Η Κύπρος είχε αρχίσει να διχοτομείται πολύ νωρίτερα: Όταν οι δυνάμεις του ΟΗΕ αποβιβάστηκαν και οι Τούρκοι έδωσαν εντολή εισβολής

Λίγο μετά τη δημιουργία της Πράσινης Γραμμής στη Μεγαλόνησο
Το Κυπριακό είναι ένα από τα άλυτα ζητήματα, που έχουν παραμείνει, με την περιοχή επί της ουσίας να… διχοτομείται από πολύ νωρίτερα, τη στιγμή που η τουρκική πλευρά συνεχίζει στις προκλήσεις της.
Όταν 15 Μαρτίου 1964, μάλιστα, όταν οι ειρηνευτικές δυνάμεις του ΟΗΕ αποβιβάζονται στην Κύπρο, μετά τις διακοινοτικές ταραχές του Δεκεμβρίου και τη δημιουργία της Πράσινης Γραμμής στη Λευκωσία. Την ίδια ημέρα, η Τουρκική Εθνοσυνέλευση εξουσιοδοτεί την Κυβέρνηση για εισβολή στην Κύπρο.
Η ιστορία της «Πράσινης Γραμμής»
Η διαχωριστική γραμμή μεταξύ των ελεύθερων και των κατεχομένων περιοχών της Κύπρου. Λέγεται και «Γραμμή Αττίλα» μετά το 1974 και εκτείνεται σε μήκος περίπου 300 χιλιομέτρων. Η «Πράσινη Γραμμή» χωρίζει τη Λευκωσία σε δύο τομείς, καθιστώντας τη σήμερα τη μόνη διαιρεμένη πρωτεύουσα στον κόσμο.
Η ιστορία της ξεκινά το βράδυ της 21ης Δεκεμβρίου 1963, όταν από ένα φαινομενικά ασήμαντο επεισόδιο ξέσπασαν δικοινοτικές ταραχές μεγάλης έντασης και έκτασης, με την Τουρκία να απειλεί με επέμβαση στη Μεγαλόνησο. Η σύρραξη αυτή έδωσε την αφορμή στη Μεγάλη Βρετανία να επιβάλει ένα από τα παλιά της σχέδια, τον διαχωρισμό μεταξύ ελληνοκυπριακών και τουρκοκυπριακών περιοχών.
Η σχετική συμφωνία (σε συνεννόηση με την Αθήνα και την Άγκυρα), που σήμανε και την παύση των εχθροπραξιών, υπεγράφη στις 30 Δεκεμβρίου 1963 στη Λευκωσία από τον βρετανό υπουργό Αποικιών Ντάνκαν Σάντις, τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, τον Αντιπρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας δρα Φαζίλ Κιουτσούκ, τον Πρόεδρο της Κυπριακής Βουλής Γλαύκο Κληρίδη και τον Πρόεδρο της Τουρκοκυπριακής Κοινοτικής Συνέλευσης Ραούφ Ντεκτάς.
Η οριοθέτηση της διαχωριστικής γραμμής ανατέθηκε στον βρετανό υποστράτηγο Πίτερ Γιανγκ, ο οποίος τη χάραξε πάνω στο χάρτη με ένα πράσινο μολύβι. Έτσι, τη γνωρίζουμε σήμερα ως «Πράσινη Γραμμή». Σκοπός της ήταν να αποτρέψει κλιμάκωση της έντασης μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων και η φύλαξή της ανατέθηκε στους κυανόκρανους του ΟΗΕ.
Η «Πράσινη Γραμμή» εκτεινόταν αρχικά στη Λευκωσία και χώριζε την πρωτεύουσα της Κύπρου σε δύο τομείς. Στη συνέχεια επεκτάθηκε και οριοθέτησε τους έξι τουρκοκυπριακούς θύλακες, που δημιουργήθηκαν μετά τα αιματηρά επεισόδια του Δεκεμβρίου. Η ένταση χαλάρωσε σε μεγάλο βαθμό το 1968, όταν άρχισαν οι δικοινοτικές συνομιλίες μεταξύ του Γλαύκου Κληρίδη και του Ραούφ Ντενκτάς για την επίλυση του κυπριακού προβλήματος. Με την ευκαιρία αυτή, άνοιξαν οι οδοί Λήδρας και Ερμού, ώστε να εξυπηρετούνται οι Τουρκοκύπριοι που εργάζονταν στον ελληνοκυπριακό τομέα.
