ΑΡΧΙΚΗ LIFE RETROMANIA

«Λευτεριά σίμωσε και κλάψε εις του Μπάιρον του κορμί»: Όταν ο σπουδαίος Λόρδος Βύρων άφηνε στο Μεσολόγγι την τελευταία του πνοή

Ο Λόρδος Βύρων

Ένας από τους πιο ξακουστούς φιλέλληνες στην ιστορία

Ο Λόρδος Βύρων, ή όπως είναι γνωστός στην Ελλάδα, ο Τζορτζ Γκόρντον Μπάιρον, 6ος Βαρώνος Μπάιρον (George Gordon Byron, 6th Baron Byron), υπήρξε ένας από τους κορυφαίους Άγγλους ποιητές του ρομαντισμού και ένας από τους πιο ένθερμους φιλέλληνες, που θυσίασε τη ζωή του για την ελευθερία της Ελλάδας στο Μεσολόγγι. Γεννήθηκε στις 22 Ιανουαρίου 1788 στο Λονδίνο σε αριστοκρατική οικογένεια και από μικρή ηλικία έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη γνώση και τη λογοτεχνία, αλλά και τον έρωτα που βρήκε ειδικά στην χώρα μας.

Ακολουθώντας μια λαμπρή εκπαίδευση σε ανώτερα αγγλικά κολέγια, ο Βύρων μελέτησε ελληνικά και λατινικά, ενώ παράλληλα ταξίδευε σε διάφορες χώρες, διευρύνοντας τους πνευματικούς του ορίζοντες. Σε ηλικία μόλις 21 ετών, εξελέγη βουλευτής στο βρετανικό κοινοβούλιο, όπου συχνά ερχόταν σε αντίθεση με τους υπόλοιπους λόρδους, καθώς υποστήριζε θέματα που αφορούσαν την εργατική τάξη.

Το 1809 επισκέφθηκε για πρώτη φορά την Ελλάδα, ξεκινώντας ένα ταξίδι που τον οδήγησε σε ιστορικούς τόπους όπως η Πάτρα, η Πρέβεζα, η Νικόπολη, η Άρτα, τα Ιωάννινα και το Τεπελένι, όπου φιλοξενήθηκε από τον Αλή Πασά. Στη συνέχεια, επισκέφθηκε το Αίγιο, τους Δελφούς, τη Λιβαδειά, την Αθήνα, όπου παρέμεινε για δύο μήνες, καθώς και την αρχαία Τροία και την Κωνσταντινούπολη.

Ο Βύρων μαγεύτηκε από την απαράμιλλη φυσική ομορφιά της Ελλάδας και τα αρχαιολογικά μνημεία της. Κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του, έγραψε εξαίρετα ποιήματα που αποτύπωναν την καλλιτεχνική του ευαισθησία. Το αριστούργημά του, «Το Προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ», περιλαμβάνει υπέροχες περιγραφές της Ηπείρου, ενώ ξεχωρίζει ένα ποίημα, εμπνευσμένο από μια θύελλα που τον βρήκε στη Ζίτσα.

Στο Σούνιο συνέθεσε το ποίημα «Νησιά της Ελλάδας», όπου αποτυπώνει τις εντυπώσεις του από τη χώρα και την αρχαία Τροία. Η αγανάκτησή του για την αρπαγή των μαρμάρων του Παρθενώνα από τον λόρδο Έλγιν τον οδήγησε στη δημιουργία του ποιήματος «Η Κατάρα της Αθηνάς». Άλλα σημαντικά έργα του περιλαμβάνουν τη «Νύμφη της Αβύδου», τα «Τουρκικά Παραμύθια» και το αριστούργημα «Δον Ζουάν», που θεωρείται ίσως η κορυφαία του δημιουργία.

Μέσα από τα ποιήματά του, ο Βύρων έγινε διάσημος στην Αγγλία και η φήμη του εξαπλώθηκε παγκοσμίως, εδραιώνοντάς τον όχι μόνο ως ποιητική ιδιοφυΐα αλλά και ως σύμβολο της φιλελληνικής ιδεολογίας.

Ο Λόρδος Βύρων με την ταραχώδη ζωή και την ηρωική του στάση στο Μεσολόγγι

Ο Βύρων ήταν ένας εντυπωσιακός άνδρας, με πυκνά, πυρόξανθα, σγουρά μαλλιά και επιβλητική παρουσία, παρά το γεγονός ότι υπέφερε από μια ελαφριά χωλότητα στο δεξί του πόδι. Οι ερωτικές του περιπέτειες αποτέλεσαν θρύλο στο Λονδίνο, ενώ η περιφρόνησή του για τις κοινωνικές συμβάσεις συχνά προκαλούσε μικρά και μεγάλα σκάνδαλα. Από τον σύντομο γάμο του με την Αναμπέλα Μίλμπανκ απέκτησε μία κόρη, την Άντα Λάβλεϊς, η οποία έγινε διάσημη μαθηματικός και θεωρείται πρωτοπόρος της πληροφορικής. Επίσης, από τη σχέση του με την Κλερ Κλέμοντ απέκτησε μία ακόμη κόρη, την Κλάρα Αλέγκρα, που δυστυχώς έφυγε από τη ζωή σε ηλικία μόλις πέντε ετών.

