Ώρα Final Four: Γιάννης Αθηναίου, Ανδρέας Γλυνιαδάκης και Νίκος Μπουντούρης μιλούν στο Athensmagazine.gr και… μας βάζουν σε ρυθμό Άμπου Ντάμπι

Η μεγάλη στιγμή έφτασε και τρεις κορυφαίοι αθλητές αναλύουν όσα θα δούμε στο μεγάλο ραντεβού του ευρωπαϊκού μπάσκετ
Η στιγμή έφτασε. Μια ολόκληρη χρονιά και οι κόποι της θα κριθούν στο Άμπου Ντάμπι, με το Final Four της Euroleague να ξεκινά σήμερα (23/5), πρώτα με την αναμέτρηση του πρωταθλητή Ευρώπης, Παναθηναϊκού, απέναντι στην Φενέρμπαχτσε του Σαρούνας Γιασικεβίτσιους (18:00), για να ακολουθήσει ο Ολυμπιακός απέναντι στη Μονακό του Βασίλη Σπανούλη (21:00).
Ο μεγάλος πόθος, το βαρύτιμο τρόπαιο, βρίσκεται εκεί και χρειάζεται μια ακόμη μεγάλη κατάθεση ψυχής, για να φτάσει ένας εκ των τεσσάρων μέχρι το φινάλε της διαδρομής και να γευτεί το γλυκό νέκταρ της κατάκτησης, σε μια διοργάνωση διαφορετική από τις υπόλοιπες, αφού για πρώτη φορά η Αραβία ανοίγει τις πύλες της για να στέψει τον φετινό «αυτοκράτορα», με τον ελληνικό τελικό να βρίσκεται ως ευχή στα χείλη όλων.
Ο λόγος, όμως, είναι καλύτερα να περάσει σε… ειδικότερους από εμάς επί του θέματος, που έχουν ζήσει τα κορυφαία παρκέ στη διάρκεια της σπουδαίας καριέρας τους, φορώντας την φανέλα και των δύο «αιωνίων». Ο Γιάννης Αθηναίου, ο Ανδρέας Γλυνιαδάκης και ο Νίκος Μπουντούρης μιλούν στο Athensmagazine.gr και μας… βάζουν στο κλίμα για όσα συναρπαστικά πρόκειται να παρακολουθήσουμε, αφήνοντας το δικό τους στίγμα για το Final Four.
«Τα πιο… εύκολα παιχνίδια της σεζόν»
Ο… ενεργός της παρέας και αρχηγός του Πανερυθραϊκού, Γιάννης Αθηναίου, που οδήγησε την ομάδα των Βορείων προαστίων στα playoffs της Elite League, όντας ο πρώτος Έλληνας μπασκετμπολίστας που φόρεσε την φανέλα των πέντε μεγάλων (Παναθηναϊκός, Ολυμπιακός, ΑΕΚ, Άρης, ΠΑΟΚ), με σπουδαίες παραστάσεις σε Ελλάδα και εξωτερικό, καθώς και παρουσία στην Εθνική Ανδρών, έχει πάντοτε τον τρόπο να προσφέρει τη μεγάλη εικόνα.
«Είναι πολύ σημαντικό ότι και οι δυο τερμάτισαν πολύ ψηλά στη βαθμολογία, παρά τους τραυματισμούς που αντιμετώπισαν μέσα στη χρονιά και την απουσία σημαντικών παικτών και για τους δύο. Ο Ολυμπιακός, τερματίζοντας πρώτος και βρίσκοντας τη Μονακό απέναντί του θεωρώ, ότι βρίσκει μια ομάδα που δεν ταιριάζει το στυλ παιχνιδιού του και θα χρειαστεί να είναι πολύ σκληρός αμυντικά και να μη δώσει στη Μονακό το αγαπημένο της παιχνίδι που είναι το “ένας εναντίον ενός”, δημιουργώντας ρήγματα και περιμένοντας οι σουτέρ της ομάδας να εκτελέσουν τα ελεύθερα σουτ. Θα παίξει μεγάλο ρόλο σε τι μέρα βρίσκεται η Μονακό στο σουτ από μακριά και κατά πόσο ο Ολυμπιακός θα καταφέρει να επιβάλει το ρυθμό του και να μη δώσει στη Μονακό τη δυνατότητα να πάει σε γρήγορες επιθέσεις.
