Bonus ανέκδοτο
Είναι σε ένα αστυνομικό τμήμα ένας πόντιος αξιωματικός υπηρεσίας και κάνει τη βάρδια του.
Κάποια στιγμή χτυπάει το τηλέφωνο και στην άλλη άκρη είναι ένας τραυλός.
– Γγγεια σσσας ειειειεναιαιαι εεεενα ααααλογο που εεεχει ψψψψοφήσει και να εεεερθετε να το πππαρετε…
– Μάλιστα κύριε του λέει και ο Πόντιος, που είναι;
– Σσσσ λέει ο τραυλός. Σόλωνος του λέει και ο Πόντιος. Οοοχι λέει πάλι ο τραυλός.
– Σσσσσ…… Σόλωνος του ξανάλεει ο Πόντιος. Οοοοχι του λέει ο τραυλός.
– Και του κλείνει το τηλέφωνο. Ο Πόντιος αφού είχε κουραστεί και δεν έβγαζε άκρη.
– Ξαναχτυπάει το τηλέφωνο και γίνεται πάλι το ίδιο σκηνικό 3-4 φορές.
Σταματάει να χτυπάει το τηλέφωνο για 2-3 ώρες και μετά ξανά πάλι.
– Γγγγια σας ειειεειμαι πάλι μμμε το αααλογο κκαι να εεερθεται να το ππππαρετε…. μάλιστα του λέει ο Πόντιος πάλι που είναι επιτέλους αυτό το άλογο;
– Σσσσσ…….
– Σόλωνος του λέει πάλι ο Πόντιος ναι γα**ω το κέρατο μου, λέει και ο τραυλός, μου έφυγε η μέση να το πάω εκεί…….
Bonus ανέκδοτο 2: Η ξανθιά και το σουβλάκι...
Είναι βράδυ και το ζευγάρι μόλις έχει κάνει έρωτα και χαλαρώνει. Η γυναίκα λέει στον άντρα της:
– “Πεινάω, τι θα έλεγες για κανένα σουβλάκι;”
– “Και γω”, λέει ο άντρας, “θα πεταχτώ να πάρω”.
Φοράει πρόχειρα κάποια ρούχα και ξεκινά για το σουβλατζίδικο. Την ώρα που ετοιμαζόταν να μπει στο….
αμάξι του, σταματάει δίπλα του ένα αυτοκίνητο και βγαίνει απόμέσα μια κουκλάρα και τον ρωτά:
– “Σας παρακαλώ, μήπως ξέρετε πως θα πάω στην οδό Τάδε 15;”
Αγαλμα ο τύπος της ψελλίζει:
– “Θα πάτε ίσια, δύο στενά πιο κάτω δεξιά και στο τρίτο αριστερά”.
Η κοπέλα:
– “Αχ, δεν μπορώ να προσανατολιστώ εύκολα τη νύχτα, σας παρακαλώ μπορείτε να με πάτε, θα σας χρωστάω μεγάλη χάρη…”
Αν και ο δρόμος δεν είχε καμιά σχέση με το σουβλατζίδικο, δέχτηκε (χωρίς δυσκολία) να την εξυπηρετήσει. Φτάνοντας στην οδό Τάδε 15 του λέει η κούκλα:
– “Ξέρετε, είναι μερικές μέρες που έχω μετακομίσει εδώ και δεν βρίσκω εύκολα το σπίτι τα βράδια. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για την εξυπηρέτηση, θα ήθελα να έρθετε πάνω να σας κεράσω κάτι”.
– “Οχι, ευχαριστώ, είναι αργά μια άλλη φορά ίσως…”
– “Οχι, επιμένω να έρθετε! Δεν θα αργήσετε”.
Με τα πολλά ανεβαίνουν επάνω, το σπίτι ήταν τεράστιο και όμορφο και η κοπέλα του προτείνει να βάλει κάτι να πιει μέχρι να φορέσει κάτι πιο ανάλαφρο. Ο τύπος δεν κατάλαβε πότε έβαλε το ποτό να πιει, πότε είδε την τύπισσα να εμφανίζεται σας θεά, πότε βρέθηκαν στο κρεβάτι… Κάποια στιγμή, μέσα από την ευχάριστη κούραση που είχε περάσει, άνοιξε το μάτι του και είδε από το παράθυρο να μπαίνει το πρώτο φως της ημέρας (τον είχε πάρει ο ύπνος).