Η Google και η Τεχνητή Νοημοσύνη «δίνουν» την τοποθεσία του τάφου του Μεγάλου Αλεξάνδρου: «Όλα οδηγούν στο ότι βρίσκεται...»
Μήπως τελικά... γνωρίζουν κάτι;
Η πρόσφατη συνέντευξη της κυρίας Ελένης Γλύκατζη-Αρβελέρ, όπου εξέφρασε την άποψή της ότι ο Μέγας Αλέξανδρος είναι θαμμένος στη Βεργίνα και όχι ο πατέρας του, Φίλιππος Β’, όπως πιστεύουν σχεδόν όλοι οι επιστήμονες, προκάλεσε τεράστιο ενδιαφέρον και πολλές συζητήσεις. Η κυρία Αρβελέρ έχει αναπτύξει αυτή τη θεωρία και στο παρελθόν. Στο βιβλίο της «Ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ», Εκδόσεις GUTENBERG 2018, αφιερώνει το επίμετρο στο συγκεκριμένο θέμα, με τίτλο «Πού είναι θαμμένος ο Αλέξανδρος;».
Το ζήτημα της τοποθεσίας του τάφου του Αλεξάνδρου έχει απασχολήσει χιλιάδες κορυφαίους επιστήμονες από όλο τον κόσμο, γεγονός που υπογραμμίζει τη σημαντική προσωπικότητα του Μακεδόνα στρατηλάτη. Δυστυχώς, στην ίδια του τη χώρα, συχνά χλευάζεται, αμφισβητείται και αποκαλείται με προσβλητικά ονόματα όπως «Μεγαλέκος», τα οποία θυμίζουν περιπτερά ή θαμώνα καφενείου και δεν αρμόζουν στη μεγαλύτερη στρατιωτική ιδιοφυΐα όλων των εποχών. Ας εξετάσουμε όμως περισσότερες λεπτομέρειες για το τι αναφέρουν οι αρχαίοι και μεταγενέστεροι συγγραφείς σχετικά με τον τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Η πορεία της σορού... μες στα χρόνια
Ο Μέγας Αλέξανδρος πέθανε στη Βαβυλώνα τον Ιούνιο του 323 π.Χ. Σύμφωνα με τον Διόδωρο τον Σικελιώτη, το σώμα του καθαρίστηκε και τοποθετήθηκε σε φέρετρο από σφυρηλατημένο χρυσό, ενώ άλλοι ιστορικοί αναφέρουν πως τοποθετήθηκε σε γυάλινο φέρετρο γεμάτο με μέλι. Αφού παρέμεινε περίπου δύο χρόνια στη Βαβυλώνα, το 321 π.Χ., ο αντιβασιλέας Περδίκκας διέταξε τη μεταφορά της σορού του Αλέξανδρου στη Μακεδονία, με σκοπό την ταφή του στις Αιγές, όπως και των προγόνων του.
Ωστόσο, η πομπή ανακόπηκε κοντά στη Δαμασκό, όταν ο στρατηγός Αρριδαίος, υπακούοντας στις εντολές του Πτολεμαίου, κατέλαβε τη νεκρική άμαξα και μετέφερε το σώμα στην Αίγυπτο. Έτσι, ο Πτολεμαίος βρέθηκε με το σώμα του Αλέξανδρου, ενώ οι Περδίκκας και Ευμένης κατείχαν τον θώρακα, το διάδημα και τα βασιλικά σκήπτρα. Ο Περδίκκας, εξοργισμένος από την αρπαγή της σορού, εκστράτευσε εναντίον του Πτολεμαίου, αλλά υπέστη πανωλεθρία κοντά στον Νείλο και τελικά δολοφονήθηκε από τους αξιωματικούς του μέσα στη σκηνή του.