Από την άλλη πλευρά, ο Παναθηναϊκός με την Φενέρ είναι ένα ζευγάρι δύο ομάδων, που κατά κύριο λόγο κερδίζουν από την επίθεση. Επομενως ο Παναθηναϊκός πρέπει να είναι εμφανιστεί σκληρός στην άμυνα για να κρατήσει την Φενέρ σε χαμηλό σκορ. Πέραν αυτού, επειδή είναι μια ομάδα που εξαρτάται πολύ από την απόδοση των γκαρντ του σε επίθεση και δημιουργία, θα παίξει κι αυτό σημαντικό ρόλο», αναφέρει στην ανάλυσή του για τους δύο ημιτελικούς ο πολύπειρος γκαρντ.
Ο ίδιος, δε, επισημαίνει, ότι τα ματς αυτά είναι… τα πιο εύκολα και εξηγεί: «Είναι σίγουρα τα πιο συναρπαστικά παιχνίδια της χρονιάς και αυτά, για τα οποία παλεύεις όλο τον χρόνο. Οι περισσότεροι παίκτες λατρεύουν να παίζουν τέτοιου είδους αγώνες. Η συγκέντρωση, που χρειάζεται, είναι μεγαλύτερη, όπως και το κίνητρο. Θεωρώ, ότι είναι εύκολα παιχνίδια από άποψης κινήτρου και προετοιμασίας, καθώς γνωρίζεις, ότι η σημασία του αγώνα είναι αρκετή για να εμφανιστεί έτοιμος ο αθλητής».
Διαβάστε επίσης
Τέλος, στην ερώτηση για το πόση σημασία έχει για το ελληνικό μπάσκετ ο «εμφύλιος» στον τελικό, σχολιάζει: «Η αλήθεια είναι πως θα ήταν πραγματικά συναρπαστικό το να βρεθούν οι δύο ομάδες στον τελικό. Δεν αποτελεί, βέβαια, το λόγο για ενα λαμπρό μέλλον των δύο ομάδων, καθώς αυτό βλέπουμε να διαγάαφεται από την πορεία τους κάθε χρόνο. Η απηχηση θα είναι σίγουρα τεράστια σε όλη την Ευρώπη και αναμένουμε να διαπιστώσουμε, αν θα το δούμε στην πράξη».
«Ο ημιτελικός είναι το δύσκολο ματς, η μεγάλη ομάδα φαίνεται στη διαχείρισή του όταν τον κερδίζει»
Ο Ανδρέας Γλυνιαδάκης είναι… ο πιο προνομιούχος της παρέας, καθώς το 2000 στέφθηκε πρωταθλητής Ευρώπης με τον Παναθηναϊκό, στο δεύτερο ευρωπαϊκό των «πρασίνων» και πρώτο από τα πέντε της εποχής του Ζέλικο Ομπράντοβιτς, ενώ 12 χρόνια αργότερα έζησε το «θαύμα θαυμάτων» στην Πόλη με την φανέλα του Ολυμπιακού, σε ένα από τα μεγαλύτερα έπη της ιστορίας του ευρωπαϊκού μπάσκετ.
«Είναι διαφορετική η ατμόσφαιρα στα Final Four, ένα κομμάτι παράδοσης του ευρωπαϊκού μπάσκετ, όπου αισθάνεσαι ότι είσαι στους καλύτερους, μετά από προσπάθεια τόσων μηνών. Είναι τεράστια η ευθύνη, καθώς πρόκειται για ένα ματς και μπορεί να έχεις παίξει ξανά νοκ άουτ, όμως γνωρίζεις ότι ο ημιτελικός σε οδηγεί στον τελικό. Ξέρεις, ότι το ματς δεν έχει επιστροφή και μπορεί να είναι πιο σκληρό να βγεις δεύτερος από το να χάσεις τον ημιτελικό, όμως πάντοτε ο ημιτελικός είναι το δύσκολο ματς», εξηγεί ο παλαίμαχος Χανιώτης σέντερ, ενώ δεν κρύβει την ικανοποίησή του για το σημαντικό του επίτευγμα, που λίγοι αθλητές έχουν καταφέρει, λέγοντας: «Για έναν αθλητή είναι στην ουσία η επιβράβευσή του να βρίσκεται σε τόσο υψηλό επίπεδο. Τα κύπελλα και τα μετάλλια είναι πολύ σημαντικά, είναι προσωπικές κατακτήσεις, μια προσπάθεια κι ένα αποτέλεσμα πολλής δουλειάς σε ατελείωτες ώρες, επομένως είμαι πολύ χαρούμενος που έχω απολαύσει αυτό το προνόμιο».
