Το θαύμα με τη θρυλική πτήση 411: Όταν το Boeing 747 της Ολυμπιακής παραλίγο να συντριβεί στη Νέα Σμύρνη!

Ο γενναίος Έλληνας πιλότος της πτήσης 411
Πρόκειται για ένα από τα πιο γνωστά περιστατικά παρ’ ολίγον δυστυχημάτων στην παγκόσμια αεροπορική ιστορία, που λίγο έλειψε να οδηγήσει σε μια άνευ προηγουμένου τραγωδία στην καρδιά της Αθήνας.
Ήταν 9 Αυγούστου 1978, όταν ένα από τα μόλις τέσσερα Boeing 747-200 της Ολυμπιακής Αεροπορίας ήταν προγραμματισμένο να εκτελέσει το δρομολόγιο Αθήνα–Νέα Υόρκη. Το συγκεκριμένο αεροσκάφος, με αριθμό νηολογίου SX-OAA και το όνομα Olympic Zeus, ανήκε στην οικογένεια των Boeing 747-200, ένα από τα πιο εμβληματικά αεροσκάφη της εποχής. Το Boeing 747, γνωστό και ως “Τζάμπο Τζετ”, ξεχώριζε για τη διώροφη σχεδίασή του και το εντυπωσιακό του μέγεθος, που ήταν σχεδόν διπλάσιο από εκείνο των συνηθισμένων αεροσκαφών.
Μία από τις καθοριστικές καινοτομίες που επέτρεψαν σε αυτό το γιγαντιαίο αεροσκάφος να απογειώνεται με ασφάλεια ήταν οι υπερσύγχρονοι κινητήρες high-bypass turbofan. Οι κινητήρες αυτοί, αξιοποιώντας την τεχνολογία έγχυσης νερού, παρείχαν αυξημένη ώθηση, απαραίτητη για ένα τόσο βαρύ και μεγάλου εύρους αεροσκάφος, όπως το Olympic Zeus.
Ο γενναίος Έλληνας πιλότος της πτήσης 411
Ο κυβερνήτης της πτήσης, Σήφης Μιγάδης (1923-1996), υπήρξε μια διακεκριμένη προσωπικότητα με πλούσια εμπειρία 32 ετών στην αεροπορία. Κατά τη διάρκεια της Μάχης της Κρήτης, συμμετείχε εθελοντικά, πολεμώντας γενναία σε όλες τις συγκρούσεις στην περιοχή του Ηρακλείου. Αργότερα, εντάχθηκε στην αντιστασιακή οργάνωση Force 133, όπου συνέχισε τον αγώνα κατά της κατοχής. Τον Ιούνιο του 1943, φοβούμενος ότι η δράση του είχε αποκαλυφθεί, κατέφυγε στην Αίγυπτο μαζί με άλλους συντρόφους του, συνεχίζοντας τη συνεισφορά του στον αγώνα από εκεί.
Κατατάχθηκε στη Βασιλική Πολεμική Αεροπορία, όπου υπηρέτησε ως Έφεδρος Σμηνίας Χειριστής (κλάση 1944/4578) έως τις 6 Αυγούστου 1948. Η καριέρα του ως πιλότος πολιτικών αεροσκαφών ξεκίνησε το 1948, όταν προσελήφθη στην ΤΑΕ. Στη συνέχεια, εντάχθηκε στην Ολυμπιακή Αεροπορία, όπου υπηρέτησε μέχρι τη συνταξιοδότησή του το 1981, αφήνοντας ένα αξιοσημείωτο αποτύπωμα στον χώρο της αεροπορίας.
Το χρονικό της παρ’ ολίγον τραγωδίας
Στις 2 το μεσημέρι εκείνης της καλοκαιρινής ημέρας η πτήση 411 μπήκε στον διάδρομο του παλιού αεροδρομίου στο Ελληνικό για την απογείωση.
Και εκεί ήταν που προέκυψε το μεγάλο πρόβλημα: κατά τη διαδικασία αυτή, ακούστηκε μια έκρηξη από τον δεξί κινητήρα, ο οποίος καταστράφηκε ολοσχερώς. Ως αποτέλεσμα, το αεροσκάφος δεν μπόρεσε να πάρει ύψος και δεν είχε αρκετή ταχύτητα για να απογειωθεί.
Ωστόσο αυτό έπρεπε πάση θυσία να συμβεί, γιατί το αεροπλάνο είχε ξεπεράσει το σημείο εκείνο που οι πιλότοι θεωρούν ότι μπορεί να σταματήσει -κοινώς, η απογείωση ήταν μονόδρομος. Αλλιώς θα είχαμε… χειρότερα (πιθανώς μια φονική συντριβή του αεροσκάφους εκτός του διαδρόμου).
Με βάση την εκ των υστέρων εξέταση του καταγραφέα δεδομένων πτήσης, η Boeing κατέληξε στο συμπέρασμα ότι εννέα δευτερόλεπτα μετά την απογείωση το πλήρωμα πτήσης είχε απενεργοποιήσει τις αντλίες έγχυσης νερού, γεγονός που μείωσε την ώθηση.
