Η ανατριχιαστική στιγμή του απαγχονισμού του Σαντάμ Χουσεΐν 18 χρόνια πριν: Ο αδίστακτος δικτάτορας που εκτελέστηκε από τους συμμάχους του
Οι εικόνες που έκαναν το γύρο του κόσμου
Οι εικόνες του Σαντάμ Χουσεΐν, ντυμένου με λευκό πουκάμισο και μαύρο παλτό, την ώρα που οδηγείται προς την αγχόνη, έκαναν τον γύρο του κόσμου στις 30 Δεκεμβρίου 2006. Αυτό που προκάλεσε τη μεγαλύτερη αίσθηση, όμως, δεν ήταν το γεγονός του επικείμενου θανάτου του, αλλά το ατάραχο βλέμμα του. Τίποτα δεν φανέρωνε φόβο για το τέλος.
Λίγο αργότερα, ο Σαντάμ Χουσεΐν εκτελέστηκε δια απαγχονισμού, σύμφωνα με την απόφαση που είχε εκδώσει το ιρακινό δικαστήριο. Ωστόσο, σύμφωνα με τον Μουαφάκ Αλ Ρουμπάγε, τότε σύμβουλο ασφαλείας της ιρακινής κυβέρνησης, η ψυχραιμία του ήταν επιφανειακή. «Ήταν γεμάτος άγχος», δηλώνει χαρακτηριστικά.
Διαβάστε επίσης: Nεκρός ο ηγέτης του Ισλαμικού Κράτους από αμερικανικό βομβαρδισμό στη Συρία
Μετά την ανακοίνωση του θανάτου του επί χρόνια δικτάτορα, η ιρακινή τηλεόραση μετέδιδε συνεχώς σκηνές θριάμβου και χαράς από πολίτες που γιόρταζαν στους δρόμους της Βαγδάτης. Ο τότε πρωθυπουργός του Ιράκ, Νούρι Αλ Μαλίκι, εξέφρασε την ικανοποίησή του, υποστηρίζοντας ότι η δικαιοσύνη είχε αποδοθεί στο όνομα του ιρακινού λαού. Από την άλλη, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζορτζ Μπους, χαρακτήρισε την εκτέλεση «ορόσημο στην πορεία προς τον εκδημοκρατισμό».
Λίγα χρόνια νωρίτερα, το 2003, οι αμερικανικές δυνάμεις, με τη συνδρομή της «Συμμαχίας των Προθύμων» υπό την ηγεσία του Μπους, είχαν εισβάλει στο Ιράκ στο πλαίσιο της αμφιλεγόμενης παγκόσμιας εκστρατείας κατά της ισλαμιστικής τρομοκρατίας. Οι αμερικανικοί στρατιώτες εντόπισαν τον Σαντάμ Χουσεΐν σε ένα υπόγειο καταφύγιο στην Τικρίτ. Ο άλλοτε πανίσχυρος δικτάτορας ήταν πλέον ένας ανήμπορος γέροντας, εικόνα που ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με το φόβο που κάποτε ενέπνεε.
Η ζωή και η πορεία του... αυτοαποκαλούμενου νέου Σαλαντίν και η κρεμάλα
Τα πρώτα χρόνια της ζωής του Σαντάμ Χουσεΐν ήταν γεμάτα τραγωδίες που τον σημάδεψαν βαθιά, όπως θα συνέβαινε σε οποιονδήποτε. Ο Σαντάμ Χουσεΐν Αμπντ αλ-Ματζίντ αλ-Τικρίτι, όπως ήταν το πλήρες όνομά του, γεννήθηκε στις 28 Απριλίου 1937 στο Τικρίτ, γιος ενός βοσκού της περιοχής. Ωστόσο, πριν καν γεννηθεί, ο πατέρας του είχε ήδη εγκαταλείψει την οικογένεια. Σαν να μην έφτανε αυτό, λίγο μετά τη γέννησή του, ο μεγαλύτερος αδελφός του πέθανε από καρκίνο.
