ΑΡΧΙΚΗ LIFE RETROMANIA

Χάρρυ Κλυνν: Ο χαρισματικός «Αριστοφάνης του καιρού μας» που έφυγε σαν σήμερα, 21 Μαΐου, από τη ζωή

Χάρρυ Κλυνν

Σαν σήμερα πέθανε ακόμα ένας κορυφαίος Έλληνας

Ο Χάρρυ Κλυνν, καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Βασίλη Τριανταφυλλίδη, υπήρξε ένας χαρισματικός σατιρικός καλλιτέχνης, αποκαλούμενος συχνά «Αριστοφάνης του καιρού μας».

Πρωτοπόρος του stand-up comedy στην Ελλάδα, ξεχώρισε για την αιχμηρή του σάτιρα, μέσα από την οποία ανέδειξε και διακωμώδησε τις αντιφάσεις της ελληνικής κοινωνίας στη μεταπολίτευση. Πέρα από την υποκριτική, ασχολήθηκε με τη ζωγραφική, την ποίηση, την πολιτική και τον αθλητισμό.

Ο Βασίλης Τριανταφυλλίδης γεννήθηκε στις 7 Μαΐου 1940, στην Καλαμαριά της Θεσσαλονίκης, από οικογένεια Ποντίων προσφύγων. Η είσοδός του στον χώρο του θεάματος έγινε τυχαία, σε ηλικία 18 ετών, όταν συμμετείχε σε μια βραδιά ταλέντων του Γιώργου Οικονομίδη. Κέρδισε το πρώτο βραβείο, μαζί με μια πρόταση να κατέβει στην Αθήνα και να φοιτήσει στη δραματική σχολή του Πέλου Κατσέλη.

Από το 1958 έως το 1964, εργάστηκε σε βαριετέ και καμπαρέ της Αθήνας, όπου ανέπτυξε το υποκριτικό του ταλέντο. Με όπλα τον αυτοσχεδιασμό και τη μοναδική εκφραστικότητα του προσώπου του, άρχισε να αναδεικνύεται. Το 1964 έκανε το κινηματογραφικό του ντεμπούτο στις ταινίες «Τα 201 Καναρίνια» του Γρηγόρη Γρηγορίου και «Γάμος αλά… Ελληνικά» του Βασίλη Γεωργιάδη. Την ίδια χρονιά ταξίδεψε σε Καναδά και Ηνωμένες Πολιτείες για εμφανίσεις και τελικά έμεινε εκεί για δέκα χρόνια. Στο Σικάγο παντρεύτηκε τη Χαρίκλεια Μακρή, με την οποία απέκτησε τρία παιδιά, συμπεριλαμβανομένου του σκηνοθέτη Νίκου Τριανταφυλλίδη.

Ο Χάρρυ Κλυνν επέστρεψε στην Ελλάδα το 1974 και ξεκίνησε εμφανίσεις σε μπουάτ της Πλάκας και σε νυχτερινά κέντρα. Έγινε ευρύτερα γνωστός από τις «παράνομες» κασέτες με τα προγράμματά του και τον πρώτο του δίσκο, «Για Δέσιμο», που κυκλοφόρησε το 1978 από την Columbia. Ήταν η πρώτη φορά που ένας σατιρικός δίσκος γνώρισε τέτοια επιτυχία στην ελληνική δισκογραφία, με πωλήσεις που ανταγωνίζονταν τα μεγάλα ονόματα της εποχής. Το ψευδώνυμο «Χάρρυ Κλυνν» ήταν εμπνευσμένο ως αντίθεση στον «Dirty Harry» του Κλιντ Ίστγουντ, που τότε κυριαρχούσε στους κινηματογράφους.

Τη δεκαετία του 1980, ο Χάρρυ Κλυνν ήταν από τα μεγαλύτερα ονόματα της ελληνικής showbiz, με επιτυχίες στο θέατρο, τον κινηματογράφο, τις βιντεοταινίες και τη διαφήμιση (χαρακτηριστικό παράδειγμα η διαφήμιση για τα φουντούνια). Δημιούργησε αξέχαστους χαρακτήρες, όπως ο «Τραμπάκουλας», ο «Ταξιτζής» και ο «Γύφτος με τις πατάτες». Η επιτυχία του συνδέθηκε και με τη συνεργασία του με τον συγγραφέα Γιάννη Κακουλίδη και άλλους ταλαντούχους συνεργάτες που έγραφαν τα κείμενα των παραστάσεών του.

Ο ίδιος περιέγραφε τη θητεία του στα καμπαρέ ως «μεγάλο σχολείο». Σε συνδυασμό με την επιρροή του αμερικανικού stand-up comedy, κατάφερε να δημιουργήσει ένα τολμηρό, προσωπικό ύφος, που σατίριζε τους πάντες και τα πάντα. Στο στόχαστρο της σάτιράς του βρέθηκε συχνά το ΠΑΣΟΚ, που κυριαρχούσε πολιτικά τη δεκαετία του 1980.

Μετά το 2006, αφού επέστρεψε μόνιμα στην Καλαμαριά, αφιερώθηκε σε άλλες καλλιτεχνικές και κοινωνικές δραστηριότητες. Ζωγράφιζε, έγραφε ποιητικές συλλογές και παρέμενε ενεργός στον αθλητισμό, αναλαμβάνοντας την ποδοσφαιρική ομάδα Απόλλων Καλαμαριάς, της οποίας διετέλεσε πρόεδρος. Εξελέγη επίσης πρόεδρος της ΕΠΑΕ το 1988, όπου ξεχώρισε για τη δυναμική στάση του απέναντι στο κράτος.

Παράλληλα, είχε ενεργό πολιτικό και κοινωνικό ρόλο, με έντονη δράση για την ποντιακή ομογένεια. Διεκδίκησε δύο φορές τον Δήμο Καλαμαριάς (το 2006 με τη στήριξη της Νέας Δημοκρατίας και το 2010 ως ανεξάρτητος) και υπηρέτησε ως επικεφαλής της μείζονος αντιπολίτευσης από το 2006 έως το 2014.

Ο Χάρρυ Κλυνν αρθρογραφούσε συνεχώς, διατηρώντας από το 1999 προσωπική σελίδα στο διαδίκτυο, και εξέφραζε έντονα τις απόψεις του για τα πολιτικά πράγματα, επικρίνοντας τα κόμματα που υπέγραψαν τα πρώτα δύο μνημόνια, ενώ στήριζε τον ΣΥΡΙΖΑ, ακόμα και μετά την υπογραφή του τρίτου μνημονίου.

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα υγείας, που επιδεινώθηκαν μετά την απώλεια του γιου του, Νίκου, το 2016. Έφυγε από τη ζωή στις 21 Μαΐου 2018, σε ηλικία 78 ετών, αφήνοντας πίσω του μια ανεκτίμητη πολιτιστική και καλλιτεχνική κληρονομιά.