Ο παππούς και ο Χάρος... Το ανέκδοτο της ημέρας (14/6)
Τρελό γέλιο
Ο παππούς και ο Χάρος... Το Athensmagazine.gr σας καλημερίζει με το κλασσικό ανέκδοτο της ημέρας (14/6) και ελπίζουμε να σας αρέσει όσο και το χθεσινό!
Πάμε να δούμε το ανέκδοτο παρακάτω
Περπατάει ένας παππούς στο δρόμο και ξαφνικά αντιλαμβάνεται τον χάρο να τον ακολουθεί.
– Αμάν… λέει, πρέπει κάπου γρήγορα να κρυφτώ…
Τρέχει, τρέχει ο παππούς και ο χάρος από πίσω. Φτάνει ο παππούς απεγνωσμένος σε μια γωνιά και ψάχνει κάπου να κρυφτεί.
Ξαφνικά βλέπει απέναντι έναν παιδικό σταθμό και σκέφτεται πως είναι μια πολύ καλή κρυψώνα.
Μπαίνει βιαστικά μέσα, πάνω στην ώρα που τα μικρά ετοιμαζόντουσαν για να φάνε και φορούσανε τις σαλιέρες τους.
Τι να κάνει ο πάππους, φοράει και αυτός μια σαλιάρα και κάθεται.
Αρχίζουν όλα μαζί τα πιτσιρίκια να φωνάζουν:
– Μαμ, μαμ, μαμ…
Και τότε ο παππούς κάνει το ίδιο:
– Μαμ, μαμ, μαμ…
Τότε νιώθει ένα χέρι στον ώμο του να τον χτυπάει και μια φωνή να του λέει:
– Κάνε γρήγορα Μαμ, γιατί μετά θα πάμε Άτα!
Bonus ανέκδοτο: Ο κυνηγός και οι καλόγριες
Ένας κυνηγός νυκτώθηκε στην ερημιά και όχι μόνο αυτό τον έπιασε και μια φοβερή καταιγίδα. Μέσα στην ερημιά αυτή και στην φοβερή καταιγίδα αναζητούσε με αγωνία ένα μέρος να ξαποστάσει. Ύστερα από πολλές ώρες βλέπει κάπου μακριά ένα αμυδρό φως. Με πολλή ελπίδα πλησιάζει και βλέπει ότι το φως ήταν ένα καντήλι μέσα σε ένα πολύ μικρό καμαράκι- προσκυνητάρι.
Με πολλή προφύλαξη πλησίασε και κοίταξε μέσα ,όπου είδε ότι ήταν ξαπλωμένες τσίμα- τσίμα τρεις καλόγριες. Χτυπά λοιπόν το τζάμι της μικρής πόρτας και σε λίγο του ανοίγει μια καλόγρια.
– Τι θέλετε ,ρωτάει.
– Τι ερώτηση είναι αυτή. δεν με βλέπεις Χριστιανή μου. Μούσκεμα είμαι και θέλω να μπω να ξαποστάσω.
– Εδώ δεν μπορείς να μπεις γιατί είναι ένας μικρός οίκος του Θεού μόνο για μοναχές και εξ άλλου δεν έχουμε χώρο.
– Τι είναι αυτά που λες…..Έτσι είπε Ο Χριστός , να αφήνουμε αυτούς που έχουν ανάγκη στην μοίρα τους. Τα τελευταία του λόγια ανάγκασαν τις μοναχές να το ξανασυζητήσουν και τελικά αποφάσισαν να του επιτρέψουν να μπει μέσα στο καμαράκι.
Αυτός σε λίγο ζήτησε την άδεια να του επιτρέψουν να βγάλει τα βρεγμένα του ρούχα ,πράγμα που έγινε. Έβγαλε λοιπόν τα ρούχα του και έμεινε μόνο με το εσώρουχο. Aρχισε όμως να τουρτουρίζει από το φοβερό κρύο.
Οι μοναχές βλέποντάς τον να υποφέρει ,στριμώχτηκαν λίγο και έκαναν χώρο να ξαπλώσει δίπλα στην πρώτη μοναχή και να σκεπαστεί.
Αυτός μόλις σκεπάστηκε και ζεστάθηκε λίγη άρχισε να πασπατεύει την πρώτη καλόγρια.
Οι μοναχές άρχισαν να προσποιούνται ότι ροχαλίζουν.
Η πρώτη που δεχόταν ήδη τα χάδια του κυνηγού ακούστηκε :
– Γκρρρ …Γκρρρ… Γκρρρ… Αχ τι ωραία που είναι.
Αυτή που ήταν προς τον τοίχο ακούστηκε :
-Γκρρρ…Γκρρρ….Γκρρρ…. Έλα και από εδώ….
Οπότε η μεσαία ακούστηκε:
-Γκρρρ…..Γκρρρ….. Γκρρρρ….. Μη χαλάς την σειρά.