Ορισμένοι συγγραφείς σημειώνουν ότι ο Αλέξανδρος είχε εκφράσει την επιθυμία να ταφεί στον ναό του Άμμωνος Διός στην όαση της Σίβα. Ωστόσο, ο Πτολεμαίος αρχικά τον έθαψε στη Μέμφιδα, την τότε πρωτεύουσα της Αιγύπτου σύμφωνα με το μακεδονικό δίκαιο. Η σορός του Αλέξανδρου δεν αποτεφρώθηκε, καθώς είχε ταριχευτεί και πιθανότατα κατασκευάστηκε τάφος με τύμβο.
Ο Thiersch υποστήριξε ότι η αρχική πρόθεση του Πτολεμαίου ήταν να παραμείνει το σώμα του Αλέξανδρου στη Μέμφιδα, αλλά αυτό τελικά δεν συνέβη. Σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή, μεταξύ 298 και 274 π.Χ., η σορός μεταφέρθηκε από τον Πτολεμαίο Φιλάδελφο στην Αλεξάνδρεια, την πόλη που είχε ιδρύσει ο ίδιος ο Αλέξανδρος στην Αίγυπτο. Προς τιμήν του μεγάλου στρατηλάτη, χτίστηκε ένα τέμενος, αντάξιο της δόξας του, το οποίο περιβαλλόταν από τείχος και περιείχε επιβλητικά και πολυτελή κτίσματα.
Ο Στράβων, που επισκέφθηκε την Αλεξάνδρεια το 24 π.Χ. και διέμεινε εκεί για έξι χρόνια, μας παρέχει ενδιαφέρουσες πληροφορίες: «...μέρος των βασιλείων είναι και το καλούμενο Σήμα (Σώμα αναφέρεται στα χειρόγραφα), ένας περίβολος όπου βρίσκονται οι ταφές των βασιλέων (των Πτολεμαίων) και του Αλέξανδρου». Ο Στράβων προσθέτει ότι ο Πτολεμαίος έθαψε τον Αλέξανδρο «όπου ακόμη κείται», αλλά όχι στην αρχική λάρνακα, καθώς ο Πτολεμαίος Ι’ αφαίρεσε τη χρυσή το 89 π.Χ. για να ιδιοποιηθεί το πολύτιμο μέταλλο. Υποδηλώνει ότι στο Σώμα, εκτός από τον Αλέξανδρο, ήταν θαμμένοι και όλοι οι Πτολεμαίοι, και ότι αποτελούσε το βασιλικό νεκροταφείο. Το ίδιο αναφέρουν οι Ψευδοκαλλισθένης, ο Πολύβιος, ο Διόδωρος και άλλοι.
Ο Ζηνόβιος, παροιμιογράφος του 2ου αιώνα μ.Χ., αναφέρει ότι ο Πτολεμαίος Δ΄ ο Φιλοπάτωρ (221-204 π.Χ.) δηλητηρίασε τη μητέρα του με «θανάσιμον βοτάνην» και, προκειμένου να εξιλεωθεί, κατασκεύασε στο κέντρο της Αλεξάνδρειας ένα «μνήμα», γνωστό ως «Σήμα». Την εκδοχή αυτή υποστηρίζουν οι Fraser και Α.Μ. Chugg, οι οποίοι πιστεύουν ότι ο Αλέξανδρος, μετά τη Μέμφιδα, τάφηκε από τον Πτολεμαίο Α΄ στην Αλεξάνδρεια, και πολλά χρόνια αργότερα ο Πτολεμαίος Δ΄ κατασκεύασε νέο μνημείο όπου ενταφίασε τη μητέρα του, τους προπάτορές του και το σώμα του Αλέξανδρου.
Ο Ζηνόβιος τοποθετεί το «Σήμα» στο κέντρο της πόλης, και άρα όχι κοντά στη θάλασσα. Ο Αχιλλέας Τάτιος, στο μυθιστόρημα «Κατά Λευκίππην και Κλειτοφώντα» που γράφτηκε στο δεύτερο μισό του 2ου αιώνα μ.Χ., προσφέρει μια ενδιαφέρουσα περιγραφή. Παρέχει σημαντικές λεπτομέρειες για την Αλεξάνδρεια και τον «Αλέξανδρου Τόπον».
