτη του Μανώλη Γλέζο στην προεκλογική του περιοδεία στη Νάξο.
Τον Ιούλιο του 1959, υπηρέτησε ως συνήγορος υπεράσπισης της Βασιλικής Δημητροκάλλη, αδελφής του Μανώλη Γλέζου, καθώς και του συζύγου της, στο στρατοδικείο Αθηνών. Οι κατηγορίες που αντιμετώπιζαν, όπως και ο ίδιος ο Μανώλης Γλέζος, αφορούσαν κατασκοπεία.
Στα τέλη του ίδιου έτους, παντρεύτηκε την Άσπα Καλοδίκη, με την οποία απέκτησε μία κόρη, τη Μαρία-Αριέττα.
Τον Ιανουάριο του 1960, ξεκίνησε την έκδοση της εφημερίδας «Ναξιακά Χρονικά», η οποία το 1966 μετονομάστηκε σε «Κυκλαδικά Χρονικά». Μέσα από τις σελίδες της δημοσίευσε άρθρα που ασχολούνταν με τα οικονομικά και ευρύτερα κοινωνικά προβλήματα των νησιών, συμβάλλοντας έτσι στον δημόσιο διάλογο για την ανάπτυξη και την ευημερία των Κυκλάδων.
Τον Απρίλιο του 1960, συμμετείχε ως συνήγορος υπεράσπισης στη δίκη των 42 ηγετικών στελεχών του ΚΚΕ, ανάμεσά τους και ο Χαρίλαος Φλωράκης, οι οποίοι κατηγορούνταν για κατασκοπεία.
Στις εκλογές του 1961, έθεσε για πρώτη και μοναδική φορά υποψηφιότητα για βουλευτής στις Κυκλάδες, ως ανεξάρτητος υποψήφιος σε συνεργασία με το Πανδημοκρατικό Αγροτικό Μέτωπο (ΠΑΜΕ), έναν συνασπισμό της ΕΔΑ και του Εθνικού Αγροτικού Κόμματος. Ωστόσο, στις εκλογές του 1963, αν και επιδίωξε να είναι υποψήφιος στις Κυκλάδες με την Ένωση Κέντρου, αποκλείστηκε από τους συνδυασμούς του κόμματος λόγω της φήμης του ως φιλοκομμουνιστής.
Η φήμη του εκτοξεύθηκε κατά τη δίκη του ΑΣΠΙΔΑ, όπου ανέλαβε την υπεράσπιση αξιωματικών που διώκονταν με κατηγορίες για απόπειρα εσχάτης προδοσίας, βάσει βουλεύματος του Δικαστικού Συμβουλίου του Διαρκούς Στρατοδικείου Αθηνών. Η δίκη, που διήρκεσε από τις 14 Νοεμβρίου 1966 έως τις 10 Μαρτίου 1967, ανέδειξε τον Μανδηλαρά για την εξαιρετική νομική του κατάρτιση, τις τεκμηριωμένες αγορεύσεις του και την έντονη μαχητικότητά του.
Με την επιβολή της δικτατορίας στις 21 Απριλίου, ο Μανδηλαράς κατάφερε να αποφύγει τη σύλληψη και επιχείρησε να διαφύγει στο εξωτερικό, με σκοπό να οργανώσει αντίσταση κατά του δικτατορικού καθεστώτος. Στις 17 Μαΐου 1967, επιβιβάστηκε στο πλοίο «Ρίτα Β.», με προορισμό την Αμμόχωστο της Κύπρου.
Ωστόσο, μία εβδομάδα αργότερα, το πτώμα του βρέθηκε σε ακτή της Ρόδου. Στις 23 Μαΐου, η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι «εξεβράσθη πτώμα ανδρός, αγνώστων στοιχείων» και την επόμενη ημέρα ενημέρωσε ότι το πτώμα «ανεγνωρίσθη ως του δικηγόρου Μανδηλαρά».
Η κηδεία του πραγματοποιήθηκε στις 24 Μαΐου στη Ρόδο, παρουσία τριών φίλων του δικηγόρων, ενός θείου του και πλήθους χωροφυλάκων. Σύμφωνα με την ιατροδικαστική έκθεση που υπέγραψαν οι ιατροδικαστές Δημήτριος Καψάσκης και Γεώργιος Αγιουτάντης, ο Μανδηλαράς πνίγηκε στην προσπάθειά του να φτάσει στις ακτές της Ρόδου, αφού είχε τραυματιστεί στο κεφάλι κατά την κάθοδό του από το πλοίο στη θάλασσα.
Διαβάστε επίσης
Ο πλοίαρχος του πλοίου «Ρίτα Β.», Πέτρος Πόταγας, οδηγήθηκε σε δίκη με κατηγορία ανθρωποκτονίας εξ αμελείας. Στην πρωτόδικη απόφαση (31 Μαΐου), καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 27 μηνών, ενώ η τελεσίδικη απόφαση (12 Δεκεμβρίου) μείωσε την ποινή του σε 12 μήνες. Αν και ο Πόταγας επρόκειτο να εξαγοράσει την ποινή του, έναν μήνα αργότερα βρέθηκε νεκρός στη Νότιο Αφρική.
Από τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης επιδιώχθηκε η δικαστική διερεύνηση του θανάτου του Μανδηλαρά. Ήταν πνιγμός ή δολοφονία από όργανα της χούντας;
Στις 24 Απριλίου 1986, το Συμβούλιο Εφετών, με το βούλευμα 731, χαρακτήρισε τον θάνατο του Μανδηλαρά ως ανθρωποκτονία εκ προθέσεως. Το βούλευμα κατονόμαζε ως ηθικούς αυτουργούς τα ηγετικά στελέχη της χούντας, Ιωάννη Λαδά και Κώστα Παπαδόπουλο (αδελφό του δικτάτορα), ενώ επέρριπτε ευθύνες σε στελέχη του Λιμενικού Σώματος και στον τότε αρχηγό της ΚΥΠ. Παράλληλα, αναφερόταν η ύπαρξη επαρκών στοιχείων για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος. Ωστόσο, παρά τις αποκαλύψεις, η έρευνα δεν απέδωσε καρπούς, και η υπόθεση αρχειοθετήθηκε οριστικά.