Στο στόχαστρο τα καταστήματα στην Αθήνα: Ανάμεσα στην τάξη και στην στοχοποίηση

Η αντιπαράθεση ανάμεσα στον Δήμο και τους επαγγελματίες της Αθήνας
Στην καρδιά της Αθήνας, ο δημόσιος χώρος μετατρέπεται σε πεδίο αντιπαράθεσης ανάμεσα σε δύο κόσμους: εκείνον των πολιτών που ζητούν ελεύθερη πρόσβαση και εκείνον των επαγγελματιών που προσπαθούν να επιβιώσουν μέσα σε ένα απαιτητικό οικονομικό περιβάλλον.
Οι επιχειρήσεις της Δημοτικής Αστυνομίας και το ζήτημα του δημόσιου χώρου
Οι πρόσφατες επιχειρήσεις της Δημοτικής Αστυνομίας, που στοχεύουν στην αποκατάσταση της νομιμότητας στα πεζοδρόμια και στις πλατείες της πόλης, αναδεικνύουν ένα χρόνιο ζήτημα: πώς μπορεί να συνυπάρξει η ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας με τον σεβασμό των κανόνων που διασφαλίζουν την ποιότητα ζωής όλων. Ανάμεσα σε λουκέτα, αντιδράσεις και νέα ψηφιακά εργαλεία ελέγχου, η Αθήνα φαίνεται να αναζητά μια νέα ισορροπία – μια πόλη πιο προσβάσιμη, πιο δίκαιη και, ίσως, πιο ανθρώπινη.
Διαβάστε επίσης
Όπως έφεραν στο φως «Τα Νεα», οι κλιμακούμενες επιχειρήσεις της Δημοτικής Αστυνομίας στις πιο κεντρικές περιοχές της Αθήνας, με στόχο καταστήματα εστίασης που καταλαμβάνουν παράνομα δημόσιο χώρο, φέρνουν στο φως ένα διαχρονικό πρόβλημα – και μαζί του, την ισορροπία ανάμεσα στο δικαίωμα του πολίτη και την αγωνία τού επαγγελματία. «Όπου υπάρχουν παράνομα τραπεζοκαθίσματα, θα μπαίνει λουκέτο. Οι σφραγίσεις δεν συνιστούν τιμωρία, αλλά απόδοση δικαιοσύνης για την κοινωνία» υπο-γραμμίζει ο αντιδήμαρχος, Θωμάς Γεωργιάδης.Για πρώτη φορά, η δημοτική αρχή δείχνει ότι οι κανόνες δεν είναι θε-ωρητικοί, όπως δείχνουν τα σχετικά στοιχεία για τις σφραγίσεις κατα-στημάτων.
«Η παράνομη κατάληψη από καταστήματα, μαζί με το αντι-κοινωνικό παρκάρισμα είναι κύριες αιτίες που εμποδίζουν την ελεύθερη διέλευση των πολιτών στον δημόσιο χώρο και κυρίως των ατόμων με ανα-πηρία» συνεχίζει ο κ. Γεωργιάδης. «Η ελεύθερη διέλευση είναι δικαίωμα, όποιος καταπατά παράνομα δημόσιο χώρο, καταπατά το δικαίωμα όλων μας. Και ευτυχώς υπάρχουν νόμοι που το διασφαλίζουν και δεν έγκει-ται μόνο στην ενσυναίσθηση και τον σεβασμό που μπορεί να έχει κανείς για το κοινωνικό σύνολο».
Η τοποθέτησή του μοιάζει ξεκά-θαρη, αλλά τα πράγματα δεν φαίνο-νται τόσο απλά, όπως δείχνουν και οι αντιδράσεις των επαγγελματιών.Ο Γ.Π., ιδιοκτήτης καφέ στο Μετα-ξουργείο, είδε το κατάστημά του να σφραγίζεται για τρεις ημέρες μέσα στον Σεπτέμβριο. «Δεν λέμε να μην τηρούνται οι κανόνες. Αλλά το καλοκαίρι, όταν το πεζοδρόμιο είναι άδειο και δεν ενοχλούμε κανέναν, γιατί να μας τιμωρούν με σφράγισμα; Θα μπορούσε να υπάρχει μια προειδοποίηση, μια συνεργασία, όχι κατευθείαν λουκέτο».
Στα λόγια του αποτυπώνεται η αγωνία ενός μικρού επαγγελματία που προσπαθεί να κρα-τήσει ζωντανό το μαγαζί του, ενώ η πόλη αλλάζει ρυθμούς. Η δημοτική πολιτική, που βασίζεται σε ψηφιακά μέσα και νέα εργαλεία, φαίνεται για πολλούς να ήρθε «από-τομα». «Δεν είμαστε ενάντια στους ελέγχους, αλλά όταν δεν υπάρχει ενημέρωση για τις εφαρμογές, για τα QR code που πρέπει να έχουμε και μετά ξαφνικά έρχονται να μας γράψουν, νιώθεις σαν να σε στοχο-ποιούν». Σε ψύχραιμο τόνο, ο Γιώργος Καββαθάς, πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ, σημειώνει πως «κατ’ αρχάς δεν τίθεται ζήτημα ως προς την πρόσβαση που πρέπει να έχουν τα ΑμεΑ, αλλά και ευρύτερα οι πολίτες, όπως οι οικο-γένειες με καρότσι.