Ο Zogheb και άλλοι ερευνητές ταυτίζουν τον δρόμο όπου βρισκόταν αυτός με την κεντρική επιμήκη οδό, γνωστή ως Κανωβική-Κανωπική, η οποία ταυτίζεται με τη σημερινή οδό el Hurriya ή Fouad el Awal, γνωστή παλιότερα ως Rosette. Στη διασταύρωσή της με μια εγκάρσια πλατιά οδό, τοποθετεί ο Αχιλλέας Τάτιος το «Σήμα» του Αλέξανδρου. Μια άλλη εκδοχή τοποθετεί τον τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου στο νότιο τμήμα της ανατολικής ζώνης της πόλης, δηλαδή βόρεια ή βορειοδυτικά της μεταγενέστερης πύλης της Ροζέτης.
Ο πρώτος Ρωμαίος ηγέτης που επισκέφθηκε τον τάφο του Αλέξανδρου ήταν ο Ιούλιος Καίσαρ που τον θαύμαζε. Όταν μάλιστα είχε δει στον ναό του Ηρακλή στα Γάδειρα (το σημερινό Γιβραλτάρ) εικόνα του Αλέξανδρου «αναστέναξε και οδυρόταν» γιατί ως εκείνη τη στιγμή ο ίδιος ο Καίσαρ δεν είχε κάνει μεγάλα έργα, όπως γράφει ο ιστορικός Σουητώνιος. Ο Λατίνος ποιητής Λουκανός (Lucannus) αναφέρει ότι ενώ ο Καίσαρ βρισκόταν στην Αλεξάνδρεια κατέβηκε στον σκαμμένο τύμβο (ή τάφο) στο άντρο «όπου βρισκόταν ο παράφρων (δεινός) βλαστός του Φιλίππου της Πέλλας που το σώμα του έθαψαν στα άδυτα». Από την περιγραφή αυτή γίνεται φανερό ότι ο Αλέξανδρος είχε ταφεί σε υπόγειο τάφο πιθανώς κάτω από τύμβο κατά τον παραδοσιακό τρόπο των Μακεδόνων.
Ο δεύτερος Ρωμαίος ηγεμόνας που επισκέφθηκε τον τάφο του Αλέξανδρου ήταν ο Οκταβιανός Αύγουστος μετά την κατάληψη της Αιγύπτου. Ο Σουητώνιος αναφέρει ότι «… δείχνοντας του τον τάφο και το σώμα του Αλεξάνδρου του Μεγάλου, που τον έφεραν μπροστά του, του απέδωσε σεβασμό βάζοντας στο κεφάλι του χρυσό στεφάνι και ραίνοντάς το με λουλούδια, όταν όμως ρωτήθηκε αν ήθελε να επισκεφθεί τους Πτολεμαίους, απάντησε ότι ήθελε να δει βασιλιά, όχι νεκρούς». Το ίδιο περιστατικό μνημονεύει και ο Δίων ο Κάσσιος που προσθέτει ότι ο Αύγουστος είδε το σώμα του Αλέξανδρου και το άγγιξε «με αποτέλεσμα, όπως λένε να σπάσει τμήμα της μύτης του».
Ο αυτοκράτορας Σεπτίμιος Σεβήρος επισκέφθηκε την Αλεξάνδρεια το 199-200 μ.Χ., με σκοπό να διερευνήσει τα πάντα, όπως αναφέρει ο Δίων Κάσσιος. Αφαίρεσε όλα τα βιβλία με απόρρητο περιεχόμενο από τα ιερά και ασφάλισε το μνήμα του Αλέξανδρου, ώστε κανείς στο μέλλον να μην μπορέσει να δει το σώμα του ή να διαβάσει τα έγγραφα που υπήρχαν εκεί.