Κοινώς, τα προβλήματα για την πτήση 411 ξεκίνησαν μόλις 9 δευτερόλεπτα μετά την απογείωσή του…
Οι πιλότοι αντιλήφθηκαν αμέσως τη σοβαρότητα της κατάστασης και διατήρησαν την ψυχραιμία τους, παραβιάζοντας όμως αρκετά πρωτόκολλα της κατασκευάστριας εταιρείας Boeing, προκειμένου να κρατήσουν το αεροσκάφος στον αέρα.
Αμέσως μετά την απογείωση, ο κυβερνήτης Μιγάδης έδωσε εντολή να σηκώσουν τους τροχούς, μια κίνηση που αντίκειται στις οδηγίες του εγχειριδίου πτήσης. Εκείνη τη στιγμή, το αεροσκάφος πετούσε μόλις στα 11 μέτρα από το έδαφος.
Ο κυβερνήτης Μιγάδης και ο συγκυβερνήτης Κωνσταντίνος Φικάρδος κατάφεραν να διατηρήσουν το αεροσκάφος στον αέρα, παρά το εξαιρετικά χαμηλό ύψος και την ταχύτητα κάτω από τα ελάχιστα επιτρεπτά όρια. Ο Μιγάδης, με την εμπειρία και τα εργαλεία που διέθετε, έδινε έναν αγώνα για να ανυψώσει το τζετ σε ασφαλέστερο ύψος, ώστε να αποφευχθεί πρόσκρουση σε σκεπές και ψηλά κτίρια.
Παρά τις προσπάθειες, η έλλειψη του κατεστραμμένου κινητήρα περιόριζε το αεροσκάφος στο ελάχιστο δυνατό ύψος, πετώντας κυριολεκτικά πάνω από τις σκεπές των σπιτιών του Αλίμου.
«Ξυστά» από το κτίριο της Interamerican στη Λεωφόρο Συγγρού
Όσοι βρίσκονταν εκείνη την ώρα στον δρόμο ή στις ταράτσες τους είδαν με έκπληξη να περνάει από πάνω τους, σε απόσταση αναπνοής, ένα τεράστιο αεροσκάφος. Αλλά και όσοι βρίσκονταν στο αεροδρόμιο, στον Πύργο Ελέγχου στου Ελληνικό, πίστευαν ότι το Boeing θα έπεφτε και μάλιστα σε κατοικημένη περιοχή.
Ωστόσο, ο Μιγάδης, κρατώντας το ελάχιστο δυνατό ύψος, κατάφερε να περάσει το πρώτο εμπόδιο, που ήταν ο λόφος Πανί στον Άλιμο, ο οποίος είχε ύψος 200 μέτρα.
Το αεροπλάνο πέρασε, όπως είχε πει ο ίδιος, στα 209 μέτρα και στη συνέχεια έχασε ξανά ύψος.
«Κάπου μεταξύ Νέας Σμύρνης και Καλλιθέας»
Στη συνέχεια, το αεροπλάνο πέρασε πάνω από τις πολυκατοικίες της Καλλιθέας και της Νέας Σμύρνης και ξυστά από το κτίριο της Interamerican στη Λεωφόρο Συγγρού.
Όπως είχε αναφέρει μια αεροσυνοδός, είδαν σε κοντινή απόσταση τους υπαλλήλους που εργάζονταν στα γραφεία τους, οι οποίοι τους κοιτούσαν με έκπληξη, βλέποντας το αεροσκάφος να πετάει με την ελάχιστη δυνατή και επιτρεπόμενη ταχύτητα των μόλις 160 μιλίων σε ύψος μόλις 55 μέτρων από το έδαφος.
Εκείνα τα δευτερόλεπτα ήταν τα πιο κρίσιμα και επίφοβα, καθώς και εκείνα που, όπως παραδέχθηκε κατόπιν ο Μιγάδης, ήταν το πιο πιθανό σημείο ώστε το τζετ να καταπέσει στο κέντρο της Αθήνας: κάπου μεταξύ Νέας Σμύρνης και Καλλιθέας!
Ο Μιγάδης, ο οποίος ήξερε πολύ καλά την αεροδυναμική, πετούσε το αεροσκάφος σταθερό σε οριζόντια θέση. Δεν μπορούσε να κάνει ελιγμούς, ούτε να στρίψει.
Οι επιβάτες, στην πλειονότητά τους Αμερικανοί τουρίστες, νόμιζαν ότι ο πιλότος το είχε κάνει εσκεμμένα, προκειμένου να… τους δείξει τα νότια προάστια, βγάζοντας ακόμη και φωτογραφίες.