Οι περιορισμοί στα τραπεζοκαθίσματα επηρεάζουν τις επιχειρήσεις, ιδιαίτερα τα μικρό-τερα καταστήματα, αφού μειώνουν τον διαθέσιμο χώρο εξυπηρέτησης και τον τζίρο. Θα μπορούσε, όπου είναι εφικτό, να δίνεται η δυνατό-τητα χρήσης περισσότερου χώρου, ώστε να αντισταθμίζεται η απώλεια και ταυτόχρονα να διασφαλίζεται η πρόσβαση των πεζών και των ΑμεΑ». Η φράση «νομιμότητα με βιωσι-μότητα» επανέρχεται συχνά στη συ-ζήτηση.
«Χρειάζεται διαβούλευση με τις τοπικές συλλογικότητες των επιχειρήσεων, ώστε να διαμορφώνο-νται ρυθμίσεις που συνδυάζουν νομι-μότητα και βιωσιμότητα, με ενιαίους κανόνες από τους δήμους» τονίζει ο ίδιος. Για τους ελέγχους προσθέτει ότι «συχνά εφαρμόζονται αποσπασματικά και με τιμωρητική λογική, δημιουργώντας αίσθηση αδικίας.
Θα βοηθούσε ένα στάδιο σύστασης πριν από τις κυρώσεις, με εύλογο χρόνο συμμόρφωσης». Οσο για τις ψηφιακές εφαρμογές, παραμένει επι-φυλακτικός: «Παρουσιάζονται ως καινοτομίες, αλλά δεν λύνουν τα βασικά προβλήματα: την έλλειψη ενιαίων κα-νόνων, τις ανισότητες ανάμεσα στους δήμους και την απουσία ουσιαστικού διαλόγου με τους επαγγελματίες».
«Η Αθήνα είναι μια δύσκολη πόλη»
Η εντεταλμένη δημοτική σύμβουλος Προσβασιμότητας, Ελενα Μαντζαβί-νου, γνωρίζει καλά τις δυσκολίες της πόλης: «Η Αθήνα είναι μια δύσκολη πόλη, νομίζει κανείς ότι στρέφεται ενάντια στους κατοίκους της, αντί να διευκολύνει την καθημερινότητα. Εχουμε να αντιμετωπίσουμε επιλογές άλλων εποχών, όπως τα ιδιαίτερα στε-νά πεζοδρόμια σε πολλές γειτονιές, αλλά και νεότερες παρεμβάσεις, όπως οδεύσεις τυφλών που καταλήγουν σε σκάλες ή δεν πηγαίνουν πουθε-νά.
Είμαστε η μόνη ευρωπαϊκή πόλη που επιλέγουμε να κινούμαστε στην άσφαλτο αντί για τα πεζοδρόμια» λέει. Ο ίδια προσθέτει: «Πάμε όμως τώρα να δώσουμε μια νέα προοπτική στην πόλη. Συνεχίστηκαν έργα ανακατα-σκευής και βελτίωσης πεζοδρομίων και ραμπών, αφαιρέθηκαν εμπόδια, έγιναν συναντήσεις με αναπηρικούς φορείς και συλλόγους πεζών, για να είναι στοχευμένες και κατάλληλες οι παρεμβάσεις με όρους προσβασιμό-τητας. Εχουμε παραλάβει τη μελέτη του έργου “7 προσβάσιμες διαδρομές στον Δήμο της Αθήνας” και ξεκινάμε τα τεχνικά έργα για την υλοποίησή τους»
Η σημασία της πολιτικής βούλησης
Η εξίσωση είναι, αναμφίβολα, δύσκολη. Από τη μία, βλέπεις τον επιχειρη-ματία να αγωνιά για το μεροκάματο. Από την άλλη, τον πεζό να διεκδικεί το δικαίωμά του στο πιο απλό πράγμα: να περπατήσει. Κάπου ανάμεσα, η δημοτική αρχή προσπαθεί να κρατήσει ισορροπία – με νόμους, QR code και σφραγίδες. Η πόλη δείχνει να περνάει από μια περίοδο «χαλαρότητας» σε μια νέα φάση ευθύνης.Ο Θ. Γεωργιάδης το λέει χωρίς πε-ριστροφές: «Επιτέλους, επιτρέψτε μου να πω, που υπάρχει η πολιτική βούληση και δεν κάνουμε πλέον τα στραβά μάτια. Θεωρώ πολύ κρίσιμη τη διαδι-κασία των σφραγίσεων που ξεκίνησε ο Δήμος Αθηναίων. Θα επιθυμούσα να μην ήταν απαραίτητο και θέλω να πιστεύω ότι η μεγάλη πλειοψηφία θα λειτουργήσει τελικά όπως είναι το προβλεπόμενο.
Εξοργίζομαι κυριολε-κτικά όταν βλέπω τραπεζοκαθίσματα πάνω σε οδεύσεις τυφλών. Και να σας πω και κάτι, με στενοχωρεί πολύ όταν βλέπω τους ανθρώπους που κάθονται και τρώνε ή πίνουν τον καφέ τους σε αυτές τις καρέκλες, σε αυτά τα τραπέζια. Για μένα σημαίνει ότι δεν βλέπουν κανέναν άλλον πέρα από τον εαυτό τους».
Ανάμεσα στις ράμπες που ξαναφαίνονται, τα πεζοδρόμια που καθαρίζονται και τα τραπεζο-καθίσματα που απομακρύνονται, η Αθήνα μοιάζει να αναμετράται με τον εαυτό της. Οι έλεγχοι συνεχίζονται – και μαζί τους, η συζήτηση για το τι σημαίνει δικαιοσύνη στον δημόσιο χώρο. Για άλλους, είναι αυστηρότητα. Για άλλους, επιτέλους δικαίωση. Και για όλους, ένα στοίχημα: να μάθουμε να μοιραζόμαστε τον χώρο που, στην πραγματικότητα, δεν ανήκει σε κανέ-ναν – και σε όλους.





