Ο Έλληνας και... ο Ινδός στην κόλαση: Το ανέκδοτο της ημέρας (9/8)
Κλάμα!
To Athensmagazine.gr σας καλημερίζει με το κλασικό ανέκδοτο της ημέρας (9/8) και ελπίζουμε να σας αρέσει όπως και το προηγούμενο!
Βρέθηκαν μια μέρα στη κόλαση ένας Έλληνας, ένας Αμερικάνος κι ένας Ινδός.
Τους συναντάει ο διάβολος και τους λέει:
– Σε όσους έρχονται εδώ δίνω μία ευκαιρία να μεταφερθούν στον παράδεισο.
Και βγάζει ένα τεράστιο μαστίγιο… λέγοντας: – Όποιος θα αντέξει τρία χτυπήματα χωρίς να φωνάξει, θα πάει στον παράδεισο. Μπορείτε να χρησιμοποιήσετε για ασπίδα ό,τι θέλετε.
Πρώτος πηγαίνει ο Αμερικανός.
– Τί θα έχεις για ασπίδα; ρωτάει ο διάβολος.
Ο Αμερικάνος σηκώνει μια τεράστια πέτρα και λέει: – Θα χρησιμοποιήσω αυτή την πέτρα! Είμαι έτοιμος!
Σηκώνει ο διάβολος το μαστίγιο, χτυπάει μια και φεύγει η πέτρα. Χτυπάει δεύτερη και ουρλιάζει σαν τρελός ο Αμερικάνος, οπότε χάνει την ευκαιρία να πάει στον παράδεισο.
Στη συνέχεια ήταν σειρά του Ινδού.
– Τί θα έχεις για ασπίδα; τον ρωτάει ο διάβολος.
– Τίποτα, λέει ο Ινδός. Κάνω από τότε που γεννήθηκα γιόγκα και δε νιώθω καθόλου πόνο!
Στο πρώτο χτύπημα ο Ινδός ήταν ατάραχος. Στο δεύτερο έκανε κάποιους μορφασμούς και στο τρίτο χτύπημα λίγο περισσότερους. Αλλά δεν έβγαλε κουβέντα από το στόμα του!
– Να πάρει, λέει ο διάβολος, πρώτη φορά αντέχει κάποιος τρία χτυπήματα. Λοιπόν, είσαι ελεύθερος να πας στον παράδεισο. Το αξίζεις.
– Όχι, λέει ο Ινδός. Θέλω να μείνω και να δω. Σε όλα τα ανέκδοτα ο Έλληνας τη βγάζει καθαρή. Θέλω να δω τώρα πώς θα ξεμπερδέψει!
– Εντάξει, μείνε να βλέπεις, του λέει ο διάβολος.
Έρχεται λοιπόν η σειρά του Έλληνα και τον ρωτάει:
– Εσύ τί θα χρησιμοποιήσεις για ασπίδα; Και απαντάει ο Έλληνας:
– Τον Ινδό!
Bonus ανέκδοτο
Ένας τελειόφοιτος της Ψυχολογίας έπρεπε να κάνει μια εργασία για τα δυνατά συναισθήματα . Ο επιβλέπων καθηγητής του σύνεστησε να αποφύγει τους ανθρώπους των πόλεων , πολλά λόγια και λίγη ουσία , και να ψάξει για πήγες στην ύπαιθρο . Μια και δυο , παίρνει τα βουνά και σ ένα χωριό στην Κρήτη στο όρος Αφέντης και εντοπίζει ένα γεροντάκι που καθόταν μονάχο του .
Γεια σου παππού … μπλα μπλα μπλα … θυμάσαι να μου πεις μια φορά που να σου τύχε κάτι και να χάρηκες ΠΟΛΥ ;
Ο γεράκος σκέφτεται , σκέφτεται …
Μια φορά , πριν πολλά χρόνια ένας γείτονας – Θεός σχωρέστον – έχασε ένα πρόβατο στο βουνό . Μαζευτήκαμε λοιπόν καμία δεκαριά νοματαίοι , βγήκαμε στο βουνό , βρήκαμε το πρόβατο , το γαμ***με , και το φέραμε πίσω . ( – Αυτό δεν μπαίνει στην εργασία … για να ξαναδοκιμάσω )
Ωραία… μήπως θυμάσαι καμία ΑΛΛΗ φορά , που να έγινε κάτι ΑΛΛΟ και να
χάρηκες ΠΟΛΥ ;
Ξανασκέφτεται ο γεράκος ….
Μια άλλη φορά , ένας άλλος γείτονας – Θεός σχωρέστον κι αυτόν – έχασε την κόρη του στο βουνό . Ε , μαζευτήκαμε καμία εικοσαριά άντρες , βγήκαμε στο βουνό , ψάξαμε , τη βρήκαμε , τη γαμ***με και τη φέραμε πίσω . ( – σε λάθος κατεύθυνση ψάχνω , ας αλλάξω θέμα )
Ωραία , παππού … τώρα να σε ρωτήσω κάτι άλλο … θυμάσαι να μου πεις αν σου
έτυχε ποτέ τίποτα που να ντράπηκες ΠΟΛΥ ;
Ο γεράκος πέφτει σε βαθιά περισυλλογή … το βλέμμα χαμηλωμένο … και τελικά , με ύφος μεγάλης ένοχης :
Μια φορά χάθηκα στο βουνό ……..