Η μητέρα του, συντετριμμένη από τις αλλεπάλληλες τραγωδίες, πήρε την απόφαση να στείλει τον μικρό Σαντάμ στη Βαγδάτη, ώστε να μεγαλώσει σε καλύτερες συνθήκες κοντά στον θείο του. Εκεί του δόθηκε η ευκαιρία να ξεφύγει, έστω προσωρινά, από την βαριά σκιά των οικογενειακών τραυμάτων.
Όταν ο Σαντάμ μεγάλωσε λίγο, επέστρεψε στο Τικρίτ για να ζήσει με τη μητέρα του, η οποία στο μεταξύ είχε ξαναπαντρευτεί. Ο πατριός του, όμως, αποδείχθηκε ένας βίαιος και μέθυσος άνθρωπος, προκαλώντας δυστυχία σε όλους γύρω του. Ο Σαντάμ δεν άντεξε για πολύ αυτή την κατάσταση και επέστρεψε στη Βαγδάτη, αναζητώντας μια διέξοδο από τον τοξικό οικογενειακό περιβάλλον.
Για τον Σαντάμ Χουσεΐν, πατέρας, μάνα και αδελφός ήταν ο θείος του, ένας φανατικός σουνίτης και αφοσιωμένος Άραβας εθνικιστής. Η ιδεολογία του θείου του άσκησε βαθιά επιρροή πάνω του, διαμορφώνοντας τις πεποιθήσεις του από νεαρή ηλικία. Πριν καν συμπληρώσει τα 20 του χρόνια, ο Σαντάμ είχε ήδη ενταχθεί στο εξτρεμιστικό κίνημα του Μπάαθ, ένα κόμμα που είχε ως ιδεολογικό πυρήνα την ένωση όλων των αραβικών κρατών. Στόχος της οργάνωσης ήταν να δημιουργήσει μια ισχυρή αραβική δύναμη που θα μπορούσε να σταθεί απέναντι στη Δύση.
Στις 7 Οκτωβρίου 1959, το Κόμμα Μπάαθ οργανώνει πραξικόπημα για να ανατρέψει τον Ιρακινό πρόεδρο Αμπντούλ Καρίμ Κασέμ. Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας, πραγματοποιείται και απόπειρα δολοφονίας εναντίον του. Μεταξύ των συμμετεχόντων ήταν και ο Σαντάμ Χουσεΐν, ο οποίος τραυματίζεται κατά τη διάρκεια της επιχείρησης. Ο Κασέμ επιβιώνει, ενώ ο Χουσεΐν καταφέρνει να διαφύγει τις μαζικές συλλήψεις που ακολούθησαν. Από το Ιράκ, καταφεύγει πρώτα στη Συρία και στη συνέχεια στην Αίγυπτο, όπου ξεκινά σπουδές στη Νομική.
Οι σπουδές του διακόπτονται όταν ο Μπάαθ αναλαμβάνει τελικά την εξουσία μέσω πραξικοπήματος. Ο Σαντάμ Χουσεΐν επιστρέφει στη Βαγδάτη ως νικητής, όμως σύντομα φυλακίζεται, καθώς οι εσωτερικές διαμάχες στο κόμμα είχαν φτάσει σε επικίνδυνα επίπεδα. Μέσα από τη φυλακή, ο Χουσεΐν δημιουργεί σημαντικές διασυνδέσεις και ανεβαίνει στην ιεραρχία του Μπάαθ. Πολλοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι αυτή η περίοδος ήταν καθοριστική για τη διαμόρφωση του χαρακτήρα του, μετατρέποντάς τον σε έναν σκληρό και αδίστακτο πολιτικό.
Αποδρά από τη φυλακή και, με τις κατάλληλες συμμαχίες, το 1968, μετά από ακόμη ένα πραξικόπημα, διορίζεται βοηθός του προέδρου Αχμάντ Χασάν αλ Μπακρ. Τα επόμενα 11 χρόνια, ο Σαντάμ Χουσεΐν ξεδιπλώνει την πολιτική του δεινότητα. Μέσα από ριζικές μεταρρυθμίσεις, αναμορφώνει το σύστημα υγείας, την εκπαίδευση, την αγροτική παραγωγή, τις υποδομές και τη βιομηχανία του Ιράκ. Η εθνικοποίηση της πετρελαϊκής βιομηχανίας πριν από την κρίση του 1973 γεμίζει τα κρατικά ταμεία με τεράστια έσοδα.