Ο Σεπτίμιος Σεβήρος επέλεξε τον τάφο του Αλέξανδρου ως ασφαλή κρύπτη, κάτι που υποδηλώνει ότι ο τάφος ήταν υπόγειος και ευρύχωρος. Είναι βέβαιο ότι δεν είχαν ενταφιαστεί άλλοι μαζί με τον Αλέξανδρο. Ο τελευταίος Ρωμαίος αυτοκράτορας που επισκέφθηκε τον τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου ήταν ο Καρακάλλας το 215 μ.Χ., όταν ήταν μόλις 12 ετών και πιθανότατα συνόδευε τον πατέρα του, Σεπτίμιο Σεβήρο. Καθώς μεγάλωνε, ο Καρακάλλας ταυτίστηκε παθολογικά με τον Αλέξανδρο.
Ο Δίων αναφέρει ότι ο φρενοβλαβής Καρακάλλας επιθυμούσε να μιμηθεί τον Μακεδόνα βασιλιά, χρησιμοποιώντας όπλα και αντικείμενα που πίστευε ότι του ανήκαν, καθώς και εικόνες του! Παράλληλα, ίδρυσε στη Ρώμη μια φάλαγγα από 16.000 Μακεδόνες, την οποία ονόμασε «φάλαγγα Αλεξάνδρου» και την εφοδίασε με όπλα της εποχής του Αλέξανδρου.
Επιπλέον, διέταξε τη δημιουργία αγαλμάτων με δύο πρόσωπα, του Αλέξανδρου και του δικού του. Ο Καρακάλλας μισούσε τους κατοίκους της Αλεξάνδρειας γιατί τον χλεύαζαν για την γελοία συμπεριφορά του.
Το 215 μ.Χ., ο Καρακάλλας επισκέφθηκε την πόλη με τον στρατό του. Προσέφερε θυσίες στους ναούς και, αφού επισκέφθηκε τον «Αλεξάνδρου μνήμα», άφησε πάνω στη σορό τη χλαμύδα του, τα δαχτυλίδια με τους πολύτιμους λίθους, τη ζώνη του και άλλα πολύτιμα αντικείμενα. Την επόμενη μέρα, προσκάλεσε όλους τους νέους να συγκεντρωθούν στο κέντρο της πόλης με το πρόσχημα ότι θα σχηματίσει φάλαγγα προς τιμήν του Αλέξανδρου, όπως είχε κάνει με τη Μακεδονική.
Ο Καρακάλλας είχε επίσης δημιουργήσει έναν σπαρτιατικό λόχο, τον οποίο ονόμασε «Λακωνικόν» και «Πιτανάτην», με νέους από τη Σπάρτη. Όταν οι νέοι της Αλεξάνδρειας συγκεντρώθηκαν, διέταξε τους στρατιώτες του να τους σφαγιάσουν. Η θάλασσα μπροστά από την πόλη βάφτηκε κατακόκκινη από το αίμα των νέων. Αυτή ήταν η τελευταία επίσκεψη στον τάφο του Αλέξανδρου που αναφέρεται στις πηγές.
Φαίνεται ότι ο Καρακάλλας, παρά την παραφροσύνη του, αποσφράγισε και ξανασφράγισε τον τάφο μετά την επίσκεψή του. Οι Ρωμαίοι έτρεφαν βαθιά εκτίμηση και θαυμασμό για τον Αλέξανδρο, και πιθανώς και άλλοι επισκέφθηκαν τον τάφο του, όπως ο Καλιγούλας με τον πατέρα του Γερμανικό, ο Αδριανός, ο Βεσπασιανός και ο Τίτος. Λέγεται ότι ο Καλιγούλας φορούσε έναν θώρακα που, σύμφωνα με μια εκδοχή, ανήκε στον Αλέξανδρο και τον είχε κλέψει όταν επισκέφθηκε τον τάφο.