Αντιθέτως, οι κάτοικοι του Αλίμου, του Παλαιού Φαλήρου, της Νέας Σμύρνης, της Καλλιθέας και του Κερατσινίου έβλεπαν έκπληκτοι να ίπταται από πάνω τους ένα θηριώδες αεροσκάφος και να σπάει τις κεραίες των τηλεοράσεων από τις ταράτσες τους. Ακολούθησε το φουγάρο της ΔΕΗ στο Κερατσίνι και τέλος, ανυπέρβλητο εμπόδιο, το όρος Αιγάλεω.
«Θεωρούσα ότι ήμασταν ήδη νεκροί»
Από την αρχή του συμβάντος ο Μιγάδης, «θεωρώντας εαυτούς νεκρούς» [όπως είχε εκμυστηρευτεί σε συνέντευξή του μετά] και στην προσπάθειά του να έχει όσο το δυνατόν λιγότερα θύματα στο έδαφος, προσπαθούσε να προσκρούσει το αεροσκάφος επί του όρους Αιγάλεω, «μήπως και σωθούν οι πίσω επιβάτες [του αεροσκάφους] και όλα τα νότια προάστια».
Εάν έπεφτε, οι 150 τόνοι κηροζίνης στα μέσα του καλοκαιριού, στις 2 η ώρα το μεσημέρι, με θερμοκρασία 32° C και με υγρασία 29,83 Hg (στα 83 πόδια [25,3 μ.]) θα προκαλούσαν πυρκαγιά, η οποία προφανώς θα έκαιγε τα πάντα σε μεγάλη ακτίνα γύρω της.
Εκεί ακριβώς ήρθε ένας… από μηχανής θεός: Στις 2:05 μ.μ., ένας ελαφρύς αντίθετος άνεμος έδωσε στο αεροπλάνο κάποιο ύψος, το οποίο επέτρεψε στον Μιγάδη να κάνει μια σταδιακή στροφή για να αποφύγει τη συντριβή στο βουνό.
Αφού πέταξε πάνω από τη θάλασσα για να ρίξει μερικά καύσιμα, το αεροσκάφος επέστρεψε στο Διεθνές Αεροδρόμιο του Ελληνικού με ασφάλεια.
Στο αεροδρόμιο περίμεναν οι δύο κόρες του Μιγάδη, ειδοποιημένες από έναν ξάδερφό τους, ο οποίος είχε δει το αεροσκάφος να πετά πάνω από το γήπεδο του Πανιωνίου. Αργότερα ο Μιγάδης συνέχισε την πτήση με άλλο αεροπλάνο.
Σύμφωνα με την έκθεση του Brien S. Wygle, στελέχους της Boeing, με τίτλο «Ανάλυση επιδόσεων της απογείωσης της Ολυμπιακής Αεροπορίας στην Αθήνα στις 9 Αυγούστου 1978 με βλάβη του κινητήρα κατά την περιστροφή», η εταιρεία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι:
«…Οι χαμηλές επιδόσεις μετά την απογείωση δεν οφείλονται σε δυσλειτουργία του αεροσκάφους ή των κινητήρων. Αντιθέτως, το πρόβλημα προκλήθηκε από το ακούσιο κλείσιμο των αντλιών έγχυσης νερού από το πλήρωμα και την επακόλουθη μείωση της ώσης. Η απώλεια υγρής ώσης σε μια κατάσταση όπου το αεροπλάνο ήταν περιορισμένο στην άνοδο κατά την απογείωση, μείωσε σημαντικά την ικανότητα συνέχισης της πτήσης με επαρκή θετική κλίση ανόδου. Μόλις αυξήθηκε χειροκίνητα η ώση σε χρόνο συντονισμού περίπου 325 δευτερολέπτων, το αεροπλάνο πραγματοποίησε άνοδο κανονικά….».
Ο θρυλικός πιλότος και η πτήση που διδάσκεται ακόμη
Ο Σήφης Μιγάδης θεωρείται, μέχρι και σήμερα, θρυλικός πιλότος και ήρωας ανάμεσα στους συναδέλφους του (και δεν εννοούμε μόνο τους Έλληνες…).
Είναι χαρακτηριστικό ότι η (πλέον διάσημη και θρυλική) πτήση 411 της ΟΑ διδάσκεται ακόμα και σήμερα στους εκπαιδευόμενους πιλότους της εταιρείας Boeing, καθώς νίκησε τους νόμους της φυσικής, πετώντας σε εξαιρετικά χαμηλό ύψος και με ελάχιστη ταχύτητα -δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο ότι σε ΟΛΕΣ τις εικονικές προσομοιώσεις που έχουν γίνει από την Boeing υπό τις ίδιες συνθήκες, το αεροπλάνο πάντα έχει συντριβεί.
Μάλιστα, η Boeing έχει χαρακτηρίσει εκείνο το αεροσκάφος «lost» και το θεωρεί «χαμένο», καθώς κάθε φορά που το προσομοίωνε την πτήση, εκείνο… έπεφτε και τελικά έμεινε στον αέρα μόνο χάρη στις ικανότητες του Μιγάδη.