Η σταδιακή πορεία προς την εξομάλυνση των σχέσεων των δυο κοινοτήτων διακόπηκε απότομα στις 15 Ιουλίου 1974, με το ελλαδικό πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή που ακολούθησε. Μετά τον «Αττίλα 2» (14 Αυγούστου 1974), η «Πράσινη Γραμμή» επεκτάθηκε σε μήκος 300 χιλιομέτρων, χωρίζοντας τις κατεχόμενες και τις ελεύθερες περιοχές της Κύπρου. Κατά πλάτος της «Πράσινης Γραμμής» δημιουργήθηκε αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη, που ποικίλλει από λίγα μέτρα στη Λευκωσία έως κάποια χιλιόμετρα κοντά στο χωριό Αθιένου και επιτηρείται από τις δυνάμεις των Ηνωμένων Εθνών.
Κατά μήκος της «Πράσινης Γραμμής» έχουν σημειωθεί κατά καιρούς επεισόδια ανάμεσα σε Ελληνοκυπρίους και Τουρκοκυπρίους. Τα σοβαρότερα έγιναν το καλοκαίρι του 1996. Στις 11 Αυγούστου ελληνοκύπριοι διαδηλωτές εισήλθαν στη Νεκρή Ζώνη στην περιοχή της Δερύνειας, παρά την απαγόρευση εισόδου. Δέχθηκαν επίθεση από τουρκοκύπριους πολίτες και αστυνομικούς, με αποτέλεσμα να ξυλοκοπηθεί μέχρι θανάτου ο 24χρονος Τάσσος Ισαάκ. Τρεις μέρες αργότερα, ένας άλλος ελληνοκύπριος ο 26χρονος Σολωμός Σολωμού σκοτώθηκε από πυρά τουρκοκυπρίων, καθώς προσπαθούσε να ανέβει στον ιστό και να κατεβάσει μια τουρκική σημαία, σε ένδειξη πένθους για τον θάνατο του εξαδέλφου του Τάσσου Ισαάκ.
Τον Απρίλιο του 2003 η τουρκοκυπριακή «κυβέρνηση» αποφάσισε να επιτρέψει τη διέλευση προς τα Κατεχόμενα και έως σήμερα έχει ανοίξει πέντε πύλες εισόδου κατά μήκος της «Πράσινης Γραμμής». Στις 9 Μαρτίου 2007 κατεδαφίστηκε το οδόφραγμα της οδού Λήδρας στη Λευκωσία με απόφαση της κυπριακής κυβέρνησης, ως ένα πρώτο βήμα για την αποστρατιωτικοποίηση όλης της Λευκωσίας.
Το περήφανο «ΟΧΙ» του κυπριακού λαού: Η κατάθεση του σχεδίου Ανάν που υποδούλωνε τη Μεγαλόνησο και απορρίφθηκε πανηγυρικά
Ήταν 11 Νοεμβρίου 2002, πριν από ακριβώς 22 χρόνια, όταν ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ, Κόφι Ανάν, πρότεινε σχέδιο για την επίλυση του Κυπριακού ζητήματος, καταθέτοντας την πρόταση στην Κυπριακή Δημοκρατία και την τουρκοκυπριακή πλευρά, μαζί με τις εγγυήτριες δυνάμεις Ελλάδα, Τουρκία και Βρετανία.