Όταν πέθανε ο Αλέξανδρος οι σύντροφοί του θεώρησαν ότι δεν είχε πεθάνει πραγματικά αλλά, όπως παλιά ο Ηρακλής, άφησε τον κόσμο για να ενωθεί με τους θεούς. Το 334/335 π.Χ. πόλεις-κράτη στα νησιά του Αιγαίου και τις μικρασιατικές ακτές είχαν αποδώσει τιμές στον Αλέξανδρο και του είχαν αφιερώσει ένα ιερό, αγώνες και θυσίες κυρίως γιατί τους απάλλαξε από τον περσικό ζυγό. Θεϊκές τιμές του είχε απονείμει και η Αθήνα.
Η επίσημη λατρεία του Αλέξανδρου καθιερώθηκε από τον Πτολεμαίο μεταξύ 311 π.Χ. και 285 π.Χ. Κάθε χρόνο η Αλεξάνδρεια γιόρταζε τη μνήμη του ιδρυτή της. Ο σεβασμός που έτρεφαν οι Μακεδόνες στη μνήμη του Αλέξανδρου ήταν τεράστιος. Αυτό συνεχίστηκε όπως είδαμε και στα ρωμαϊκά χρόνια. Κέντρο της λατρείας του ήταν η Αλεξάνδρεια και η Αμμωνιακή, η περιοχή γύρω από την όαση της Σίβα. Εικόνες, βωμοί και αγάλματα του υπήρχαν όμως σε ολόκληρη την αχανή αυτοκρατορία. Από τα Γάδειρα (Γιβραλτάρ) στη Δύση ως τον Βαρυσθένη (Δνείπερο) στον βορρά.
Ακόμα και μετά τον θάνατο του Μεγάλου Κωνσταντίνου κυκλοφόρησαν θρησκευτικά μετάλλια με την επιγραφή «Alexander filius dei» (Αλέξανδρος Υιός Θεού) και φοριούνταν στον λαιμό ως φυλαχτά κατά της βασκανίας. Μεγάλη διάδοση είχαν στα χρόνια των αυτοκρατόρων Βαλεντινιανού και Βάλεντα (364-378) αν και οι δύο αυτοκράτορες καταδίκασαν την ειδωλολατρία. Εκείνη την εποχή ο τάφος και το λείψανο του Αλέξανδρου χρησιμοποιούνταν από τους εθνικούς ως «αντίβαρο» στον τάφο του Χριστού, κάτι που έκανε τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο να καυτηριάσει έντονα τη θεοποίηση του Αλέξανδρου.
Πάντως ο Χρυσόστομος γύρω στο 400, στη Β’ Επιστολή του προς Κορινθίους θέτει το ερώτημα πού βρίσκεται ο τάφος του Αλέξανδρου στο Σήμα, κάτι που φαινομενικά δείχνει ότι υπήρχε πλέον άγνοια για τη θέση του, στην πραγματικότητα όμως ήθελε να τονίσει πόσο ασήμαντος ήταν ο Αλέξανδρος μπροστά στον Χριστό. Είχαν προηγηθεί στα χρόνια του Μεγάλου Θεοδοσίου (γύρω στο 390) φοβερές καταστροφές στην Αλεξάνδρεια από Χριστιανούς, αρχαίων αγαλμάτων και θεών, ιδιαίτερα επί Πατριαρχών Θεόφιλου και Κύριλλου.
