ΑΡΧΙΚΗ LIFE RETROMANIA

Η κορυφαία ταινία που «δοκίμασε» τους συντηρητικούς – Το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας και οι ερασιτέχνες ηθοποιοί

Μια ιερόδουλη ερωτεύεται έναν λοχία στη Χούντα και η κλειστόμυαλη κοινωνία της εποχής δεν μπορεί να το αντέξει

Φανταστείτε τα χρόνια της Χούντας στην Ελλάδα, να κυκλοφορεί μια ταινία που το σενάριό της θέλει μια πόρνη να συνάπτει ερωτικό δεσμό με έναν λοχία. Και κερασάκι, οι ηθοποιοί να είναι ερασιτέχνες. Αυτά, όχι μόνο τα φαντάστηκε αλλά τα έκανε και πράξη ο κορυφαίος σκηνοθέτης Αλέξης Δαμιανός, σοκάρωντας την κλειστόμυαλη κοινωνία της δεκαετίας του ’70 στη χώρα μας.

Μόλις τρεις ταινίες γύρισε ο Δαμιανός και η μία από αυτές ήταν η εμβληματική «Ευδοκία» του 1971, που χαρακτηρίστηκε η πιο σημαντική ταινία του ελληνικού κινηματογράφου. Πρόκειται για τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του ενώ μετά από αυτή θα κάνει 20 χρόνια να κυκλοφορήσει ξανά ταινία.

Η υπόθεση ήθελε μια νεαρή πόρνη να ερωτεύεται έναν λοχία. Ένας έρωτας κόντρα στα στερεότυπα, που όμως τελικά δεν μπόρεσε να ξεπεράσει τις αγκυλώσεις της κοινωνίας αλλά και του ίδιου του ζευγαριού, με αποτέλεσμα να αποδειχθεί καταστροφικός.

Το εντυπωσιακό είναι ότι για τους κεντρικούς ρόλους ο Δαμιανός δεν επέλεξε επαγγελματίες ηθοποιούς, αλλά δυο νέα παιδιά, που δεν είχαν καμία σχέση με την υποκριτικής. Για πρωταγωνιστή είχε επιλέξει έναν ερασιτέχνη, τον Γιώργο Κουτούζη, ο οποίος ταίριαζε στην εικόνα των αξιωματικών.

Πρώτα, βρήκε τυχαία σε ένα καφενείο τον Κουτούζη. Εκείνη τη μέρα, ο νεαρός είχε μπλέξει σε έναν καβγά με το αφεντικό από την οικοδομή όπου δούλευε και ήρθαν σχεδόν στα χέρια. Ο σπουδαίος σκηνοθέτης βρέθηκε στο σωστό μέρος τη σωστή στιγμή και, θεωρώντας ότι βρήκε το πρόσωπο που θα μπορούσε ενσαρκώσει τον λοχία του, τού έκανε την πρόταση να συνεργαστούν.

Το μεγάλο πρόβλημα, όμως, ήταν η κοπέλα που θα υποδυόταν την Ευδοκία. Ο Δαμιανός είχε συναντήσει πολλές ηθοποιούς για τον ρόλο, αλλά καμία δεν του έκανε. Μέχρι που η γυναίκα του, η Άρτεμις, ανακάλυψε τυχαία στο Λονδίνο μια Κύπρια κοπέλα με ιδιαίτερη αύρα. Μόλις την είδε, ήξερε ότι είχε βρει αυτό που ζητούσε ο άνδρας της.

Πράγματι, αυτή η κοπέλα ακτινοβολούσε ερωτισμό χωρίς να χάνει την αθωότητά της και με τη δυναμική της ερμηνεία αποθέωσε την ταινία, φτιάχνοντας μια αντισυμβατική για την εποχή ηρωίδα, που ακόμα και σήμερα θα μπορούσε να θεωρηθεί πρότυπο γυναικείας χειραφέτησης. Βέβαια, λόγω της κυπριακής της προφοράς, ο Δαμιανός αποφάσισε να ντουμπλάρει την φωνή της. Έτσι, ενώ το σώμα και το πρόσωπο της Ευδοκίας ανήκει σε εκείνη, τα λόγια της τα λέει η Ελένη Ροδά.

Μέλος μιας πολύτεκνης και όχι ευκατάστατης οικογένειας, η μεγαλωμένη στο Λονδίνο, Μαρία Βασιλείου, ήρθε στην Ελλάδα και μαζί με τον συμπρωταγωνιστή της έμεινε στο σπίτι της οικογένειας Δαμιανού. Εκεί, και οι δύο προετοιμάζονταν σκληρά για τους ρόλους τους. Μάλιστα, εκείνη την περίοδο τους απαγορευόταν να βλέπουν ταινίες για να μείνουν απερίσπαστοι και γενικώς ζούσαν σαν εσώκλειστοι.