Παράλληλα, η άλλη όψη της εξουσίας του γίνεται εξίσου εμφανής. Χρηματοδοτεί την ανάπτυξη χημικών όπλων, οργανώνει παραστρατιωτικές ομάδες και εφαρμόζει ανελέητες τακτικές απέναντι στους πολιτικούς αντιπάλους του, δίνοντας εντολές για βιασμούς, βασανιστήρια και εκτελέσεις. Ο φόβος και ο τρόμος που προκαλεί τον καθιστούν απόλυτο κυρίαρχο της χώρας. Όταν ο πρόεδρος αλ Μπακρ αντιλαμβάνεται την ισχύ του Χουσεΐν και προσπαθεί να τον περιορίσει, ο Σαντάμ ήταν ήδη τόσο ισχυρός που ανάγκασε τον αλ Μπακρ σε παραίτηση. Έτσι, στις 16 Ιουλίου 1979, ο Σαντάμ Χουσεΐν ορκίζεται πρόεδρος του Ιράκ, απολαμβάνοντας πλέον την απόλυτη εξουσία.
Μέσα σε λιγότερο από μία εβδομάδα από την επίσημη ανάληψη της εξουσίας, ο Σαντάμ Χουσεΐν προχώρησε στη σύλληψη 68 υψηλόβαθμων στελεχών του κόμματος Μπάαθ, εκτελώντας 22 εξ αυτών με συνοπτικές διαδικασίες. Ακόμη και αν κάποιοι δεν είχαν κατανοήσει πλήρως τι επρόκειτο να ακολουθήσει, ο Σαντάμ φρόντισε να στείλει ένα ξεκάθαρο μήνυμα για τις προθέσεις του.
Αυτές οι ενέργειες, ωστόσο, αφορούσαν την εσωτερική πολιτική σκηνή του Ιράκ. Στο εξωτερικό, ο Σαντάμ ένιωσε απειλή από την άνοδο του σιίτη Αγιατολάχ Χομεϊνί στο Ιράν και αποφάσισε να στείλει ένα εξίσου σαφές μήνυμα. Στις 22 Σεπτεμβρίου 1980, διέταξε την εισβολή στο Κιουζεστάν, μια πλούσια σε πετρέλαιο επαρχία του Ιράν. Η Δύση, που εκείνη την περίοδο θεωρούσε τον Χομεϊνί μεγαλύτερη απειλή από τον Σαντάμ, παρείχε στήριξη στον τελευταίο και έκανε τα στραβά μάτια όταν ο Ιρακινός ηγέτης χρησιμοποίησε χημικά όπλα για να αποκτήσει πλεονέκτημα στον πόλεμο με το Ιράν. Ο πόλεμος διήρκεσε οκτώ ολόκληρα χρόνια, αφήνοντας βαθιές πληγές και στις δύο πλευρές.