Στην Ελλάδα, τότε, πρωθυπουργός ήταν ο Κώστας Σημίτης, ενώ στην Κύπρο πρόεδρος ήταν ο Γλαύκος Κληρίδης, με τους δύο τότε να λένε ότι το σχέδιο είναι διαπραγματεύσιμο, όμως πολύ σύντομα αποδείχθηκε, ότι επρόκειτο για σχέδιο ένωσης των δύο λαών της Κύπρου με επιτήρηση της Τουρκίας, κάτι που έμελλε να απορριφθεί από τον κυπριακό λαό, σε ένα σχέδιο που συζητήθηκε και τελευταία ανάμεσα στον Έλληνα και τον Τούρκο υπουργό Εξωτερικών.
Το σχέδιο συμφωνίας που έφερε το όνομα του τότε Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ, Κόφι Ανάν, λόγω της ενεργής συμμετοχής και ενδιαφέροντός του για το Κυπριακό, προτάθηκε σε χωριστά δημοψηφίσματα στους πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας (ανεξαρτήτως εθνότητας ή θρησκείας) και στους κατοίκους των Κατεχομένων, οι οποίοι υποτίθεται ότι ήταν Τουρκοκύπριοι (αν και στην πλειονότητά τους πλέον είναι έποικοι και απόγονοι αυτών). Αυτή η πρόταση αποτελούσε την πέμπτη και τελική εκδοχή του Σχεδίου Ανάν, που είχε παρουσιαστεί για πρώτη φορά 15 μήνες νωρίτερα, τον Νοέμβριο του 2002.
Την περίοδο εκείνη, πρόεδρος της Κύπρου ήταν ο ιστορικός ηγέτης της Δεξιάς και του Δημοκρατικού Συναγερμού, Γλαύκος Κληρίδης, ο οποίος διαπραγματευόταν με τον Ραούφ Ντενκτάς, φανατικό υποστηρικτή του ψευδοκράτους, έως την αποχώρησή του από το Προεδρικό Μέγαρο και τη διαδοχή του από τον Τάσσο Αναστασιάδη τον Φεβρουάριο του 2003.
Η αρνητική στάση του προέδρου του κεντρώου Δημοκρατικού Κόμματος (ΔΗΚΟ), με τη στήριξη του αριστερού ΑΚΕΛ, καθώς και του Ραούφ Ντενκτάς, οδήγησε στην ολοκλήρωση του σχεδίου Ανάν από τον ίδιο τον Κόφι Ανάν. Το σχέδιο παρουσιάστηκε τον Μάρτιο του 2004, προκειμένου να τεθεί σε δημοψηφίσματα στις 24 Απριλίου, μόλις μία εβδομάδα πριν από την προγραμματισμένη ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση την 1η Μαΐου εκείνης της ιστορικής χρονιάς για τον Ελληνισμό.
Το Σχέδιο Ανάν προέβλεπε την αντικατάσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας με μια νέα οντότητα με την ονομασία «Κύπρος», χωρίς προηγούμενο στη διεθνή ιστορία, αντλώντας στοιχεία από τα συντάγματα του Βελγίου και της Ελβετίας. Επρόκειτο να αποτελέσει ένα μείγμα ομοσπονδίας, όπως επιθυμούσε η ελληνική πλευρά και είχε προκριθεί από τη διεθνή κοινότητα, και συνομοσπονδίας, που επιθυμούσε η τουρκική πλευρά.
Προβλεπόταν η δημιουργία δύο συνιστώντων κρατών, συνδεδεμένων χαλαρά κυρίως για τις διεθνείς υποχρεώσεις τους. Το κεντρικό κράτος θα είχε εναλλασσόμενη προεδρία, με άνω βουλή που θα μοιραζόταν ισότιμα μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, ενώ η κάτω βουλή θα καθοριζόταν από τον πληθυσμό κάθε συνιστώντος κράτους. Το σύστημα λήψης αποφάσεων, που πολλοί χαρακτήρισαν ως μη λειτουργικό, ήταν σύνθετο.
