Σπύρος Φωκάς: Πέρασε ένας χρόνος από το θάνατο του διεθνούς Έλληνα ζεν πρεμιέ - Η δόξα και η οικονομική καταστροφή των τελευταίων χρόνων
Έζησε ωραίος ως Έλληνας
Ο Σπύρος Φωκάς, καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Σπυρίδωνος Ανδρουτσόπουλου, είναι ένας από τους λίγους Έλληνες ηθοποιούς με μακροχρόνια διεθνή καριέρα, με τον ίδιο να πεθαίνει μια μέρα σαν σήμερα (10/11) ακριβώς πέρυσι το 2023. Ένας ιδιαίτερα γοητευτικός άνδρας, αρχικά ξεχώρισε σε ρόλους ζεν πρεμιέ, ενώ με την πάροδο του χρόνου το Χόλιγουντ τον καθιέρωσε σε ρόλους Ανατολίτη.
Έχει παίξει δίπλα σε μεγάλες προσωπικότητες του παγκόσμιου κινηματογράφου, όπως η Λάιζα Μινέλι, ο Σιλβέστερ Σταλόνε, ο Αλέν Ντελόν, η Κάθλιν Τέρνερ και ο Μάικλ Ντάγκλας.
Η καριέρα ενός ωραίου Έλληνα
Γεννημένος στην Πάτρα στις 17 Αυγούστου 1937, ο Σπύρος μετακόμισε με την οικογένειά του στην Αθήνα σε ηλικία εννέα ετών. Από μικρή ηλικία ονειρευόταν να γίνει ηθοποιός και πραγματοποίησε το όνειρό του φοιτώντας στη δραματική σχολή του Κωστή Μιχαηλίδη.
Ο Σπύρος Φωκάς έκανε το κινηματογραφικό του ντεμπούτο το 1959 με το βουκολικό δράμα του Ανδρέα Λαμπρινού, «Ματωμένο ηλιοβασίλεμα». Γοήτευσε τόσο τους Έλληνες θεατές όσο και το κοινό του Φεστιβάλ Καννών, όπου η ταινία συμμετείχε επίσημα, σηματοδοτώντας την αρχή της διεθνούς του καριέρας. Την ίδια χρονιά, έκανε την πρώτη του εμφάνιση σε ξενόγλωσση ταινία, πρωταγωνιστώντας στο δράμα του Φράνκο Ρόσι, «Ο θάνατος ενός φίλου», για το οποίο βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο το 1960.
Στη συνέχεια, το 1960, συμμετείχε στην εμβληματική ταινία του Λουκίνο Βισκόντι «Ο Ρόκο και τ’ αδέλφια του», πλάι στους Κατίνα Παξινού, Αλέν Ντελόν και Ανί Ζιραρντό. Τα επόμενα χρόνια, ο Φωκάς εμφανίστηκε σε πολλές διεθνείς παραγωγές σε Ευρώπη και Αμερική, όπως στην κωμική περιπέτεια «Διαμάντι του Νείλου» (1985), τη ψυχροπολεμική ταινία δράσης «Ράμπο Νο 3» (1988) και τη μουσική φαντασία του Βινσέντε Μινέλι «Όταν θέλει η γυναίκα» («A Matter of Time», 1976).
Τα επόμενα χρόνια πρωταγωνίστησε σε πολλές διεθνείς παραγωγές στην Ευρώπη και την Αμερική, όπως η κωμική περιπέτεια «Το Διαμάντι του Νείλου» (1985), η ψυχροπολεμική ταινία δράσης «Ράμπο Νο 3» (1988) και η μουσική φαντασία του Βινσέντε Μινέλι «Όταν θέλει η γυναίκα» («A Matter of Time», 1976).
Με το κύρος της διεθνούς καριέρας του, συμμετείχε σε αρκετές ελληνικές ταινίες της δεκαετίας του '60, όπως τα νεανικά δράματα του Γιάννη Δαλιανίδη «Εγωισμός» (1964) και «Στεφανία» (1966), με συμπρωταγωνίστρια τη Ζωή Λάσκαρη, καθώς και στο δράμα του Γιώργου Σκαλενάκη «Ντάμα Σπαθί» (1966). Ξεχωριστές ερμηνείες προσέφερε στην ταινία του Τάκη Κανελλόπουλου «Σόνια» και στις ταινίες του Γιώργου Καρυπίδη «Επικίνδυνο παιχνίδι» (1982) και «Πεθαμένο λικέρ» (1992).
Η θεατρική του διαδρομή δεν ήταν ανάλογη της παρουσίας του στον κινηματογράφο. Πρωτοεμφανίστηκε στη σκηνή το 1962, δίπλα στη Σμαρούλα Γιούλη, στο έργο του Τζουζέπε Πατρόνι Γκρίφι «Anima Nera».
Συχνότερη ήταν η παρουσία του στη μικρή οθόνη, σε σειρές όπως «Οι κληρονόμοι» (1981), «Το μυθιστόρημα των τεσσάρων» (1981), «Δύο ξένοι» (1997), «Φιλί ζωής» (2002) και «Της αγάπης μαχαιριά» (2006).
Η προσωπική ζωή και τα τελευταία του χρόνια
Στην προσωπική του ζωή, ο Σπύρος Φωκάς είχε τέσσερις γάμους. Το 1958 παντρεύτηκε την ηθοποιό Νία Λειβαδά, στα τέλη της δεκαετίας του ’60 με την αεροσυνοδό Βέτα Ρεμπετσέρι, στα τέλη του '70 με την ελληνοαμερικανίδα διευθύντρια του Φεστιβάλ Ολυμπίας, Ρενέ Πάππας, και το 2013 με την ηθοποιό Λίλιαν Παναγιωτοπούλου. Αξιοσημείωτο είναι ότι και οι τέσσερις γάμοι του διήρκεσαν δέκα χρόνια έκαστος.
Ο Σπύρος Φωκάς απεβίωσε στις 10 Νοεμβρίου 2023 σε κέντρο αποκατάστασης στην Ελευσίνα, σε ηλικία 86 ετών. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του έμενε με τη σύζυγό του στο Καλαμάκι Κορινθίας, αντιμετωπίζοντας σοβαρά προβλήματα υγείας.
«Κοσμοπολίτης, ευγενής, εργατικός, προσηνής και ταυτόχρονα διονυσιακός και απολλώνιος, ο Σπύρος Φωκάς ήταν ωραίος ως Έλληνας». Με αυτά τα λόγια το Υπουργείο Πολιτισμού συνοψίζει την προσωπικότητα του δημοφιλούς ηθοποιού στην αποχαιρετιστήρια ανακοίνωσή του.
Η γυναίκα «αγκάθι» που τον κατέστρεψε οικονομικά την εποχή της δόξας του
Με λόγια αγάπης και θαυμασμού προς το πρόσωπο του σπουδαίου ηθοποιού Σπύρου Φωκά, ο βιογράφος του και συγγραφέας Δημήτρης Μπούκουρας, τον αποχαιρετά μέσα από την συνέντευξη που παραχώρησε στο protothema.gr.
Ο συγγραφέας θυμάται τις ατελείωτες ώρες που πέρασε δίπλα του μέχρι να ολοκληρωθεί το βιβλίο με τίτλο “Σπύρος Φωκάς: Ένα πέρασμα” που εκδόθηκε το 2018 από τις εκδόσεις “Όστρια Βιβλίο”, καθώς και τις δύσκολες στιγμές που βίωσε ο ηθοποιός μετά από μια σοβαρή περιπέτεια με την υγεία του, που είχε ως αποτέλεσμα να του αφήσει μια σειρά από προβλήματα:
«Ο Σπύρος ήταν προσωπικός μου φίλος από τον στρατό, ωστόσο για πολλά χρόνια εξαιτίας της καριέρας του στο εξωτερικό χαθήκαμε» εξομολογείται ο Δημήτρης Μπούκουρας και συνεχίζει:
«Έψαχνα για χρόνια να τον βρω όμως δεν μπορούσα. Όταν έβγαλα το πρώτο μου βιβλίο που ουσιαστικά ήταν η βιογραφία μου, είχα αναφερθεί μέσα σε εκείνον και στην γνωριμία μας.
Το βιβλίο το έδωσα να το διαβάσει τότε η ηθοποιός και σκηνοθέτης Γιούλη Ζήκου, η οποία μόλις έφτασε στο κεφάλαιο που γράφω για τον Φωκά μου λέει “Γνωρίζεις τον Σπύρο;” της λέει “Φίλος μου αλλά τον έχω χάσει” μου λέει τότε “Μην σε νοιάζει θα τον φέρω στην παρουσίαση του βιβλίου σου”. Έτσι ζήσαμε την ημέρα εκείνη μια μεγάλη στιγμή, καθώς βρεθήκαμε ξανά με τον Σπύρο μετά από 50 χρόνια».
Αφορμή για την απόφαση του Σπύρου Φωκά να τον εμπιστευτεί και να του αναθέσει να γράψει την βιογραφία του στάθηκε το δεύτερο βιβλίο του συγγραφέα:
«Στην πορεία έβγαλα και το δεύτερο βιβλίο μου με διηγήματα που του άρεσε πολύ και τότε ήταν που μου ζήτησε να γράψω την βιογραφία του. Δεν το σκέφτηκα καθόλου του είπα αμέσως ναι, καθώς το βρήκα εξαιρετική ιδέα. Χρειάστηκε να κάνουμε πολλές συναντήσεις γιατί τότε ο Σπύρος ήταν άρρωστος δεν ήταν σε καλή κατάσταση, θυμόταν κάποια γεγονότα χωρίς πολλές λεπτομέρειες, που σημαίνει πως πολλά κομμάτια της ζωής του τα κουβεντιάζαμε ξανά και ξανά μέχρι να τα ολοκληρώσουμε. Δυσκολεύτηκα κι εγώ κι εκείνος η αλήθεια είναι αυτή γιατί είχε κάνει μια σοβαρή εγχείριση τότε, για ένα ανεύρυσμα που είχε στην κοιλιακή αορτή. Δυστυχώς αυτό του άφησε κάποιες εγκεφαλικές βλάβες, είχε συμπτώματα εγκεφαλικού, άνοιας, πολλές φορές δεν θυμόταν πράγματα. Μάλιστα η βιογραφία είναι γραμμένη σε πρώτο πρόσωπο, όπως ήθελε κι εκείνος, ώστε να φαίνεται πως τη διηγείται».
Όπως εξηγεί ο συγγραφέας του «Σπύρος Φωκάς: Ένα πέρασμα» ο ηθοποιός για πολλά χρόνια ήταν πικραμένος από συμπεριφορές πασίγνωστων Ελλήνων ηθοποιών, αλλά και από τη μικρή σύνταξη των 600 ευρώ που του έδινε το ελληνικό κράτος, που είχε ως αποτέλεσμα πολλές φορές να μην έχει να πληρώσει ούτε το ενοίκιο του :
«Ο Σπύρος είχε πολλά παράπονα ειδικά από σπουδαίους Έλληνες ηθοποιούς, τους οποίους αν και τους είχε βοηθήσει όταν βρέθηκαν στην Ιταλία με σκοπό να κάνουν καριέρα, εκείνοι του έβαζαν εμπόδια στην Ελλάδα. Πασίγνωστη Ελληνίδα ηθοποιός, ενώ είχε κλείσει τον πρωταγωνιστικό ρόλο μιας ταινίας στην Ελλάδα, την ώρα που αναζητούσε ο σκηνοθέτης τον συμπρωταγωνιστή της, εκείνη είπε “Καλέστε όποιον θέλετε μόνο τον Φωκά μην φέρεται”. Επίσης είχε μεγάλο παράπονο και από το Ελληνικό κράτος που για όλα αυτά τα χρόνια τον είχε με μια σύνταξη της τάξεως των 600 ευρώ, με αποτέλεσμα να μην τα βγάζει πέρα. Όπως έλεγε πολλές φορές γινόταν ρεζίλι γιατί δεν είχε να πληρώσει ούτε και το ενοίκιο του. Αυτή που του στάθηκε αρκετά προς το τέλος ήταν η Άννα Φόνσου»
Στη βιογραφία του ο Σπύρος Φωκάς αναφέρεται και στην γυναίκα που αποτέλεσε το «αγκάθι», ώστε να καταστραφεί οικονομικά, καθώς τον άφησε χωρίς σεντ στους τραπεζικούς του λογαριασμούς:
«Ο Σπύρος Φωκάς ήταν ένας άνθρωπος έξω καρδιά είχε ψώνιο με τον κινηματογράφο και του άρεσε να δουλεύει. Δεν τον ένοιαζε τόσο το να κάνει χρήματα όσο να δουλεύει. Όταν έκανε ειδικά τις δυο ταινίες με τον Σιλβέστερ Σταλόνε το “Ράμπο ΙΙΙ” και το 1985 το “Διαμάντι του Νείλου” με τον Μάικλ Ντάγκλας την διαχείριση των οικονομικών του την είχε η προηγούμενη σύζυγος του μια Ελληνοαμερικανίδα, η οποία τον άφησε ταπί κι έφυγε. Το διαπίστωσε όταν κάποια στιγμή χρειάστηκε χρήματα και πήγε στην τράπεζα, όπου δεν βρήκε στους λογαριασμούς του ούτε σεντ, του τα είχε φάει όλα. Ήταν καλό παιδί και τίμιος άνθρωπος ο Σπύτος σπάνιο ως χάρισμα».