10 Φεβρουαρίου 1947: Η μέρα που τα Δωδεκάνησα ενσωματώθηκαν στην Ελλάδα!

Τα Δωδεκάνησα γίνονται ελληνικά
Ήταν 10 Φεβρουαρίου του 1947 όταν υπογραφόταν στο Παρίσι η συνθήκη ειρήνης μεταξύ των Συμμάχων Δυνάμεων και της Ιταλίας. Σύμφωνα με την ιστορική συμφωνία «η Ιταλία εκχωρεί εις την Ελλάδα εν πλήρει κυριαρχία τας νήσους της Δωδεκανήσου τας κατωτέρω απαριθμωμένας ήτοι: Αστυπάλαιαν, Ρόδον, Χάλκην, Κάρπαθον, Κάσον, Τήλον, Νίσυρον, Κάλυμνον, Λέρον, Πάτμον, Λίψον, Σύμην, Κω, και Καστελόριζον ως και τας παρακειμένας νησίδας». Η ελληνική πλευρά διευκρίνιζε, κατά την υπογραφή, ότι με τον όρο «παρακείμενες» εννοούνται οι «υπό ιταλικήν κυριαρχίαν» κατά την είσοδο της Ιταλίας στον πόλεμο.
Τα Δωδεκάνησα στην Ελλάδα
Η συμφωνία συνυπογραφόταν, πέραν της Ελλάδας και της Ιταλίας, από άλλα είκοσι κράτη που είχαν πολεμήσει τον ιταλικό φασισμό. Τα Δωδεκάνησα αποδίδονταν στη μητέρα-πατρίδα κατά την κλασική έκφραση της εποχής με καθυστέρηση περίπου δύο χρόνων από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η ένωση των νησιών αναβλήθηκε, κατά κάποιο τρόπο, επί τρεισήμισι δεκαετίες από μια άτυχη συγκυρία. Είχαν μεταβιβαστεί στην Ιταλία από την Οθωμανική Αυτοκρατορία τον Μάιο του 1912, μετά τον ιταλο-τουρκικό πόλεμο. Έτσι, κατά την έναρξη του Α’ Βαλκανικού Πολέμου, τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς, ιταλοκρατούνταν.
Ενώ είναι βέβαιο ότι σε διαφορετική περίπτωση θα απελευθερώνονταν τότε από τις ελληνικές δυνάμεις, όπως και τα άλλα νησιά στο Αιγαίο.
Αν και στο πλαίσιο της ανεφάρμοστης Συνθήκης των Σεβρών (1920) η Ιταλία «παραιτείται υπέρ της Ελλάδος πάντων των δικαιωμάτων και των τίτλων αυτής επί των παρ’ αυτής κατεχομένων νήσων του Αιγαίου… ως και των εξ αυτών εξαρτημένων νησίδων» δεν επαναλήφθηκε το ίδιο τρία χρόνια αργότερα στη Λοζάνη.
Οι ευρωπαϊκοί συσχετισμοί και τα συμφέροντα είχαν μεταβληθεί, η Ελλάδα ήταν η ηττημένη στον Μικρασιατικό πόλεμο και η Ιταλία του Μουσολίνι αξίωνε επιθετικά τη συνέχιση της κατοχή τους. Το ελληνικό κέρδος, τρόπον τινά, στη Συνθήκη της Λοζάνης ήταν ότι η Τουρκία και επισήμως παραιτούνταν οριστικά «υπέρ της Ιταλίας παντός δικαιώματος επί των κατεχομένων υπό της Ιταλίας νήσων… και των υπ’ αυτών εξαρτημένων νησίδων».
Αλλά και ότι άφηνε ανοικτό τον δρόμο για να καθοριστεί η τύχη τους στο μέλλον «μεταξύ των ενδιαφερομένων» (Ελλάδας-Ιταλίας). Ανεξαρτήτως αν η φασιστική Ιταλία δεν δεχόταν να συζητήσει.
Η τελετή της ιστορικής Ελληνο-ιταλικής συμφωνίας έγινε στο μέγαρο Κε ντ’ Ορσέ, στο ίδιο μακρόστενο τραπέζι, όπου εγκρίνονταν τα διατάγματα των Λουδοβίκων, αλλά και της Γαλλικής Επανάστασης.
«Πανδαισία χαράς»
Είκοσι λεπτά της ώρας χρειάστηκαν για να ολοκληρωθεί η υπογραφή, στις 10 και 32 λεπτά το πρωί εκείνης της Δευτέρας. Από την ελληνική πλευρά υπέγραψαν ο γενικός διευθυντής του υπουργείου Εξωτερικών Λ. Μελάς και ο πρεσβευτής στη Γαλλία Ρ. Ραφαήλ. Από την ιταλική ο πρέσβης Αντόνιο Μέλι Λούπι και πρώτος από τους συμμάχους ο σοβιετικός εκπρόσωπος.
Το γεγονός έγινε δεκτό στα Δωδεκάνησα «με πανδαισία χαράς». Έπειτα από 213 χρόνια κυριαρχίας των Ιωαννιτών ιπποτών, 390 χρόνια τουρκικής, 31 ιταλικής, 2 γερμανικής και 2 αγγλικής κατοχής.
Η εκχώρησή τους ήταν η μοναδική εθνική διεκδίκηση που ικανοποιήθηκε τότε. Δικαιωματική με, αλλά ελάχιστη και μη επαρκή αναγνώριση της ελληνικής συμβολής της στην αντιφασιστική νίκη και των εθνικών διεκδικήσεών της.
Μαζί με την ελληνοϊταλική υπογράφονταν τέσσερις ακόμη συνθήκες με τους άλλους δορυφόρους της χιτλερικής Γερμανίας (Ρουμανία, Βουλγαρία, Ουγγαρία και Φιλανδία). Η κάθε συνθήκη με τις χώρες αυτές συνυπογραφόταν από όσα κράτη είχαν μετάσχει στη διαδικασία της συνθηκολόγησής της.
Έτσι, τελείωνε και τυπικά η εμπόλεμη κατάσταση και διακανονίζονταν, σε πολύ γενικές γραμμές, στη βάση των αρχών του ΟΗΕ οι διακρατικές σχέσεις των εμπλεκόμενων χωρών. Αν και με πολλές πικρίες και σφοδρές κριτικές, κυρίως από μέρος των μικρών κρατών. Ανάμεσά τους και ελληνικές για την τύχη της Κύπρου και της Β. Ηπείρου.