ΑΡΧΙΚΗ LIFE RETROMANIA

Δυστυχώς… επτωχεύσαμεν ξανά: Όταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος και η Ελλάδα κήρυξαν χρεοστάσιο και ο δρόμος μέχρι τη δικτατορία Μεταξά

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος κηρύσσει χρεοστάσιο το 1932

Ένας δύσκολος τετραετής δρόμος όσο «ζεσταινόταν» η προετοιμασία για το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο

Το 1932, η «μάχη της δραχμής» χάνεται οριστικά με την κήρυξη εθνικής στάσης πληρωμών, σηματοδοτώντας την τέταρτη χρεοκοπία στη νεότερη ελληνική ιστορία (με τις προηγούμενες να σημειώνονται το 1827, το 1843 και το 1893), την οποία ανακοίνωση ο Ελευθέριος Βενιζέλος, που δεν κατάφερε να αναχαιτίσει την παγκόσμια οικονομική κρίση.

Στις 18 Απριλίου εκείνου του έτους, η κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου αποφασίζει την κήρυξη προσωρινού χρεοστασίου, ανακοινώνοντας την παύση αποπληρωμής του εξωτερικού χρέους, η οποία τίθεται σε εφαρμογή από την 1η Μαΐου 1932, λίγα χρόνια πριν από το θάνατο του μεγάλου ηγέτη.

Η λέξη χρεοστάσιο (< χρέος + -στάσιον < ίσταμαι = στέκομαι) πρωτοεμφανίστηκε στη νεότερη Ελλάδα στην εφημερίδα «Αστυ» στις 23-24/6/1893 (Κουμανούδης Στέφανος, Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών). Εξηγούσε ότι σημαίνει την αναστολή (μόνιμη ή προσωρινή) της αποπληρωμής των χρεών, τη διακοπή πληρωμών. Ο όρος, βέβαια, είναι γνωστός από την εποχή του Ιουστινιανού, όταν για πρώτη φορά χορήγησε στον οφειλέτη το δικαίωμα να ζητήσει από τον αυτοκράτορα ν’ ανασταλεί η υποχρέωση να πληρώσει τα χρέη του, για πέντε χρόνια. Αυτό γινόταν αν συμφωνούσε η πλειοψηφία από τους δανειστές κι ο οφειλέτης έδινε εγγύηση.

Το «Κραχ» και η ελληνική χρεωκοπία του 1932

Η οικονομική κρίση του 1932 πυροδοτήθηκε από το «Μεγάλο Κραχ» του 1929 και τη συνεπακόλουθη δραματική πτώση των τιμών στην παγκόσμια οικονομία. Τον Οκτώβριο του 1929, η Γουόλ Στριτ στη Νέα Υόρκη μπήκε σε τροχιά έντονων αναταράξεων, με τις μετοχές να σημειώνουν απότομη πτώση στο χρηματιστήριο. Στην Ελλάδα, πρωθυπουργός εκείνης της περιόδου ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος είχε επιστρέψει στην εξουσία το 1928.

Παρότι η επίδραση του Κραχ στη χώρα μας δεν ήταν τόσο σοβαρή όσο σε ορισμένες γειτονικές χώρες, η ελληνική οικονομία παρουσίασε σημαντική ευαλωτότητα. Η εξάρτησή της από τις εξαγωγές προϊόντων «πολυτελείας», όπως ο καπνός, το ελαιόλαδο και οι σταφίδες, την καθιστούσε ιδιαίτερα ευαίσθητη στις διεθνείς οικονομικές αναταράξεις. Επιπλέον, η οικονομική σταθερότητα βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό στο εφοπλιστικό και μεταναστευτικό συνάλλαγμα, τα οποία αντιστάθμιζαν το έλλειμμα του ελληνικού ισοζυγίου πληρωμών. Αυτή η εξισορρόπηση αποτελούσε κρίσιμο παράγοντα για τη διατήρηση της οικονομικής ισορροπίας της εποχής.