Όσο για τις διαφορές των δύο τροπαίων μεταξύ τους; «Είναι πολύ διαφορετικά τα δύο τρόπαια που έχω κατακτήσει και οι πορείες που έχω κάνει και τις ομάδες. Ήταν διαφορετικό το μπάσκετ, ήμουν σε διαφορετική ηλικία, ήταν διαφορετικές οι συμμετοχές των ξένων. Στη Θεσσαλονίκη ήταν πολύ ξεχωριστό, που ο Παναθηναϊκός επέστρεψε με τίτλο μπροστά στο κοινό του, ενώ του Ολυμπιακού ήταν μοναδικό, γράφοντας έναν τελικό, που έμεινε στην ιστορία, ως απόλυτο αουτσάιντερ», θα απαντήσει.
Ο Ανδρέας Γλυνιαδάκης μας βάζει και στο κλίμα των αποδυτηρίων των τεσσάρων ομάδων, αναφεροντας ότι «μια μεγάλη ομάδα φαίνεται στο πώς διαχειρίζεται έναν κερδισμένο ημιτελικό. Όταν δε βλέπεις κανέναν να πανηγυρίζει, αυτό δείχνει σοβαρότητα και ενσυναίσθηση, ότι η ομάδα δεν έχει φτάσει το ταβάνι της. Είναι ενδεικτικό της προσωπικότητας των αθλητών».
Στην ανάλυσή του για τους δύο «αιωνίους», ο δις πρωταθλητής Ευρώπης, με πορεία σε Ελλάδα και Ευρώπη, σχολιάζει: «Οι δυο τους έχουν κάνει μια χρονιά, με βάση το μπάτζετ τους και το μπάσκετ που έχουν παίξει, με τον Ολυμπιακό ειδικά να είναι καλύτερος, όπως έδειξε η κατάταξή του, στην κανονική περίοδο. Στο Final Four, όπου και οι δύο βρίσκονται δίκαια, όλα κρίνονται στη μέρα και, πλέον, δεν μπορείς να ρυθμίσεις την φόρμα σου για αυτά τα ματς. Είναι τέτοια η ταχύτητα του παιχνιδιού, τόσο πολλά τα παιχνίδια και οι υποχρεώσεις των ομάδων, με αποτέλεσμα να έχουν να αντιμετωπίσουν αρκετά προβλήματα, όπως τους τραυματισμούς, με αποτέλεσμα να μην είναι εύκολο για προπονητές και γυμναστές να ανταποκριθούν. Παίζει, λοιπόν, τεράστιο ρόλο το πώς εξελίσσεται η χρονιά και το καλύτερο που μπορείς να κάνεις, είναι να κορυφώσεις την προετοιμασία σου στις περίπου δύο εβδομάδες, που έχεις ως χρόνο μέχρι το Final Four».
Πόσο σημαντική είναι, τέλος, η προοπτική για τους δύο «αιωνίους» να αγωνιστούν στον τελικό της Euroleague; Ο Ανδρέας Γλυνιαδάκης είναι εξαιρετικά θετικός στο ενδεχόμενο. «Είναι πολύ σημαντική η κάθε επιτυχία. Ένα παιδί, που βλέπει ένα ματς και θέλει να γίνει σαν αυτό που βλέπει, όσο υψηλότερο επίπεδο βλέπει τόσο περισσότερο θα θέλει να το μιμηθεί. Οι επιτυχίες στην Ευρώπη και οι αγώνες του πρωταθλήματος σε υψηλό φέρνουν μεγάλα οφέλη σε αυτό το κομμάτι, το φίλαθλο κοινό δείχνει το πόσο τα έχει ανάγκη», υπογραμμίζει.
