Ο Κωστίκας και τα μπαλάκια του πινγκ πονγκ: Το ανέκδοτο της ημέρας (19/7)
Κλάμα!
To Athensmagazine.gr σας καλημερίζει με το κλασικό ανέκδοτο της ημέρας (19/07) και ελπίζουμε να σας αρέσει όπως και το προηγούμενο!
Είστε έτοιμοι;
Ήταν μια φορά ένας βασιλιάς και ήθελε να παντρέψει την κόρη του βγάζει λοιπόν ανακοίνωση σε όλη τη χώρα ότι αυτός που θα φέρει τα καλύτερα μπαλάκια του πινγκ-πονγκ θα παντρευτεί την κόρη του. Η προθεσμία θα έληγε σε μια βδομάδα στις 12 η ώρα.
Έρχεται η επόμενη εβδομάδα άρχισαν να πηγαίνουν οι βασιλιάδες των διπλανών χωρών, ο ένας έφερε Χρύσα μπαλάκια του πινγκ-πονγκ, ο άλλος πλατινένια μπαλάκια του πινγκ-πονγκ, ο άλλος διαμαντένια μπαλάκια του πινγκ-πονγκ.
Ο Κωστίκας που αγαπούσε την πριγκίπισσα αργούσε να πάει έφτασε 11 η ώρα πήγε 11:30 τίποτα ο Κωστίκας.
Λέει ο βασιλιάς: «Θα αποφασίσω σε ποιον θα δώσω την κόρη μου». «ΟΧΙ ακόμα», φωνάζει η πριγκίπισσα, «να πάει 12 μήπως έρθει και ο Κωστίκας».
Πάει 12 παρά πέντε και ξαφνικά ανοίγει η πόρτα και μπαίνει μέσα ο Κωστικας γεμάτος αίματα και χτυπήματα και φωνάζει: «Ποιος μ@λάκας ζήτησε τα @ρχίδια του Κινγκ-Κονγκ».
Bonus ανέκδοτο
Συναντιούνται δύο φίλοι:
– Τι έγινε ρε, καλά;
– Άσε ρε, πέθανε η πεθερά μου.
– Σώπα! Τι είχε;
– Μαλακίες μωρέ, ένα κτήμα στο χωριό.
– Όχι ρε, σε ρωτάω αν είχε κανένα πρόβλημα.
– Ναι μωρέ, δεν ήτανε γραμμένο στο κτηματολόγιο και τρέχουμε.
– Ρε μαλάκα, σε ρωτάω από τι πέθανε.
– Προχτές το μεσημέρι μωρέ, δεν είχαμε φαγητό, βγήκε να πάει στο χασάπη να πάρει κανά κρέας και την πάτησε αυτοκίνητο.
– Όχι ρε την καημένη! Και τι κάνατε;
– Τι να κάνουμε, φάγαμε μακαρόνια
Bonus ανέκδοτο ο ζωγράφος
Ο κύριος είναι ζωγράφος με ειδικότητα το γυμνό.
Δουλεύει έναν πίνακα εδώ και μήνες.
Έχει έρθει το μοντέλο, μια νέα κοπέλα... πάει να γδυθεί και λέει αυτός:
- Ξέρεις, σήμερα δεν αισθάνομαι πολύ καλά και λέω να μην ζωγραφίσω, αλλά θα στο πληρώσω το μεροκάματο... Λέω να κάνω ένα τσάι και να ξαπλώσω...
Λέει το μοντέλο:
- Άσε να στο κάνω εγώ το τσάι και μετά φεύγω.
- Εντάξει, κάνε και ένα για σένα....
Κάθισαν λοιπόν στο σαλόνι και τα λέγανε πίνοντας το τσάι, οπότε ξαφνικά ακούγεται η εξώπορτα και γνώριμα βήματα. Φωνάζει τότε πανικόβλητος ο ζωγράφος:
- Θεέ μου, η γυναίκα μου! Γρήγορα! Γδύσου!