Μεταξύ άλλων, κατέστρεψαν το Σεραπείον και το άγαλμα του θεού Σάραπι, χτίζοντας παντού εκκλησίες και πολεμώντας άγρια την ειδωλολατρία με αποκορύφωμα τη δολοφονία από μαινόμενο πλήθος Χριστιανών της φιλοσόφου Υπατίας (415). Υπάρχει η εκδοχή ότι ο τάφος του Μεγάλου Αλεξάνδρου εξαφανίστηκε στα τέλη του 3ου αιώνα από επιδρομές ή ταραχές στην Αλεξάνδρεια ή αργότερα (4ος-5ος αι.) από τη μανία των Χριστιανών και το σώμα του μεταφέρθηκε από τους ειδωλολάτρες σε πιο ασφαλές μέρος. Ο Saunders υποθέτει ότι μπορεί να μεταφέρθηκε στην όαση Σίβα στην «αγκαλιά» του Άμμωνος Διός.
Σταδιακά πάντως ο Αλέξανδρος άρχισε να χάνει τα ειδωλολατρικά του γνωρίσματα και άρχισε να ταυτίζεται κατά κάποιον τρόπο με τον Μέγα Κωνσταντίνο. Στις αρχές του 5ου αιώνα αναφέρεται ότι έγινε και επίσκεψη του μεγάλου ασκητή αβά Σισώη στον τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Αν και η επίσκεψη αυτή αμφισβητείται από πολλούς στον Μέγα Συναξαριστή όπου και ο Βίος του Αγίου αναφέρονται τα εξής: «Ούτος ο Όσιος, ελθών ποτέ εις τον τάφον του Μεγάλου Αλεξάνδρου, του πάλαι ποτέ διαλάμψαντος βασιλέως των Ελλήνων έστη προ αυτού και βλέπων αυτόν έφριττεν αναλογιζόμενος το άστατον του καιρού και της δόξης το πρόσκαιρον…».
Το 642 η Αλεξάνδρεια έπεσε σε αραβικά χέρια και χιλιάδες Έλληνες την εγκατέλειψαν, όμως η πόλη συνέχιζε να βρίσκεται σε ακμή. Ο Αλέξανδρος ονομαζόταν από τους Μουσουλμάνους Dhu I- Karnayn (δίκερως) και μνημονεύεται στο Κοράνι. Αντιμετώπισε σύμφωνα μ’ αυτό τους Γωγ και Μαγώγ, δύο ακάθαρτους λαούς που αναφέρονται για πρώτη φορά στη «Γένεση» ως εχθροί των Εβραίων.
Τον 9ο αιώνα ο Άραβας ιστορικός Ibu Abdel Hakim μας παρέδωσε έναν κατάλογο των τότε υπαρχόντων τζαμιών της Αλεξάνδρειας. Ανάμεσά τους αναφέρει και το τζαμί του Dhu I- Karnayn «που βρίσκεται κοντά στην πόλη και την έξοδο». Το τζαμί αυτό έχει σχέση με τον Αλέξανδρο και πιθανότατα με τον τάφο του. Η μνεία του τζαμιού αυτού δείχνει ότι ο τάφος εξακολουθούσε να υπάρχει. Η επόμενη μνεία του γίνεται από τον Άραβα ιστορικό και γεωγράφο Masudi (896-956) γνωστό ως «Ηρόδοτο των Αράβων»: «Και ο τάφος του κατασκευασμένος από μάρμαρο, γνωστός ως τάφος του Αλεξάνδρου, παραμένει στη θέση του (in situ) στην πόλη της Αλεξάνδρειας στη χώρα της Αιγύπτου ως σήμερα, δηλαδή το έτος από Εγίρας 332 (954 μ.Χ.)».
Στα μέσα του 14ου αιώνα, ο Ιταλός ουμανιστής Πετράρχης πρότεινε στον φίλο του, Giovanni di Mandello, να επισκεφθεί τον τάφο ενός Έλληνα βασιλιά. Δεν είναι σαφές αν αναφερόταν στον τάφο των Πτολεμαίων ή σε αυτόν που αργότερα θεωρήθηκε ως ο τάφος του Αλέξανδρου, ο οποίος βρισκόταν στην καρδιά της Αλεξάνδρειας μέσα σε μικρό οίκημα, παρόμοιο με παρεκκλήσι, στο τζαμί Attarin. Ο Λέων ο Αφρικανός είναι ο πρώτος που μνημονεύει αυτό το σημείο.