«Η καλύτερη δουλειά είναι του αθλητή, θα ήμουν χαρούμενος αν έβλεπα περισσότερους Έλληνες»
Ο Νίκος Μπουντούρης ήταν… παρέα με τον Γλυνιαδάκη στο ευρωπαϊκό του Παναθηναϊκού στη Θεσσαλονίκη, αγωνιζόμενος τότε τη διετία 1998-2000 στους «πράσινους», με τεράστιες επιτυχίες, όπως εκείνη η Euroleague και το πρωτάθλημα στο ΣΕΦ το 1999, για να φορέσει τα «ερυθρόλευκα» ύστερα για μια τριετία, ενώ ο Ολυμπιακός, μετά το τέλος της καριέρας του, τον εμπιστεύτηκε στη θέση του μάνατζερ.
Ο ίδιος, έχοντας διατελέσει και προπονητής και σε άλλες παραγοντικές θέσεις, όπως του προέδρου στον ΓΣ Βριλησσίων, μπαίνει αμέσως στο θέμα και εξηγεί το τι σημαίνει να είσαι παίκτης Final Four. «Με τις εικόνες που έχω και ως αθλητής και ως μέλος σε επιτελεία, είναι ότι οι ομάδες αυτές χτίζονται με παίκτες Final Four. Παίρνεις, δηλαδή, έναν παίκτη και μπαίνει άμεσα η ταμπέλα υψηλού επιπέδου, εφόσον μπορεί να την αντέξει. Η συμμετοχή και των δύο είναι μια σπουδαία δουλειά όλων και ένα μαξιλαράκι, ότι μεγάλο κομμάτι του στόχου έχει επιτευχθεί, όμως όλα είναι ρευστά. Η αίσθηση για τέτοιους επαγγελματίες είναι, ότι κάνουν απλά τη δουλειά τους και δεν είναι ευχαριστημένοι απλά με τη συμμετοχή», αναφέρει.
Σχετικά με όσα θα δούμε στο παρκέ, αναλύει: «Ο Ολυμπιακός θεωρείται το φαβορί και υπάρχει η έγνοια να μην πέσει στην παγίδα του να χάσει από τη Μονακό, που είναι το αουτσάιντερ και παίζει χωρίς να έχει να χάσει κάτι. Ο Παναθηναϊκός, στο δικό του ζευγάρι, είναι το φαβορί, όμως η Φενέρ είναι πιο σταθερή όλη την χρονιά. Ο Παναθηναϊκός παίζει μαζί με την κορυφαία ομάδα της φετινής Ευρωλίγκα, μαζί με τον Ολυμπιακό, όμως έχει προσωπικότητες, που ξέρουν να κυνηγούν την τύχη τους. Ο Ολυμπιακός έχει ένα πιο σταθερό πρόσωπο και σε αυτό βασίζεται, έχοντας ίσως την περισσότερη πίεση μαζί με την Φενέρ».
Μια επιπλέον αναφορά του σχετίζεται με το ρόλο φαβορί των δύο ελληνικών ομάδων και το πώς αυτός τις βαραίνει: «Όταν είσαι το φαβορί και σταθερός όλο τον χρόνο, δεν υπάρχει παίκτης που να φοβάται αν θα παίξει καλά. Δεν υπάρχει περίπτωση σε αυτές τις ομάδες να χαλαρώσεις, όταν έχεις τέτοια νοοτροπία, πρέπει να είσαι πολύ άπειρος για να το αντιμετωπίσεις διαφορετικά. Κραιέσαι στις αρχές σου, ακόμη κι αν ξεκινήσεις στραβά σε ένα παιχνίδι, διατηρείς την ψυχραιμία σου για να επιστρέψεις, όταν είσαι το φαβορί, ενώ τα αουτσάιντερ βάζουν ως στόχο να μείνει η ομάδα τους κοντά, ώστε η πίεση να περνά στο φαβορί στο τέλος», εξηγεί.
