Σασμός: Τι σημαίνει η λέξη του τίτλου της σειράς του Alpha - Οι παραδόσεις της κρητικής «βεντέτας» και του μανιάτικου «γδικιωμού»
Ιστορίες που κρατούν... από τα αρχαία χρόνια αλλά ανήκουν σχεδόν στο παρελθόν
Ο «Σασμός» του Σπύρου Πετρουλάκη, που βλέπουμε πια ως τηλεοπτική σειρά μέσω της συχνότητας του Alpha, έχει κερδίσει ήδη το κοινό, με την εν λόγω παραγωγή να σημειώνει εξαιρετικά νούμερα τηλεθέασης και να δείχνει έτοιμη να γράψει ιστορία.
Τι σημαίνει, όμως, σασμός; Σασμός σύμφωνα με την κρητική ορολογία είναι ο συμβιβασμός, ή η συμφιλίωση. Μια βεντέτα που έχει διάρκεια και πρέπει να τελειώσει με κάποιον τρόπο.
Στη συγκεκριμένη σειρά θα δούμε εάν η βεντέτα μπορεί να ολοκληρωθεί με έναν έρωτα και βασίζεται στο πολύ γνωστό βιβλίο, του Σπύρου Πετρουλάκη, με τον ομώνυμο τίτλο. Εκεί, παρουσιάζεται η Κρήτη που ξέρει να συγχωρεί.
Τα γυρίσματα της σειράς έλαβαν χώρα στην Κρήτη με έμφαση το Ηράκλειο, το Ρέθυμνο, τον Μυλοπόταμο, τον Ψηλορείτη αλλά και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας.
Τι αναφέρει ο συγγραφέας
Η ιστορία αφορά τρεις οικογένειες που τελικά συμφιλιώνονται μεταξύ τους, μέσω του σασμού που δίνει τέλος στον κύκλο του αίματος που είχε ανοίξει.
Επτά «σιάστες», δηλαδή διαμεσολαβητές, και εν προκειμένω επτά γέροντες, για επτά μήνες εργάζονταν μεθοδικά για την ειρηνική διευθέτηση των προβλημάτων.
«Ο Σασμός είναι ευλογία. Η βεντέτα είναι κατάρα. Ο Σασμός δεν είναι συμβιβασμός. Είναι φτιάξιμο. Δίνουνε τα χέρια οι εμπλεκόμενοι και τα ξεχνάνε όλα. Υπάρχει ιερή δέσμευση. Ο Σασμός δεν σπάει» διευκρινίζει ο συγγραφέας του ομώνυμου βιβλίου η σειρά, Σπύρος Πετρουλάκης.
Οι διαμεσολαβητές για τον ίδιο πρέπει να είναι έμπιστοι, να αγαπάνε τους συνανθρώπους τους και να έχουν ευαίσθητη ψυχή.
«Ένας ατέρμονος κύκλος αίματος συνεχίζεται και η παλιά βεντέτα, σαν εφιάλτης, σκορπά τον τρόμο ανάμεσα σε δυο χωριά της Κρήτης. Οι λέξεις ποτέ δεν είχαν αρκετή δύναμη για να περιγράψουν τόσο ακραία συναισθήματα. Τι θα μπορούσε να επιφέρει τη συμφιλίωση, τον πολυπόθητο Σασμό; Μεσολαβεί ο έρωτας, η μουσική, η φιλία αλλά κυρίως η ανθρωπιά» επισημαίνει καταληκτικά.
Η παράδοση της κρητικής βεντέτας
Ο νόμος της ανταπόδοσης εκδηλώνεται ήδη από την Μινωική εποχή. Μάλιστα, ο Αριστοτέλης στα «Ηθικά Νικομάχεια» αναφέρει ως εισηγητή του «Δικαίου της ανταπόδοσης» τον μυθικό Ροδάμανθο. Στην εισήγηση του παρουσιάζεται να υποστηρίζει ότι «ει και πάθοι τα τ’ ερεξε, δίκη κ’ ιθεία γένοιτ» (μόνο σαν πάθει ό,τι έκανε, δίκη σωστή θα γίνει». Συμπεραίνουμε λοιπόν πως η βεντέτα για την Κρήτη είναι ένας πανάρχαια εθιμικά θεσπισμένος τρόπος δικαιοσύνης.
