Μπομπ Μάρλεϊ: Η ζωή, η καριέρα και το τέλος του θρύλου της ρέγκε που γεννήθηκε σαν σήμερα (06/02)

Ο «θρύλος» Μπομπ Μάρλεϊ: τραγουδιστής, συνθέτης, κιθαρίστας και ακτιβιστής
Έζησε έντονα, έφυγε νέος, έγινε μύθος: Ολόκληρο το όνομα του ήταν Νέστα Ρόμπερτ Μάρλεϊ και γεννήθηκε σε ένα μικρό χωριό, το Nine Mile, στην περιοχή Saint Ann Parish της Τζαμάικα.
Η ζωή ενός θρύλου
Ο πατέρας του ήταν ναυτικός και λευκός Τζαμαϊκανός αγγλικής καταγωγής, ενώ η μητέρα του ήταν Τζαμαϊκανή. Μεγάλωσε μόνο με τη μητέρα του, καθώς ο πατέρας του ταξίδευε συχνά. Όταν εκείνος έφυγε από τη ζωή, ο Μάρλεϊ και η μητέρα του μετακόμισαν στο Κίνγκστον. Εκεί γνώρισε τον Neville “Bunny” Livingston, ο οποίος αργότερα έγινε γνωστός ως Bunny Wailer, και μαζί ξεκίνησαν να ασχολούνται με τη μουσική.
Σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών, εγκατέλειψε το σχολείο και άρχισε να εργάζεται ως μαθητευόμενος σε σιδεράδικο. Στον ελεύθερο χρόνο του, μαζί με τον Livingston, έπαιζαν μουσική με τον τοπικό τραγουδιστή Joe Higgs, ο οποίος ήταν ρασταφαριανός και θεωρείται ένας από τους ανθρώπους που επηρέασαν τον Μάρλεϊ. Κατά τη διάρκεια αυτών των μουσικών συναντήσεων, γνώρισε τον Peter McIntosh (μετέπειτα γνωστό ως Peter Tosh), με τον οποίο μοιράζονταν κοινές φιλοδοξίες για τη μουσική.
Το 1962, ηχογράφησε τα πρώτα του δύο singles, “Judge Not” και “One Cup of Coffee”, υπό την παραγωγή του Leslie Kong. Τα τραγούδια κυκλοφόρησαν με το ψευδώνυμο Μπόμπι Μάρτελ, αλλά δεν απέκτησαν ιδιαίτερη αναγνώριση. Αργότερα, συμπεριλήφθηκαν στη μεταθανάτια συλλογή Songs of Freedom.
Το 1963, μαζί με τους Bunny Livingston, Peter McIntosh, Junior Braithwaite, Beverley Kelso και Cherry Smith, δημιούργησαν ένα ska/rocksteady συγκρότημα με το όνομα The Teenagers. Το όνομα του συγκροτήματος άλλαξε διαδοχικά σε The Wailing Rudeboys, The Wailing Wailers και τελικά The Wailers. Μέχρι το 1966, αρκετά μέλη είχαν αποχωρήσει, αφήνοντας ως βασικούς την τριάδα Μάρλεϊ, Livingston και McIntosh.
Το 1973, το συγκρότημα κυκλοφόρησε το πρώτο του άλμπουμ με τίτλο Catch A Fire, το οποίο σημείωσε θετική ανταπόκριση παγκοσμίως. Την επόμενη χρονιά, το άλμπουμ Burnin’ περιλάμβανε εμβληματικά τραγούδια, όπως “Get Up, Stand Up” και “I Shot The Sheriff”. Ο Έρικ Κλάπτον διασκεύασε το “I Shot The Sheriff”, συμβάλλοντας στην παγκόσμια αναγνώριση του Μάρλεϊ. Το 1974, οι Wailers διαλύθηκαν, αλλά ο Μάρλεϊ συνέχισε με τη δική του μπάντα, Bob Marley & The Wailers.
Τον Δεκέμβριο του 1976, δύο ημέρες πριν από τη συναυλία “Smile Jamaica”, μια ελεύθερη μουσική εκδήλωση που οργανώθηκε για την εκτόνωση της πολιτικής έντασης, άγνωστοι επιτέθηκαν ένοπλοι στο σπίτι του. Η σύζυγός του Ρίτα τραυματίστηκε σοβαρά στο κεφάλι, ο μάνατζέρ του Don Taylor δέχτηκε σφαίρες στα πόδια, ενώ ο ίδιος ο Μάρλεϊ τραυματίστηκε ελαφρά στο στήθος και το μπράτσο. Παρά τα τραύματά τους, ο Μάρλεϊ και η Ρίτα εμφανίστηκαν κανονικά στη συναυλία.
Το 1977, διαγνώστηκε με κακόηθες μελάνωμα στο πόδι. Ο ίδιος πίστευε αρχικά ότι ήταν τραυματισμός από ποδόσφαιρο. Αρνήθηκε τον ακρωτηριασμό, θεωρώντας ότι θα επηρέαζε τον χορό του και ότι, σύμφωνα με τις ρασταφαριανές πεποιθήσεις, το σώμα πρέπει να παραμένει άθικτο. Ο καρκίνος όμως εξαπλώθηκε και προκάλεσε μεταστάσεις σε ζωτικά του όργανα.
Διαβάστε επίσης: Με δάκρυα στα μάτια η σύντροφός του γνωστού τραγουδιστή στην πρώτη της δημόσια εμφάνιση μετά την κηδεία του
Τον Σεπτέμβριο του 1980, πραγματοποίησε την τελευταία του συναυλία στο Stanley Theater στην Πενσυλβάνια, όπου ηχογραφήθηκε ζωντανά το Redemption Song. Στη συνέχεια, ταξίδεψε στη Γερμανία για θεραπεία, αλλά η κατάσταση της υγείας του επιδεινώθηκε.
Κατά την επιστροφή του στην Τζαμάικα, αναγκάστηκε να προσγειωθεί στο Μαϊάμι για επείγουσα νοσηλεία. Εκεί, στο νοσοκομείο Cedars of Lebanon, έφυγε από τη ζωή στις 11 Μαΐου 1981, σε ηλικία 36 ετών. Τα τελευταία του λόγια στον γιο του, Ziggy, ήταν: «Τα λεφτά δεν αγοράζουν τη ζωή».
Ο Μάρλεϊ άφησε πίσω του μια τεράστια μουσική κληρονομιά και παραμένει σύμβολο της ρέγκε μουσικής και της ρασταφαριανής φιλοσοφίας.