Κεντρικές ανησυχίες περιλάμβαναν ότι σε διαφωνίες σχετικά με τη διακυβέρνηση του κράτους «Κύπρος», τον τελικό λόγο θα είχαν έξι δικαστές. Επιπλέον, οι στρατιωτικές δυνάμεις κάθε συνιστώντος κράτους θα μπορούσαν να μεταβαίνουν στο άλλο συνιστών κράτος. Παράλληλα, θα παρέμεναν εκατοντάδες Τούρκοι στρατιώτες και τουλάχιστον 45.000 Τούρκοι έποικοι.
Ο διχασμός σε Ελλάδα και Κύπρο
Καθώς πλησίαζαν τα δημοψηφίσματα της 24ης Απριλίου, τόσο η Κύπρος όσο και η Ελλάδα βρέθηκαν σε διχασμό. Η στάση της Ελλάδας μεταβλήθηκε μετά τις εκλογές της 7ης Μαρτίου, όταν οι θέσεις του πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη και του υπουργού Εξωτερικών Γιώργου Παπανδρέου παραχωρήθηκαν αντίστοιχα στον Κώστα Καραμανλή και τον Πέτρο Μολυβιάτη. Ενώ η κυβέρνηση Σημίτη υποστήριζε ένθερμα το Σχέδιο Ανάν μέχρι την 7η Μαρτίου, η νέα κυβέρνηση Καραμανλή υιοθέτησε μάλλον αρνητική στάση, καταλήγοντας σε δήλωση που εξέφραζε την ελπίδα ότι, μακροπρόθεσμα, τα θετικά του σχεδίου θα υπερτερούσαν των αρνητικών.
Την ίδια στιγμή, στην Κύπρο επικρατούσε ένταση. Το μεγαλύτερο κόμμα, ο Δημοκρατικός Συναγερμός, που βρισκόταν στην αντιπολίτευση και είχε επικεφαλής τον Νίκο Αναστασιάδη (μετέπειτα πρόεδρο της Δημοκρατίας), υποστήριζε το σχέδιο, ακολουθώντας την κατεύθυνση του ιστορικού ηγέτη και πρώην προέδρου, Γλαύκου Κληρίδη. Αυτή η στάση οδήγησε τελικά στη διάσπαση του ΔΗΣΥ και τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Κόμματος από τους αντίθετους στο σχέδιο.
Το ΑΚΕΛ, το δεύτερο πιο δημοφιλές κόμμα, βρέθηκε σε βαθύ διχασμό ανάμεσα σε Ναι και Όχι. Η βάση του κόμματος ήταν κυρίως αρνητική, ενώ η ηγεσία, υπό τον γενικό γραμματέα Δημήτρη Χριστόφια (μετέπειτα πρόεδρο της Δημοκρατίας), που συγκυβερνούσε με το ΔΗΚΟ από τον Φεβρουάριο του 2003, αρχικά εξέφρασε θετική άποψη λόγω προηγούμενων δεσμεύσεων προς τη διεθνή κοινότητα. Τελικά, η ηγεσία αναγκάστηκε να υιοθετήσει μια πιο αμφίσημη στάση, όπως φανερώνει το θρυλικό «λέμεν Όχι για να τσιμεντώσουμεν το Ναι» του Χριστόφια.
Τα κόμματα του λεγόμενου μεσαίου χώρου, όπως το κυβερνών ΔΗΚΟ και η ΕΔΕΚ του Βάσου Λυσσαρίδη, καθώς και άλλες μικρότερες παρατάξεις, τάχθηκαν αναφανδόν κατά του σχεδίου. Η θέση του ΔΗΚΟ αποτυπώθηκε στο ιστορικό διάγγελμα του προέδρου Αναστασιάδη 17 ημέρες πριν από τα δημοψηφίσματα. Αυτό το συγκινητικό τηλεοπτικό μήνυμα του Κύπριου ηγέτη παραμένει σημείο αναφοράς μέχρι και σήμερα, καθώς αποτύπωσε την αγωνία ενός ανθρώπου που πολέμησε με την ΕΟΚΑ τη δεκαετία του 1950, είδε το όραμα της Ένωσης με την Ελλάδα να θάβεται, και δέχθηκε τεράστια πίεση (και, κατά πολλούς, απειλές) από τη διεθνή κοινότητα, ώστε να μην επηρεάσει τους ψηφοφόρους και, τουλάχιστον, να διατηρήσει ουδέτερη στάση.