Η βεντέτα «φύτρωσε» από την αρχαιότητα στην όμορφη Κρήτη και ρίζωσε καλά στα γόνιμα εδάφη της μεγαλονήσου μέχρι τα σύγχρονα χρόνια, γράφοντας πολλές μαύρες σελίδες στην ιστορία του νησιού. Για χάρη αυτού του άγραφου νόμου, που για τους συμμετέχοντες εκτός από την αντεκδίκηση για το κακό που μπορεί κάποιος να τους προκάλεσε, σήμαινε και την διαφύλαξη της τιμής αυτών και της οικογένειας τους, χάθηκαν πολλές ψυχές.
Μία από τις μεγαλύτερες βεντέτες του νησιού ξεκίνησε το 1941, όταν η Κρήτη βρισκόταν ήδη υπό Γερμανική κατοχή, μεταξύ δύο πολυμελών οικογενειών, των Σαρτζετάκηδων και των Πενταράκηδων. Αφορμή υπήρξε μια γυναίκα, όμως με το πέρασμα των χρόνων και το τέλος του Παγκόσμιου πολέμου η αφορμή ξεχάστηκε και έμεινε το μίσος των δύο οικογενειών με αποτέλεσμα μέσα σε 15 χρόνια οι δύο οικογένειες να μετρούν 140 νεκρούς άντρες.
Στις βεντέτες ποτέ δεν αποτελούν στόχοι αντεκδίκησης οι γυναίκες. Ο δικηγόρος- ερευνητής Ιωάννης Βαρδάκης στην μελέτη του για λογαριασμό του Ινστιτούτου Κρητικού Δικαίου με τίτλο «Συμβολή στη μελέτη της Βεντέτας» εξηγεί πως «η γυναίκα βρισκόταν στο απυρόβλητο, καθώς δεν προσλάβανε τον χαρακτήρα της αντεκδίκησης, αφού δεν συνυπολογιζόταν στα ντουφέκια της οικογένειας. Ακόμα και αν η γυναίκα πραγματοποιούσε εγκληματική πράξη, δεν αποτελούσε το έγκλημα αφορμή για οικογενειακές αντεκδικήσεις».
Επίσης, αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι οι αποφάσεις των δικαστηρίων για τους δράστες που προέβησαν σε πράξεις αντεκδίκησης, σε πολλές περιπτώσεις, είναι ιδιαίτερα μειωμένες, καθώς λαμβάνετε υπόψιν το εθιμικό δίκαιο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Γιάννης Παπαδόσηφος.
Η αρχή της ιστορίας ξεκινάει το 1983 όταν ο γιος του Γιάννη Παπαδόσηφου, Μανώλης, πηγαίνει σε μία ταβέρνα του Ρεθύμνου να συναντήσει τον Γιάννη Βενιεράκη για να συζητήσουν για μια διαμάχη που είχαν και αφορούσε μια γυναίκα. Ο Βενιεράκης σκότωσε με τρεις σφαίρες τον Παπαδόσηφο. Πρωτόδικα ο Βενιεράκης καταδικάζεται σε ισόβια. Η έφεση γίνεται στον Πειραιά. Στο δικαστήριο βρίσκεται ο πατέρας του θύματος, ο οποίος έχει κρυμμένο πίσω από την πλούσια γενιάδατα του ένα όπλο, με το οποίο σκοτώνει τον δολοφόνο του παιδιού του. Ο Γιάννης Παπαδόσηφος καταδικάστηκε σε 14 χρόνια φυλάκιση και έμεινε στην φυλακή 5 χρόνια.
Ο φόνος μέσα στο δικαστήριο ίσως έχει και μια ισχυρή συμβολική σημασία, καθώς ο δράστης νιώθει πως η ύψιστη μορφή δικαιοσύνης δεν θα αποδοθεί με την απόφαση του δικαστηρίου ακόμα και αν είναι καταδικαστική, αλλά με το δίκαιο της ανταπόδοσης που είναι ριζωμένο βαθιά μέσα στην συνείδηση του.
Υπάρχουν όμως και αρκετές περιπτώσεις που δεν καταλήγουν στις αίθουσες δικαστηρίων και σε βίαιες πράξεις, καθώς μπαίνουν ανάμεσα στις δύο οικογένειες οι λεγόμενοι «μεσίτες». Μεσίτες είναι εκείνοι που επιδιώκουν τον «σασμό», όπως λέγεται στην κρητική διάλεκτο, δηλαδή αποτελούν τους συμφιλιωτές. Οι μεσίτες ήταν πρόσωπα κύρους στην τοπική τους κοινωνία και λόγω της πείρας τους λειτουργούσαν σαν πυροσβέστες στην εκάστοτε περίπτωση που μπορούσε να εξελιχθεί σε παρανάλωμα του πυρός.