Όταν ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση, ο Βύρων, γνωστός για το ποίημά του «Η Προφητεία του Δάντη» που καταδίκαζε τα τυραννικά καθεστώτα και εξέφραζε τη συμπαράστασή του στους απελευθερωτικούς αγώνες, έδειξε άμεσα ενδιαφέρον. Το 1823 έγινε μέλος του «Φιλελληνικού Κομιτάτου», ενός συλλόγου Άγγλων φιλελευθέρων που στόχευαν στην ενίσχυση των Ελλήνων επαναστατών. «Αποφάσισα να πάω στην Ελλάδα. Είναι το μοναδικό μέρος όπου ένιωσα πραγματική ευχαρίστηση. Αν είμαι ποιητής, το οφείλω στον αέρα της Ελλάδας», έγραφε σε έναν φίλο του.

Στις 3 Αυγούστου 1823 έφτασε στο Αργοστόλι. Η πολιτική διχόνοια που επικρατούσε τότε στους Έλληνες τον στενοχώρησε βαθιά. Παρά την αναμονή του να σταματήσουν οι διχόνοιες, αυτό δεν συνέβη. Ως διορισμένος αντιπρόσωπος του «Φιλελληνικού Κομιτάτου», μοίρασε στους επαναστάτες εφόδια που είχαν σταλεί από το Λονδίνο, ενώ από δικά του χρήματα παραχώρησε 4.000 λίρες στον Μαυροκορδάτο για τη συντήρηση του στόλου.

Στις 5 Ιανουαρίου 1824 έφτασε στο Μεσολόγγι, όπου οι Έλληνες τον υποδέχθηκαν με ενθουσιασμό. Εκεί συνεργάστηκε με άλλους ξένους εθελοντές και ανέλαβε την οργάνωση του στρατού, καθώς και την ενίσχυση της οχύρωσης της πόλης, χρηματοδοτώντας ο ίδιος πολλά από τα έξοδα. Στις 25 Ιανουαρίου, η προσωρινή κυβέρνηση αναγνώρισε την αξία του, αποδίδοντάς του τον τίτλο του αρχιστρατήγου. Ωστόσο, οι αδιάκοπες προσπάθειες για την οργάνωση του στρατού, οι προσπάθειες συμφιλίωσης των οπλαρχηγών και οι αντίξοες κλιματικές συνθήκες επιβάρυναν σημαντικά την υγεία του.

Στις 9 Απριλίου έπεσε στο κρεβάτι με δυνατό πυρετό. Παραμιλούσε διαρκώς, αλλά και τότε ακόμα παρακινούσε τους Έλληνες να συμφιλιωθούν, για να πετύχουν την απελευθέρωσή τους. Τα χαράματα της 19ης Απριλίου 1824, Δευτέρα του Πάσχα, άφησε την τελευταία του πνοή στο Μεσολόγγι, σε ηλικία 36 χρονών. Τα τελευταία του λόγια του ήταν για την Ελλάδα: «Της έδωσα τον καιρό, την υγεία μου, την περιουσία μου, και τώρα της δίνω τη ζωή μου. Τι μπορούσα να κάνω περισσότερο;»

Ο θάνατός του άπλωσε βαρύ πένθος σ’ όλους τους αγωνιζόμενους Έλληνες. Άνδρες και γυναίκες έκλαψαν σαν πραγματικό αδελφό και προστάτη τον Βύρωνα, που έγινε σύμβολο του πατριωτισμού και ανακηρύχθηκε εθνικός ήρωας. Μετά την κηδεία του στο Μεσολόγγι η σορός του μεταφέρθηκε στο Λονδίνο. Τις μέρες εκείνες ο Διονύσιος Σολωμός έγραψε ένα μεγάλο ποίημα («Εις το θάνατο του Λορδ Μπάιρον») χαρισμένο στο μεγάλο αυτό λάτρη της Ελλάδας, που αρχίζει μ’ αυτούς τους στίχους:

Λευθεριά, για λίγο πάψε
Νά χτυπάς με το σπαθί·
Τώρα σίμωσε καί κλάψε
Εις του Μπάιρον το κορμί·

Οι Έλληνες μετά την απελευθέρωση τίμησαν τον Βύρωνα και του έκαμαν άγαλμα, που υψώνεται στο Ζάππειο, στη γωνία που βλέπει προς την Ακρόπολη και παριστάνει τον φιλέλληνα κοντά σε μια γυναίκα –την Ελλάδα– που τον στεφανώνει. Το όνομα του Βύρωνα δόθηκε και στο συνοικισμό προσφύγων, που ιδρύθηκε στην Αθήνα, πάνω από το Παγκράτι και σήμερα αποτελεί τον Δήμο Βύρωνα.