Δεν το έκανε, και επέλεξε να πει όλη την άποψή του, καλώντας τους Ελληνες της Κύπρου να απορρίψουν το Σχέδιο Ανάν. Ιστορικά έμειναν τα λόγια του την 7η Απριλίου 2004, όταν με εμφανή συγκίνηση και τρεμάμενη φωνή είπε: «Παρέλαβα κράτος, διεθνώς αναγνωρισμένο. Δεν θα παραδώσω κοινότητα, χωρίς δικαίωμα λόγου διεθνώς, και σε αναζήτηση κηδεμόνα. Και όλα αυτά έναντι κενών και παραπλανητικών προσδοκιών, δήθεν ότι η Τουρκία θα τηρήσει τις δεσμεύσεις της».
Το ηχηρό «ΟΧΙ» της Κύπρου
Ο ελληνοκυπριακός λαός άκουσε την έκκληση και, 17 μέρες αργότερα, έδωσε μια απάντηση ακόμη πιο ηχηρή από εκείνη που προέβλεπαν οι δημοσκοπήσεις. Ενώ δύο στους τρεις Τουρκοκύπριους υποστήριζαν το σχέδιο, ελπίζοντας να βγουν από τη διεθνή απομόνωση, πάνω από τρεις στους τέσσερις Ελληνοκύπριους το απέρριψαν με το εντυπωσιακό ποσοστό 75,8%. Αυτό προκάλεσε την έκπληξη της διεθνούς κοινότητας, αλλά και την ανακούφιση του Ραούφ Ντενκτάς.
Συγκεκριμένα, το Οχι έλαβε στην Κυπριακή Δημοκρατία 313.704 ψήφους και ποσοστό 75,83%, ενώ κάτω από 100.000 (99.976) ψήφισαν Ναι, ήτοι ποσοστό 24,17%. Περίπου 15.000 ψηφοφόροι επέλεξαν λευκό ή άκυρο, σε ένα δημοψήφισμα με τεράστια συμμετοχή που άγγιξε το 90% (89,18%).
Από την άλλη πλευρά της Πράσινης Γραμμής, οι Τουρκοκύπριοι και Τούρκοι κάτοικοι των Κατεχομένων ψήφισαν Ναι κατά το 64,91% (77.646 ψήφοι) και Οχι κατά το 35,09% (41.973 ψήφοι), με 5.344 άκυρα ή λευκά και 87% συμμετοχή.
Το πολιτικό σκηνικό στην Κύπρο αναδιατάχθηκε για μια δεκαετία, με τη Δεξιά να μπαίνει σε εσωστρέφεια, ενώ το σχέδιο Ανάν δεν επανήλθε ποτέ επισήμως στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, μολονότι παραλλαγές του, κατά πολλούς έτι δυσμενέστερες, έχουν συζητηθεί υπό άλλον μανδύα στις διακοινοτικές συνομιλίες.
Σήμερα η Κύπρος, 20 χρόνια μετά τα δημοψηφίσματα και σχεδόν 50 μετά την εισβολή και κατοχή από την Τουρκία στο βόρεια τμήμα της, παραμένει διαιρεμένη και ημικατεχόμενη. Οι Τουρκοκύπριοι πλέον δεν μιλούν για ομοσπονδία (διζωνική και δικοινοτική), αλλά τείνουν όλο και περισσότερο στη «λύση» των δύο κρατών που ούτε η Λευκωσία ούτε η Αθήνα μπορούν να αποδεχθούν.
Η Κυπριακή Δημοκρατία (και όχι το μόρφωμα «Κύπρος») ανθεί ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης, με τις Βρυξέλλες να φροντίζουν μάλιστα και για κάποια ευεργετικά μέτρα για την τουρκοκυπριακή κοινότητα στα Κατεχόμενα. Λύση όμως για το Κυπριακό δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα.