Σαν σήμερα, 14 Οκτωβρίου 1982: Η ημέρα που ο Ρόναλντ Ρίγκαν κήρυξε τον «Πόλεμο κατά των Ναρκωτικών»

Η ρητορική του «πολέμου» κατά των ναρκωτικών είχε εισαχθεί ήδη από τον Ρίτσαρντ Νίξον το 1971, όμως ήταν ο Ρίγκαν που της προσέδωσε νέα ένταση, πολιτικό βάθος και θεσμικό περιεχόμενο
Σαν σήμερα, στις 14 Οκτωβρίου 1982, ο τότε πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Ρόναλντ Ρίγκαν, έκανε μια ανακοίνωση που έμελλε να σφραγίσει για δεκαετίες την αμερικανική ποινική και κοινωνική πολιτική: την επίσημη έναρξη του «Πολέμου κατά των Ναρκωτικών». Μιλώντας από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, ο Ρίγκαν περιέγραψε τη μάστιγα των ναρκωτικών ως έναν «εχθρό της κοινωνίας» και δεσμεύτηκε για μια «ολοκληρωτική μάχη» για την εξάλειψή της. Αυτή η διακήρυξη δεν ήταν απλώς ρητορική. Εγκαινίασε μια νέα περίοδο αυστηρότατης νομοθεσίας και θεσμικών παρεμβάσεων που θα άλλαζαν για πάντα το τοπίο των ΗΠΑ.
Από τον Νίξον στον Ρίγκαν: Η κλιμάκωση ενός «πολέμου»
Αν και η ρητορική του «πολέμου» είχε εισαχθεί ήδη από τον Ρίτσαρντ Νίξον το 1971, ήταν ο Ρίγκαν που της προσέδωσε νέα ένταση, πολιτικό βάθος και θεσμικό περιεχόμενο. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, η ταχεία αύξηση της διακίνησης κοκαΐνης και η εμφάνιση του ιδιαίτερα εθιστικού και φθηνού παραγώγου της, του «κρακ», προκάλεσαν έντονη ανησυχία στην αμερικανική κοινή γνώμη. Οι εικόνες από γειτονιές της Νέας Υόρκης και του Λος Άντζελες που μαστίζονταν από το κρακ ενίσχυσαν την αίσθηση μιας εθνικής κρίσης. Ο Ρίγκαν αξιοποίησε αυτό το κλίμα για να προωθήσει μια στρατηγική αυστηρής καταστολής, παρουσιάζοντας τα ναρκωτικά όχι ως κοινωνικό ζήτημα, αλλά ως απειλή για την εσωτερική ασφάλεια και την «ηθική ισορροπία» της χώρας.
Η νέα πολιτική συνοδεύτηκε από την ενίσχυση της αστυνομικής παρουσίας, την αύξηση των κονδυλίων για τις υπηρεσίες δίωξης και τη στενή συνεργασία των ομοσπονδιακών φορέων. Η Υπηρεσία Δίωξης Ναρκωτικών (DEA), η Ακτοφυλακή, ο στρατός και οι μυστικές υπηρεσίες ανέλαβαν κοινές επιχειρήσεις εντοπισμού και εξάρθρωσης κυκλωμάτων. Παράλληλα, θεσπίστηκαν νέες ρυθμίσεις για την επιβολή αυστηρότερων ποινών, με τη λογική των υποχρεωτικών ελαχίστων ποινών (mandatory minimums). Αυτές οι ρυθμίσεις περιόριζαν την ευχέρεια των δικαστών και οδηγούσαν σε μαζικές φυλακίσεις, ακόμη και για αδικήματα κατοχής μικρών ποσοτήτων.
Ιδεολογικό υπόβαθρο και κοινωνικές επιπτώσεις
Ο «Πόλεμος κατά των Ναρκωτικών» είχε και σαφές ιδεολογικό υπόβαθρο. Αποτέλεσε τμήμα της ευρύτερης συντηρητικής αντεπίθεσης της δεκαετίας του 1980, η οποία προωθούσε το τρίπτυχο «νόμος-τάξη-οικογένεια» ως θεμέλιο της κοινωνικής σταθερότητας. Η τότε Πρώτη Κυρία, Νάνσι Ρίγκαν, πρωτοστάτησε στην καμπάνια «Just Say No» (Απλώς Πες Όχι), η οποία στόχευε κυρίως σε μαθητές και εφήβους. Παρά την απήχησή της, η πρωτοβουλία αυτή επικρίθηκε ως απλουστευτική και αποκομμένη από την κοινωνική πραγματικότητα, καθώς παρέβλεπε τις βαθύτερες αιτίες της εξάρτησης και της φτώχειας.
Οι επιπτώσεις της πολιτικής αυτής ήταν βαθιές και αντιφατικές. Ο αριθμός των κρατουμένων για αδικήματα σχετικά με ναρκωτικά εκτοξεύθηκε από περίπου 40.000 το 1980 σε πάνω από 400.000 στα μέσα της δεκαετίας του 1990. Οι φυλακές γέμισαν δυσανάλογα με Αφροαμερικανούς και Λατινοαμερικανούς, καθώς η νομοθεσία για το κρακ προέβλεπε ποινές έως και εκατό φορές αυστηρότερες από εκείνες για την κατοχή της ίδιας ποσότητας κοκαΐνης σε σκόνη, η χρήση της οποίας συνδεόταν περισσότερο με εύπορους λευκούς Αμερικανούς.
Διαβάστε επίσης
Μια κληρονομιά που συνεχίζεται
Αυτή η κοινωνική ανισότητα στη μεταχείριση των χρηστών οδήγησε σε έντονες επικρίσεις. Πολλές μελέτες έδειξαν ότι οι πολιτικές αυτές απέτυχαν να περιορίσουν τη χρήση ναρκωτικών, ενώ παράλληλα συνέβαλαν καθοριστικά στην εκτίναξη του ποσοστού φυλάκισης στις ΗΠΑ. Ο «Πόλεμος κατά των Ναρκωτικών» έγινε μόνιμο στοιχείο του αμερικανικού πολιτικού λεξιλογίου, καθόρισε την ποινική πολιτική των επόμενων προεδριών, από τον Τζορτζ Μπους έως τον Μπιλ Κλίντον, και διαμόρφωσε μια κουλτούρα αστυνόμευσης και φόβου που εξακολουθεί να απασχολεί τις Ηνωμένες Πολιτείες μέχρι σήμερα.





