Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024

Θρήνος! Πέθανε ο Richard H. Kirk, ιδρυτικό μέλος των Cabaret Voltaire

Σε ηλικία 65 ετών

21 Σεπτεμβρίου 2021 21:29
Θρήνος! Πέθανε ο Richard H. Kirk, ιδρυτικό μέλος των Cabaret Voltaire
Από ATHENSMAGAZINE TEAM

Ο μουσικός Richard H. Kirk, ιδρυτικό μέλος του συγκροτήματος Cabaret Voltaire, έφυγε από τη ζωή, σε ηλικία 65 ετών.

Η δισκογραφική εταιρεία Mute Records, από την οποία κυκλοφόρησαν τόσο σόλο άλμπουμ του καλλιτέχνη της ηλεκτρονικής μουσικής αλλά και άλμπουμ της μπάντας επιβεβαίωσε τη δυσάρεστη είδηση κάνοντας, μεταξύ άλλων, λόγο για μια δημιουργική ιδιοφυία.

Richard H. Kirk,

Γεννημένος το 1956, ο Kirk μεγάλωσε στη βιομηχανική περιοχή του Σέφιλντ της Αγγλίας, αναπτύσσοντας από νωρίς ενδιαφέρον για τη ντανταϊστική τέχνη και την πολιτική, με μαρξιστικές καταβολές. Εμπνευσμένος από τους Roxy Music και τον Brian Eno, ίδρυσε το 1973 τους Cabaret Voltaire, δανειζόμενος το όνομά τους από ένα κλαμπ στη Ζυρίχη που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη του dada. Μαζί με τους Human League, θα έβαζαν την πόλη του Σέφιλντ στον παγκόσμιο μουσικό χάρτη.

Οι Cabaret Voltaire υπήρξαν πρωτοπόροι στην εξέλιξη του industrial ήχου, με θεατρικούς στίχους, εμπνευσμένους σε μεγάλο βαθμό από τον William S. Burroughs. Ήταν η πρώτη μπάντα που έπαιξε ζωντανά στο ιστορικό Haçienda του Μάντσεστερ, υπογράφοντας το πρώτο τους μεγάλο συμβόλαιο στην ΕΜΙ το 1987 για τον δίσκο τους, Code. Προηγούμενές τους δουλειές είχαν κυκλοφορήσει στην, επίσης, ιστορική Rough Trade.

Κυκλοφόρησαν αγαπημένα άλμπουμ στα μέσα έως τα τέλη της δεκαετίας του ’80 όπως Mix-Up (1979), The Voice of America (1980), Red Mecca (1981), 2×45 (1982), Crackdown (1983), Microphonies (1984), The Covenant, The Sword and the Arm of the Lord (1985), Code (1987), Groovy Laidback & Nasty (1990), Body & Soul (1991), Plasticity (1992), International Language (1993) και The Conversation (1994).

Ένα από τα καλύτερα άλμπουμ τους είναι μια συλλογή που ονομάζεται Radiation που κυκλοφόρησε μετά τη διάσπασή τους, η οποία περιλαμβάνει τραγούδια από τις συμμετοχές τους στο BBC Radio 1.

Πέθανε ο μουσικός παραγωγός Lee Scratch Perry

Πέθανε ο μουσικός παραγωγός Lee Scratch Perry

Ένας από τους σπουδαιότερους παραγωγούς και μουσικούς της Τζαμάικα , ο Lee Scratch Perry έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 85 ετών.

Γνωστός από την πρωτοποριακή του δουλειά στη roots reggae και τη dub, άλλαξε δραστικά τον ήχο της Τζαμαϊκανής μουσικής. Θλίψη και στον αθλητικό χώρο καθώς πέθανε ο πρώην πρόεδρος της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής.

Όπως ανακοίνωσαν τα ειδησεογραφικά πρακτορεία της χώρας. ο Perry νοσηλευόταν σε ένα νοσοκομείο στη Lucea, στη Βόρεια Τζαμάικα. Η αιτία θανάτου του δεν έχει γίνει ακόμη γνωστή. Ο πρωθυπουργός της χώρας Andrew Holness εξέφρασε τα συλλυπητήρια του στην οικογένεια του.