Διαβάστε επίσης
Ο Νίκος Μπουντούρης είναι αναμφίβολα ένας άνθρωπος του μπάσκετ με τις δικές του τοποθετήσεις και δε διστάζει να καταθέσει μια διαφορετική οπτική του αν έχει… μεγάλη σημασία για το ελληνικό μπάσκετ και το μέλλον του να δούμε τον πολυπόθητο ελληνικό τελικό: «Είναι πολύ σημαντικό να ασχολείται ο κόσμος με το μπάσκετ στην Ελλάδα, αν και ως άνθρωπος του μπάσκετ με στενοχωρεί η μικρή παρουσία Ελλήνων παικτών, ενώ υπάρχουν παράγοντες που επενδύουν πολλά χρήματα. Τα παιδιά έχουν λάβει το μήνυμα, ότι δε θα βρουν χώρο, ειδικά στην GBL, όπου με 6-7 ξένους που μπορεί να αντισταθούν, αν χάσουν τον χρόνο συμμετοχής, η κατάσταση γίνεται ακόμη πιο δύσκολη. Στον Ολυμπιακό, στο παρελθόν, ο Παναγιώτης Γιαννάκης και ο Ντούσαν Ίβκοβιτς έκαναν μια μεγάλη υπέρβαση κι έβαλαν στο παρκέ τα παιδιά, που τα τελευταία χρόνια βλέπουμε ως πρωταγωνιστές, όπως ο Σλούκας και ο Παπανικολάου. Είμαι υπέρ της νέας γενιάς και υπάρχουν παιδιά που δουλεύουν, έχουν τις δυνατότητες και οι γονείς τους είναι κοντρολαρισμένοι, όμως δε θα βρουν εύκολα τον χώρο στην ομάδα τους, καθώς και οι ξένοι ψάχνουν την ευκαιρία τους και θα βρεθεί οποιαδήποτε αφορμή να χαλάσει η χημεία, αν δεν προτιμηθεί να παίξουν. Μια λύση, φυσικά, είναι η μείωση των ξένων αθλητών, υπάρχει πλέον και η κίνηση του κολλεγιακού πρωταθλήματος, που θέλει να φέρει διεθνείς παίκτες έναντι υψηλού αντιτίμου. Η Ελλάδα δεν τιμά τα παιδιά αυτά και ίσως είναι μια λύση για εκείνα το κολλεγιακό πρωτάθλημα, εμείς πρέπει να τα αγκαλιάσουμε και να τα καλωσορίσουμε».
Ο παλαίμαχος «άσος» των δύο «αιωνίων» μοιράζεται και μνήμες του από τα Final Four, σχολιάζοντας: «Περισσότερα θυμάμαι ως συμμετέχων στο staff του Ολυμπιακού. Ήμουν μάνατζερ της ομάδας στην περίοδο του Παναγιώτη Γιαννάκη και θυμάμαι όλη τη διαδικασία και την προετοιμασία, για να βρούμε τις συνθήκες, που θα ήταν κατάλληλες για την ξεκούραση των αθλητών και την προετοιμασία τους για το Final Four. Θυμάμαι, ότι είχα πάει να τα βρω όλα αυτά στο Βερολίνο, από το ξενοδοχείο και το πρωινό, μέχρι τις πισίνες και τα υδρομασάζ. Είναι σημαντικό και ενδιαφέρον να βλέπεις, πέραν του αγωνιστικού, το πώς προετοιμάζεται όλος ο οργανισμός».
Επειδή έχει διατελέσει και σε πολλά πόστα δεν μπορούσαμε να μην τον ρωτήσουμε ποιο είναι το καλύτερο όλων. Η απάντησή του σαφής: «Η καλύτερη δουλειά είναι πρώτα του αθλητή και ύστερα του προπονητή. Μπορεί στον Ολυμπιακό να είχα τη δουλειά του μάνατζερ και να ήταν πολύ ενδιαφέρουσα, αλλά τίποτα δε συγκρίνεται με το να βρίσκεσαι στο παρκέ».