Στα σύγχρονα χρόνια ο «σασμός» επικυρωνόταν με μια βάφτιση, μια «συντεκνιά», όπως λένε οι Κρητικοί, ή με ένα γάμο μεταξύ προσώπων των δύο οικογενειών. Ωστόσο, αναφορές συμβιβασμών μεταξύ εχθρικών μεταξύ τους οικογενειών έχουμε από την εποχή της ενετοκρατίας. Τότε υπέγραφαν συμφωνητικό ενώπιον νοτάριου (συμβολαιογράφου), όπου πιστοποιούσαν την διακοπή των εχθροπραξιών τους. Στα μέσα του 20ου αιώνα βρίσκουμε πρακτικά συμφιλίωσης να δημοσιεύονται σε τοπικές εφημερίδες, ανακοινώνοντας έτσι την λήξη της βεντέτας.
Σήμερα μπορεί το φαινόμενο να μην έχει εξαλειφθεί εντελώς, όμως έχει μειωθεί αρκετά, σε σημείο ευελπιστούμε σύντομα να το ακούμε μόνο σε ιστορίες του παρελθόντος. Ωστόσο, είναι άδικο να χρεώνουμε την βεντέτα μόνο στην Κρήτη ή ακόμα και στην Μάνη. Η βεντέτα είναι ένα φαινόμενο το οποίο αναπτύχθηκε σε αρκετές Μεσογειακές και Αραβικές χώρες.
Ο «γδικιωμός» στη Μάνη
Το δικαίωμα της εκδίκησης στην Μάνη ξεκίνησε πολλούς αιώνες πριν, όταν δεν υπήρχε δικαιοσύνη και δεν τιμωρούντο οι ένοχοι.
Από τα παλιά χρόνια, αιώνες πριν, υπήρχε στην Μάνη η παράδοση του γδικιωμού, δηλαδή της εκδίκησης της οικογένειας του θύματος, με φόνο στον φονιά. ΄Ηταν άγραφος νόμος που τον τηρούσαν πιστά. Επειδή δεν υπήρχαν δικαστήρια, την δικαιοσύνη επέβαλαν οι ίδιοι και την ποινή δια των όπλων, με φόνο του ενόχου. Φόνος στον φονιά. ΄Οσοι δεν εκδικούντο, τους θεωρούσαν ανάξιους και τους περιφρονούσαν. ΄Όταν στις προστριβές τους δεν υπήρχε φόνος, στις διαφορές αυτές επιλαμβάνονταν αρχηγοί άλλων οικογενειών ή μεγάλης ηλικίας συνάνθρωποί τους που μόνιαζαν τις αντιμαχόμενες οικογένειες.
Συνήθως κάποιες φράσεις, όπως «το κρατάει Μανιάτικο» ή « να πάρει το αίμα πίσω», χρωστούν την καταγωγή τους στο έθιμο της εκδίκησης, ή καλύτερα στα μανιάτικα στον «γδικιωμό». ΄Ισως η λέξη αυτή και ο,τι συμβολίζει, να είναι το πιο χαρακτηριστικό της ζωής της Μάνης με το οποίο ξεχωρίζεις τους μανιάτες από τους άλλους ΄Ελληνες.
Κάποιοι που δεν ξέρουν την Μάνη και τους Μανιάτες ονομάζουν το έθιμο αυτό βεντέτα, παραπέμποντας στην Ιταλική αυτή λέξη. «Γδικιωμός» δεν είναι μόνο εκδίκηση, αλλά τιμωρία μιας αδικίας και αποκατάσταση της που φέρνει δικαίωση. Μιλούσαν για πόλεμο, για έχθρα, με φράσεις όπως «να γδικιωθεί» ή «το δίκιο μας να γδικιωθεί», δηλαδή να επικρατήσει ή να αποκατασταθεί η δικαιοσύνη. ΄Ηταν έθιμο, τρόπος της Μανιάτικης ζωής. Κι επειδή ανήκε στους άνδρες, σε κάθε οικογένεια η γέννηση αγοριού, έδινε μεγάλη χαρά. ΄Ηταν ένα ακόμα ντουφέκι για την οικογένεια.