Στο έργο του, «Voyages d’ Egypte et de Nubie» (Κοπεγχάγη, 1755), ο F.L. Norden αναφέρει: «Ο τάφος του Αλέξανδρου, που σύμφωνα με έναν συγγραφέα υπήρχε ακόμα αυτή την εποχή και ήταν σεβάσμιος για τους Σαρακηνούς, σήμερα δεν είναι πλέον ορατός. Ακόμα και η λαϊκή παράδοση έχει χαθεί εντελώς». Ο αρχιμανδρίτης Κωνστάντιος στο έργο του «Αρχαία Αλεξάνδρεια», που εκδόθηκε στη Μόσχα το 1803, επιβεβαιώνει την ίδια άποψη. Σύμφωνα με τον Χ. Τζάλλα, από το 1459 έως το 1790, μόνο το 10% των περιηγητών αναφέρεται στον τάφο του Αλέξανδρου, ένδειξη ότι δεν υπήρχε πλέον.
Οι περισσότερες μεταγενέστερες αναφορές ανήκουν στον 15ο-16ο αιώνα, όπως αυτές του Λέοντα του Αφρικανού, του Ισπανού περιηγητή Μαρμόλ που επισκέφθηκε την Αλεξάνδρεια το 1546, και του Γάλλου Ampere που επισκέφθηκε την πόλη στα μέσα του 19ου αιώνα. Ο A.M. Chugg υποστηρίζει (2002) ότι τα λείψανα του Αλέξανδρου βρίσκονται στη Βενετία, καθώς κλάπηκαν από Βενετούς εμπόρους που πίστεψαν ότι ανήκαν στον Άγιο Μάρκο και σήμερα βρίσκονται στον καθεδρικό ναό της πόλης.
Τι αναφέρουν Google και Τεχνητή Νοημοσύνη
Σε αυτό το σημείο και με βάση τα όσα μας έχει προσφέρει η τεχνολογία αποφασίσαμε να ρωτήσουμε την Τεχνητή Νοημοσύνη και τη διάσημη μηχανή Chat GPT, την ίδια στιγμή που η ίδια η Google μας... δίνει την Αλεξάνδρεια ως τοποθεσία με μια απλή αναζήτηση.
Φυσικά οι απαντήσεις που δίνει απέχουν παρασάγγας από όσα έχουν αναφέρει έγκριτοι ιστορικοί, όπως η κυρία Αρβελέρ, ωστόσο δοκιμάσαμε την τύχη μας και πήραμε την παρακάτω απάντηση αναφορικά με την τελευταία κατοικία του μεγαλύτερου στρατηλάτη που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα.
«Η ακριβής τοποθεσία του τάφου του Μεγάλου Αλεξάνδρου αποτελεί θέμα συζήτησης και ίντριγκας εδώ και αιώνες. Σύμφωνα με ιστορικές μαρτυρίες, ο Αλέξανδρος θάφτηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, αλλά η συγκεκριμένη τοποθεσία του τάφου του μέσα στην πόλη είναι άγνωστη. Κάποιοι πιστεύουν ότι ο τάφος του θα μπορούσε να βρίσκεται κάτω από τη σύγχρονη πόλη της Αλεξάνδρειας, ενώ άλλοι υποστηρίζουν ότι μπορεί να βρισκόταν σε ένα χαμένο πλέον μαυσωλείο.
Έχουν αναφερθεί αρκετές ανακαλύψεις αυτού που πιστεύεται ότι ήταν ο τάφος του Αλέξανδρου, αλλά καμία δεν έχει αποδειχθεί οριστικά ότι είναι αυθεντική. Η αναζήτηση του τάφου του συνεχίζει να αιχμαλωτίζει τη φαντασία των αρχαιολόγων και των ιστορικών και παραμένει ένα από τα μεγάλα άλυτα μυστήρια της αρχαίας ιστορίας.