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ήταν καθησυχαστικός και σε μήνυμά του προς τους Ελληνες, στις 27 Σεπτεμβρίου 1931, δήλωσε: «Δίδω προς τον ελληνικόν λαόν την προσωπικήν διαβεβαίωσιν ότι έχω απόλυτον την πεποίθησιν ότι ημπορούμεν να διατηρήσωμεν την ακεραιότητα του εθνικού μας νομίσματος και να αποφύγωμεν επομένως τας συμφοράς που θα επηκολούθουν την ανατροπήν της σταθεροποιήσεως».

Η προσπάθεια της κυβέρνησης να αποτρέψει την οικονομική κρίση εξάντλησε τα αποθέματα χρυσού και συναλλάγματος της χώρας. Ως αναπόφευκτη συνέπεια, αποφασίστηκε η αναστολή της μετατρεψιμότητας του νομίσματος και η παύση εξυπηρέτησης των εξωτερικών δανείων. Ενδεικτικά, το 1932, η εξυπηρέτηση του εξωτερικού χρέους (δημόσιου και ιδιωτικού) απαιτούσε το 81,08% των ελληνικών συναλλαγματικών εισπράξεων.

Στις αρχές του 1932, ο Ελευθέριος Βενιζέλος πραγματοποίησε κρίσιμες επισκέψεις στη Ρώμη, το Λονδίνο και το Παρίσι, όπου συναντήθηκε με τον Μουσολίνι και τις ηγεσίες της Αγγλίας και της Γαλλίας. Ο Βενιζέλος παρουσίασε στους ξένους συνομιλητές του τις οικονομικές δυσκολίες της Ελλάδας, προτείνοντας την πενταετή αναστολή πληρωμής των τοκοχρεολυσίων των εξωτερικών δανείων, καθώς και τη χορήγηση ενός νέου δανείου ύψους 50 εκατομμυρίων δολαρίων. Ωστόσο, οι κυβερνήσεις Αγγλίας, Γαλλίας και Ιταλίας πρότειναν την παραπομπή του ζητήματος στη Διεθνή Οικονομική Επιτροπή (Δ.Ο.Ε.).

Ανταποκρινόμενη σε αυτές τις προτάσεις, η ελληνική κυβέρνηση προσέφυγε στην Κοινωνία των Εθνών (Κ.Τ.Ε.) και ζήτησε από τη Δ.Ο.Ε. την αναστολή για πέντε έτη της αποπληρωμής των χρεολυσίων σε ξένο νόμισμα, καθώς και τη σύναψη νέου δανείου 50 εκατομμυρίων δολαρίων. Στις 11 Απριλίου 1932, το συμβούλιο της Κ.Τ.Ε. αποφάσισε να παραχωρήσει αναστολή πληρωμής των χρεολυσίων για ένα έτος, παραπέμποντας την Ελλάδα σε άμεσες διαπραγματεύσεις με τους ομολογιούχους.

Στο πλαίσιο αυτών των εξελίξεων, η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε, με νομοθετική ρύθμιση, να μειώσει την καταβολή των τοκομεριδίων κατά 25% από την 1η Απριλίου 1932. Στις 18 Απριλίου κηρύχθηκε προσωρινό χρεοστάσιο για τους τόκους των εξωτερικών δανείων, με έναρξη ισχύος από την 1η Μαΐου 1932. Στις 25 Απριλίου κατατέθηκε στη Βουλή νομοσχέδιο που προέβλεπε την αναστολή της υποχρέωσης της Τράπεζας της Ελλάδος να εξαργυρώνει τα τραπεζικά γραμμάτια και τη ρύθμιση της αγοράς και πώλησης συναλλάγματος. Το νομοσχέδιο εγκρίθηκε από τη Βουλή και τη Γερουσία, και στις 26 Απριλίου 1932 θεσπίστηκε ως νόμος 5422. Με αυτόν, η δραχμή τέθηκε σε καθεστώς αναγκαστικής κυκλοφορίας, ενώ απαγορεύτηκε η ελεύθερη αγορά συναλλάγματος.