Ο Lee Scratch Perry, όπως αναφέρει η Lifo, ήταν υπεύθυνος για τα looping tempos του ήχου της roots reggae που αργότερα έκανε γνωστή στον πλανήτη ο Bob Marley όπως επίσης για την dub παραγωγή του με την στοιχειωτική χρήση της ηχού που αργότερα θα είχε τεράστια σε μουσικά είδη, όπως το post-punk, το χιπ χοπ, η χορευτική μουσική, κ.α.

 Πέθανε ο μουσικός παραγωγός Lee Scratch Perry

Λίγα λόγια..

Ο Perry γεννήθηκε το 1936 στο Rainford Hugh Perry στην περιοχή του Hanover της βορειοδυτικής Τζαμάικα και άφησε το σχολείο όταν ήταν ακόιμα παιδί. «Δεν υπήρχε τίποτα να κάνω τότε παρά να δουλέψω στα χωράφια, έτσι άρχισα να παίζω ντόμινο και να μαθαίνω να διαβάζω το μυαλό των άλλων», είπε. Τον προσέλαβε ο Clement “Coxsone” Dodd, ιδιοκτήτης του Studio One – της δισκογραφικής εταιρείας και του στούντιο ρέγκε – αρχικά σαν βοηθό του και μετά σαν DJ, ανιχνευτή ταλέντων και τελικά ως μουσικό. Το παρατσούκλι ‘Scratch’ βγήκε από μια πρώιμη ηχογράφηση του το 1965.

Στον πρώτο από τους αμέτρητους καυγάδες του, ο Perry μάλωσε με τον Dodd και άρχισε να δουλεύει με τον παραγωγό Joe Gibbs – αργότερα τα έσπασε και με αυτόν. Γινόταν ολοένα και ανεξάρτητος, σχηματίζοντας τους Upsetters, το δικό του συγκρότημα, με μια σειρά από πρώιμες ηχογραφήσεις που αντλούσαν εμμονικά στοιχεία από τα spaghetti western: Return of Django, Clint Eastwood, The Good, the Bad and the Upsetters.

To 1973, έφτιαξε το δικό του στούντιο, το ιστορικό Black Ark. Πειραματιζόταν με drum machines και οτιδήποτε μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως εξοπλισμός στο στούντιο, όπως, επίσης, με όπλα, σπασμένα ποτήρια, και ήχους από ζώα. Συνήθιζε να φυσάει καπνό μαριχουάνα στα master tapes για να εμπλουτίσει με αυτόν τον τρόπο τις ηχογραφήσεις.

Καινοτόμησε πάνω στην τεχνική των dub βερσιόν στα ρέγκε κομμάτια με το να δίνει έμφαση στο μπάσο και με το να αφαιρεί πολλές φορές τα φωνητικά και να προσθέτει ένα reverb για να δημιουργήσει μια απόκοσμη ηχώ που να δίνει ηχητικό βάθος. «Βλέπω το στούντιο σαν ένα ζωντανό οργανισμό, σαν τη ζωή την ίδια», έλεγε. «Η μηχανή πρέπει να ζει και να είναι νοήμων.Τότε βάζω το μυαλό μου μέσα στην μηχανή και η μηχανή φτιάχνει την πραγματικότητα».

Οι Upsetters ηχογράφησαν για το άλμπουμ War Ina Babylon σε παραγωγή Perry που ήταν μέρος του κύματος της πολιτικής ρέγκε που βγήκε στα μέσα της δεκαετίας του ’70 και έβγαλε ένας από τους σημαντικότερους ύμνους του είδους, το Chase the Devil. Άλλα κλασικά κομμάτια και άλμπουμ που έκανε παραγωγή ο Perry ήταν το Heart of the Congos των Congos και το τεράστιο χιτ του Junior Murvin, Police and Thieves που γράφτηκε σαν διαμαρτυρία ενάντια στην αστυνομική βία και αργότερα έκαναν διασκευή οι Clash – στους οποίους έκανε αργότερα παραγωγή το 1977, ο Perry στο Complete Control.

 

Κόσμος

Ροή ειδήσεων

Share