Σε όλη την ιστορία, πολυάριθμες αφηγήσεις και θρύλοι έχουν περικυκλώσει τον τελευταίο τόπο ανάπαυσης του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Μερικές ιστορίες υποδηλώνουν ότι το σώμα του μεταφέρθηκε στην πόλη Μέμφις της Αιγύπτου, ενώ άλλες υποστηρίζουν ότι ο τάφος του βρισκόταν στην Περσία, όπου κατέκτησε περίφημα μεγάλο μέρος του γνωστού κόσμου.
Μια από τις πιο διάσημες θεωρίες σχετικά με τον τάφο του Αλέξανδρου είναι ότι βρισκόταν στην αρχαία πόλη Σίβα, όπου ταξίδεψε για να συμβουλευτεί το Μαντείο του Αμούν μετά την κατάκτηση της Αιγύπτου. Σύμφωνα με ορισμένες μαρτυρίες, ο Αλέξανδρος εξέφρασε την επιθυμία να ταφεί στη Σίβα, αλλά η ακριβής τοποθεσία του τάφου του παραμένει μυστήριο.
Παρά τους αιώνες εικασιών και εξερευνήσεων, η πραγματική τοποθεσία του τάφου του Μεγάλου Αλεξάνδρου δεν έχει ακόμη επιβεβαιωθεί οριστικά. Η αναζήτηση για την τελική ανάπαυσή του συνεχίζει να συναρπάζει ιστορικούς, αρχαιολόγους και ενθουσιώδεις, προσθέτοντας στον διαρκή μυστήριο που περιβάλλει μια από τις μεγαλύτερες μορφές της αρχαίας ιστορίας.
Η Βεργίνα, που βρίσκεται στη βόρεια Ελλάδα, είναι μια άλλη τοποθεσία που έχει συνδεθεί με τον τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ωστόσο, αυτή η τοποθεσία συνδέεται πιο εμφανώς με τον τάφο του πατέρα του Αλέξανδρου, του βασιλιά Φιλίππου Β' της Μακεδονίας.
Το 1977, ο αρχαιολόγος Μανώλης Ανδρόνικος ανακάλυψε έναν βασιλικό τάφο στη Βεργίνα που πιστεύεται ότι ανήκε στον βασιλιά Φίλιππο Β', πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ο τάφος περιείχε πληθώρα τεχνουργημάτων, συμπεριλαμβανομένης μιας χρυσής λάρνακας (ταφικό φέρετρο) που περιείχε τα αποτεφρωμένα λείψανα ενός ενήλικου αρσενικού, ένα διάδημα με σχέδιο έκρηξης αστεριών και άλλα βασιλικά αντικείμενα.
Η ανακάλυψη του τάφου του βασιλιά Φιλίππου Β' στη Βεργίνα ήταν ένα σημαντικό αρχαιολογικό εύρημα και παρείχε πολύτιμες γνώσεις για τις βασιλικές ταφικές πρακτικές της αρχαίας Μακεδονίας. Ωστόσο, δεν υπάρχουν συγκεκριμένα στοιχεία που να υποδηλώνουν ότι ο Μέγας Αλέξανδρος θάφτηκε στη Βεργίνα.
Ενώ η Βεργίνα παραμένει σημαντικός τόπος όσον αφορά την ιστορία και την αρχαιολογία της Μακεδονίας, η έρευνα για τον τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου συνεχίζει να αιχμαλωτίζει ερευνητές και ιστορικούς σε όλο τον κόσμο, με διάφορες θεωρίες και εικασίες να τροφοδοτούν τη συνεχιζόμενη αναζήτηση για την εξιχνίαση του μυστηρίου της τελικής ανάπαυσής του».