Στην αγόρευσή του ο υπουργός Οικονομικών Βαρβαρέσος δήλωσε: «Σήμερον ευρίσκομαι ομολογώ εις εξαιρετικά δυσάρεστον θέσιν εισηγούμενος ενώπιον υμών την εγκατάλειψιν…του χρυσού κανόνος, του χρυσού συναλλάγματος. Οπως υπηνίχθη ο πρόεδρος της Κυβερνήσεως, δεν πρόκειται περί μέτρου το οποίον απορρέει εξ ελευθέρας κρίσεως της κυβερνήσεως… είναι μέτρον επιβληθέν εκ καταστάσεως ανάγκης αναποτρέπτου».

Πώς φτάσαμε στον Μεταξά

Στην Ελλάδα ξεκινά μια περίοδος έντονου κρατικού παρεμβατισμού στον οικονομικό τομέα, με έμφαση στις εξωτερικές συναλλαγές. Παράλληλα, εφαρμόζεται μια πολιτική προστατευτισμού με στόχο την οικονομική αυτάρκεια της χώρας. Επιβάλλονται δασμοί στα εισαγόμενα προϊόντα, ενώ ενισχύεται η εγχώρια αγορά. Η ελληνική οικονομία στρέφεται σε ένα πιο κλειστό μοντέλο, όπου οι διεθνείς συναλλαγές δεν βασίζονται πλέον στο συνάλλαγμα, αλλά σε διακρατικές συμφωνίες. Τα προϊόντα προς ανταλλαγή κοστολογούνται, διασφαλίζοντας την ισοσκέλιση της αξίας εισαγωγών και εξαγωγών.

Αυτή η πολιτική είχε τόσο θετικές όσο και αρνητικές συνέπειες. Μέχρι τότε, οι εξωτερικές συναλλαγές της χώρας ήταν ελλειμματικές, καθώς οι εισαγωγές ξεπερνούσαν τις εξαγωγές. Από το 1933, παρατηρείται ένα κύμα επιστροφής κεφαλαίων από το εξωτερικό, χάρη στα υψηλά επιτόκια που προσέφερε η ελληνική αγορά. Αυτό οδήγησε σε σημαντική αύξηση του αποθεματικού χρυσού της Τράπεζας της Ελλάδος, που από 7,6 εκατομμύρια δολάρια το 1932, ανήλθε στα 44,7 εκατομμύρια το 1934. Η αύξηση αυτή είχε άμεσο αντίκτυπο στη νομισματική κυκλοφορία, ενώ το 1935 το ελληνικό κράτος ξεκίνησε εκ νέου την αποπληρωμή του δημόσιου χρέους.

Ωστόσο, η κατανομή αυτού του νέου «πλούτου» που δημιουργήθηκε από την πολιτική αυτάρκειας προκάλεσε έντονες κοινωνικές αντιπαραθέσεις. Η μόνιμη κρίση που έπληττε τα μεγάλα εξαγωγικά λιμάνια αντιπαραβαλλόταν με την ξαφνική ευημερία των αγροτικών περιοχών. Παράλληλα, η αύξηση των κερδών των βιομηχανιών ερχόταν σε αντίθεση με τα χαμηλά ημερομίσθια, δημιουργώντας σημεία τριβής που η κυβέρνηση του Λαϊκού Κόμματος, υπό τον Παναγή Τσαλδάρη (στην εξουσία από το 1933), κλήθηκε να αντιμετωπίσει. Παρά τα κοινωνικά προβλήματα, τόσο το Λαϊκό Κόμμα όσο και το Κόμμα Φιλελευθέρων επέλεγαν να ενισχύουν την ιδιωτική πρωτοβουλία, αντί να εφαρμόσουν ουσιαστική κοινωνική πολιτική ή να σχεδιάσουν μια πιο οργανωμένη οικονομική στρατηγική. Η αδυναμία της κυβέρνησης Τσαλδάρη να αναλάβει πιο δραστήρια διαχείριση της οικονομίας ενέτεινε την κοινωνική αναταραχή, οδηγώντας στην εξασθένηση της οικονομικής ανάκαμψης.

Οι επιπτώσεις της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης στην Ευρώπη οδήγησαν, δυστυχώς, στην άνοδο ολοκληρωτικών, φασιστικών και δικτατορικών καθεστώτων. Η Ελλάδα δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Το 1936, με την ανοχή του παλατιού, ξεκινά η δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά, σηματοδοτώντας μια νέα εποχή για τη χώρα.