Διαλείμματα υπήρχαν την περίοδο εργασίας στα χωράφια με σπορά, θερισμό, συγκομιδή της ελιάς και αλώνισμα. Και όταν τελείωναν οι εργασίες αυτές, ξανάρχιζε ο αγώνας. Ανακωχή γινόταν επίσης όταν κάποιο μέλος των αντίπαλων οικογενειών είχε γάμο, βάπτιση, ή κηδεία.
Τον γδικιωμό τον αποφάσιζε ένα οικογενειακό συμβούλιο. Περιορισμοί ή αναστολές δεν υπήρχαν. Τα αρσενικά παιδιά της οικογένειας του θύματος ανατρέφονταν με ένα σκοπό, όταν μεγαλώσουν να πάρουν το αίμα πίσω. Ο άγραφος νόμος έλεγε, αν είναι φιλότιμος άνδρας δεν χαρίζει το δίκιο του.
Μετά τον φόνο, η χήρα Μανιάτισσα νανούριζε τον ορφανό γιο της που του σκότωσαν τον πατέρα και ονειρεύεται μόλις μεγαλώσει να πάρει το αίμα πίσω. Και έλεγε τους παρακάτω στίχους σαν μοιρολόγι λες και ζούσε την στιγμή που ο γιος της θα έπαιρνε εκδίκηση για τον χαμό τους ανδρός της.
Μάνα: «Να μεγαλώσης ν’ αξιωθής και το σαρμά (=όπλο) να ζαλουθής (=φορτωθείς), να κυνηγήσης τον φονιά, απ’ αγκρεμά και από βουνά, το δίκιο μας να γδικιωθή.
Γιός: Έτρεξα απάνου στα βουνά για να βρέκου τον φονιά, τον ηύρα τον αγνάντεψα, σ’ ένα κοτρόνι κάθονταν κι έχιαχνε το ντουφέκι του. Αξέγνοιαστος ο άτιμος, σιγά, σιγά εζύγωσα, σ’ ένα κοτρώνι πίσω του. Άκουσα που σφύριζε, φαίνεται πως χαιρότανε, γιατί τον εκδικήθηκε τον γέρο τον πατέρα μου. Του τράβηξα μια ντουφεκιά, τον ηύρεκε μέσ’ τα μυαλά, τούφαγε μέση και καρδιά κι έτσι τον εκδικήθηκα…».
Όταν ο δράστης του φόνου κρυβόταν με την βοήθεια της μάνας του, η ίδια τον βοηθούσε να διαφύγει την σύλληψη όταν έκαναν την εμφάνιση τους χωροφύλακες. Το μαρτυρεί ο στίχος:
«Όπου κι αν είσαι Κωνσταντή, στο σπίτι μας να μην ερθείς, Τ’ ήρθασι χωροφυλάκοι και θα σε πάσι φυλακή, να δικαστής επί ζωής»
Υπήρχε βεβαίως και η συμφιλίωση και ο συμβιβασμός, που πρότεινε η οικογένεια του θύτη και ζητούσε συγχώρηση, ακολουθώντας ένα τελετουργικό. Ο φονιάς, μαζί με την οικογένεια του άοπλη, πήγαινε ύστερα από συνεννόηση και την μεσολάβηση κοινών γνωστών τους στο σπίτι του θύματος , γονάτιζε μπροστά στους γονείς του θύματός του και έδειχνε έμπρακτη μετάνοια.
Εκείνοι έσκυβαν τον φιλούσαν και η μάνα του νεκρού τον σκέπαζε με την ποδιά της λεγοντας: «Έτσι τόθε ο Θεός!» Ακολουθούσαν αγκαλιές και φιλιά εκατέρωθεν και κεράσματα, ενώ σε άλλες περιπτώσεις οι δύο οικογένειες συναντώντο σε φιλικά τους σπίτια μεταφέροντας διάφορα φαγητά κυρίως κρέας και κρασί όπου συμβιβάζονταν, τρώγοντας και πίνοντας. Σε τέτοιες περιπτώσεις συμφιλίωσης, αμφότεροι οι συμφιλιωμένοι, ονομάζονταν «ψυχαδελφοί».
Πάντως αυτό το έθιμο του «γδικιωμού», από το1870 άρχισε να υποχωρεί σταδιακά και δεν άργησε να περάσει στην ιστορία. Με την πάροδο πολλών ετών και με την καλυτέρευση της ζωής στην περιοχή, τέθηκε στο περιθώριο.