Εξαιτίας της Χούντας, ο Δαμιανός ήξερε πως θα είχε να αντιμετωπίσει τη λογοκρισία του καθεστώτος, και γι’ αυτό επέλεξε να γυρίσει την ταινία στα αγγλικά, βάζοντας ως παραγωγό έναν Βρετανό φίλο του. Άλλωστε, ο ίδιος με την οικογένειά του είχε ζήσει έναν χρόνο στο Λονδίνο. Ο αρχικός τίτλος θα ήταν «Η πόρνη και ο στρατιώτης», αλλά ο Έλληνας δημιουργός, προτίμησε τελικά το όνομα της κεντρικής ηρωίδας του, που ήταν και το όνομα της μητέρας του. Έτσι, η ταινία έμεινε σε όλους γνωστή ως «Ευδοκία».

Αν και η υπόθεση εκτυλίσσεται κάπου στη Βόρεια Ελλάδα, ο Δαμιανός επέλεξε να γυρίσει το μεγαλύτερο μέρος της στην Αττική: σε φτωχικές γειτονιές, σε δρόμους χωμάτινους, που αποτύπωναν με ρεαλισμό την εικόνα μιας Ελλάδας, που οι συνταγματάρχες δεν ήθελαν να φαίνεται. Όμως, τελικά, κατάφερε να πάρει την άδεια για τα γυρίσματα, μερικά εκ των οποίων έγιναν μέσα σε πραγματικά στρατόπεδα. Ο λόγος ήταν πως για πρωταγωνιστή είχε επιλέξει έναν ερασιτέχνη, τον Γιώργο Κουτούζη, ο οποίος ταίριαζε στην εικόνα των αξιωματικών.

Το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας

Μπορεί κάποιος να μην έχει δει την ταινία, σίγουρα όμως θα έχει ακούσει το θρυλικό ζεϊμπέκικο που έγραψε ο Μάνος Λοΐζος, ειδικά για τη σκηνή που ο λοχίας Κουτούζης χορεύει. Όταν έγινε το γύρισμα σε μια ταβέρνα στην κάτω Κηφισιά, το κομμάτι δεν είχε γραφτεί ακόμα. Έτσι, ο Κουτούζης χόρεψε, αν και δεν ήξερε ζεϊμπέκικο, την «Άτακτη» του Μάρκου Βαμβακάρη. Αργότερα, ο Δαμιανός γνώρισε τον Λοΐζο μέσω ενός κοινού τους φίλου, που του τον πρότεινε επειδή ήταν νέος σύνθετης και δε θα του έπαιρνε πολλά λεφτά. Ο Λοΐζος, λοιπόν, έγραψε το κομμάτι, βλέποντας τη σκηνή ήδη γυρισμένη.

Στην ηχογράφηση, ζήτησε από τον Θανάση Πολυκανδριώτη, που θα έπαιζε τα όργανα, να το ερμηνεύσει με τζουρά, πράγμα εξαιρετικά δύσκολο. Κι όμως, αυτή η επιλογή αποδείχθηκε καθοριστική. Στη συνέχεια, πρότεινε στον Λευτέρη Παπαδόπουλο να γράψει στίχους, για να πάρει την απάντηση πως το κομμάτι αυτό είναι ύμνος από μόνο του και δε χρειάζεται. Κάπως έτσι, δημιουργήθηκε ένα από τα πιο θρυλικά ζεϊμπέκικα της ελληνικής μουσικής μέχρι σήμερα και το μοναδικό ορχηστρικό του Λοΐζου.

Η μόνη ερωτική σκηνή

Η «Ευδοκία» είναι μια ελεγεία των παθιασμένων και καταραμένων ερώτων, κι όμως δεν υπάρχει καμία ερωτική σκηνή, εκτός από ένα πλάνο, όπου το ζευγάρι ξυπνάει γυμνό μετά από τη γαμήλια νύχτα. Μάλιστα, ο Κουτούζης έχει εξομολογηθεί πως σε αντίθεση με τη Βασιλείου, που δεν είχε θέμα, εκείνος ζορίστηκε στο γύρισμα. Ο βασικός λόγος ήταν ότι στο γύρισμα βρισκόταν η γυναίκα του Δαμιανού, την οποία είχε σε μεγάλη υπόληψη.

Αν και ο Δαμιανός είχε καταφέρει να πάρει την άδεια από το καθεστώς της Χούντας για τα γυρίσματα της ταινίας, και παρόλο που η Βασιλείου κατάφερε να αποσπάσει το βραβείο Α’ γυναικείου ρόλου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, μετά από την προβολή η ταινία απαγορεύτηκε και ο σκηνοθέτης φυλακίστηκε για έξι μήνες για «προσβολή των αξιών του ελληνικού στρατού».

Η «Ευδοκία», το 1985 δικαιώθηκε, όταν η Πανελλήνια Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου την ανακήρυξε ως τη σημαντικότερη ελληνική ταινία όλων των εποχών. Δε συνέβη, όμως, το ίδιο και στην εποχή της. Οι κριτικές ήταν χλιαρές, όταν τελικά κατάφερε να παιχτεί στις σκοτεινές αίθουσες.