Όταν ο Σαντάμ Χουσεΐν έφτασε στο τέλος της δεκαετίας του ’80, είχε αποκτήσει θάρρος και, αναζητώντας απεγνωσμένα μια διέξοδο για την παραπαίουσα οικονομία του Ιράκ, αποφάσισε να εισβάλει στο Κουβέιτ τον Αύγουστο του 1990. Ωστόσο, η κίνηση αυτή τον έφερε αντιμέτωπο με τις Ηνωμένες Πολιτείες, που φρόντισαν σύντομα να του δείξουν ποιος έχει τον έλεγχο. Τον Ιανουάριο του 1991, το ΝΑΤΟ ξεκίνησε τον Πόλεμο του Κόλπου, εξαπολύοντας ανελέητους βομβαρδισμούς στις ιρακινές δυνάμεις. Μέσα σε έξι εβδομάδες, ο στρατός του Σαντάμ είχε υποχωρήσει, υπογράφοντας μια εκεχειρία που περιλάμβανε, μεταξύ άλλων, την καταστροφή του χημικού οπλοστασίου της χώρας.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, ο Σαντάμ Χουσεΐν διοχέτευσε την οργή του στο εσωτερικό του Ιράκ. Η καταστολή αυξήθηκε δραματικά, με τη βία να γίνεται καθημερινό φαινόμενο. Το 1993, οι Ηνωμένες Πολιτείες και το ΝΑΤΟ βομβάρδισαν ξανά τη Βαγδάτη, εντείνοντας την ασφυκτική πίεση στο καθεστώς. Ο Σαντάμ απάντησε με ακόμα μεγαλύτερη σκληρότητα, εγκαθιδρύοντας μια αδίστακτη δικτατορία που δεν άφηνε περιθώρια ελπίδας στον ιρακινό λαό. Φόβος και δυστυχία κυριάρχησαν, καθώς η χώρα βυθιζόταν στη φτώχεια.
Οι Δυτικοί συνέχισαν να κατηγορούν τον Σαντάμ για την κατοχή παράνομου οπλοστασίου, εξαπολύοντας περιοδικά νέες επιθέσεις. Το Ιράκ είχε πλέον μετατραπεί σε ένα θέατρο πολέμου και απελπισίας, με τον λαό του να υπομένει ατελείωτες κακουχίες.
Από την 11η Σεπτεμβρίου και έπειτα είναι δεδομένο πως ο χρόνος μετρά αντίστροφα για τον Σαντάμ Χουσεΐν. Οι Αμερικάνοι που, πλέον, φοβούνται και τη σκιά τους λένε πως το Ιράκ σχεδιάζει επίθεση στο έδαφος των ΗΠΑ και τοποθετούν τη χώρα της Μέσης Ανατολής στον «Άξονα του Κακού» μαζί με Ιράν και Βόρεια Κορέα. Ο ισχυρισμός ήταν πως ο Σαντάμ Χουσεΐν αναπτύσσει όπλα μαζικής καταστροφής. Αποδείξεις, βέβαια, δεν υπάρχουν αλλά οι Αμερικανοί και το ΝΑΤΟ λένε πως θα εισβάλλουν στο Ιράκ για να τις βρουν. Η εισβολή γίνεται στις 20 Μαρτίου 2003. Στις 9 Απριλίου πέφτει η Βαγδάτη. Ο Σαντάμ Χουσεΐν κρύβεται και διαφεύγει της σύλληψης αλλά οι αμερικάνοι τον κυνηγούν δίχως έλεος. Τον εντοπίζουν και τον συλλαμβάνουν σε ένα υπόγειο καταφύγιο στο Τικρίτ, στις 13 Δεκεμβρίου 2003. Τον κρατάνε για μερικούς μήνες στην αμερικανική βάση στη Βαγδάτη και στη συνέχεια τον παραδίδουν στην προσωρινή ιρακινή διοίκηση της χώρας προκειμένου να δικαστεί.
Η δίκη του ολοκληρώθηκε στις 5 Νοεμβρίου 2006 με την καταδίκη του για εγκλήματα πολέμου. Η ποινή που του επιβλήθηκε ήταν θάνατος δι απαγχονισμού. Ο ίδιος διαμαρτυρήθηκε και ζήτησε να εκτελεστεί από ένοπλο στρατιωτικό απόσπασμα, ωστόσο, η απόφαση δεν άλλαξε. Το μεγαλύτερο, κρισιμότερο και πιο αιματοβαμμένο κεφάλαιο στην ιστορία του Ιράκ, έκλεισε μια ημέρα σαν σήμερα, στις 30 Δεκεμβρίου 2006, όταν όλος ο κόσμος σοκαρισμένος έβλεπε κουκουλοφόρους να κρεμάνε τον άλλοτε πανίσχυρο Σαντάμ Χουσεΐν.