Τρίτη, 18 Φεβρουαρίου 2025

«Ρώτησα τον μπού@@@ν μου και μου είπεν όχι»: Τα «μπινελίκια» του Γεωργίου Καραϊσκάκη που έμειναν στην ιστορία

Ο «γιος της καλογριάς»... δε στερήθηκε το πλούσιο υβρεολόγιο ούτε στο θάνατό του

23 Ιανουαρίου 2025 07:47
«Ρώτησα τον μπού@@@ν μου και μου είπεν όχι»: Τα «μπινελίκια» του Γεωργίου Καραϊσκάκη που έμειναν στην ιστορία
Από Ραφαήλ Αλαγάς

Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης αποτελεί μια από τις πιο «θρυλικές» μορφές του απελευθερωτικού αγώνα στην Επανάσταση του 1821, με τον ίδιο να γίνεται γνωστός για τα τεράστια του κατορθώματα, προτού σκοτωθεί στη μάχη της Ακρόπολης το 1827, όταν οι Έλληνες δεν τα κατάφεραν απέναντι στον Κιουταχή.

Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης γεννήθηκε στις 23 Ιανουαρίου 1780 (ή 1782) στο Μαυρομάτι Καρδίτσας και ήταν καρπός της σχέσης του αρματολού Δημήτρη Καραΐσκου και της μοναχής Ζωής Ντιμισκή, αδελφής του κλέφτη Κώστα Ντιμισκή και εξαδέλφης του οπλαρχηγού Γώγου Μπακόλα.

Μεγάλωσε με τους θετούς γονείς του, μία οικογένεια Σαρακατσάνων, αφού η μητέρα του τον εγκατέλειψε μη αντέχοντας τον διασυρμό μιας παράνομης σχέσης και πέθανε όταν ήταν οκτώ ετών. Από τη μητέρα του, ο «γιος της καλογριάς» κληρονόμησε τον ανυπότακτο χαρακτήρα του και την παροιμιώδη βωμολοχία του.

Όταν, πέθανε στις 23 Απριλίου 1927, την επομένη, οι Έλληνες με πεσμένο ηθικό και κακή στρατηγική, υπέστησαν συντριπτική ήττα στη Μάχη του Αναλάτου από τον Κιουταχή, ο οποίος πολύ γρήγορα κατέστειλε την επανάσταση στη Στερεά Ελλάδα.

Το έθνος θρήνησε το χαμό του ήρωα. Και δικαίως, διότι η απώλειά του υπήρξε ανεπανόρθωτη. Ο Καραϊσκάκης ήταν αδύνατος, φιλάσθενος (έπασχε από φυματίωση), μέτριος το ανάστημα, ιδιαίτερα νευρικός, οξύθυμος, βωμολόχος και υβριστής. Αλλά είχε χαλύβδινη θέληση, δύναμη σκέψης και κριτικής και ιδιαίτερη ικανότητα στην ταχύτατη λήψη αποφάσεων και εκτέλεση αυτών. Με μία λέξη, ήταν ηγέτης. Άλλο ζήτημα αν, όπως έλεγε ο ίδιος, ο χαρακτήρας του τον έκανε να είναι άλλοτε άγγελος και άλλοτε διάβολος.

«Αυτοί σας χέζουν και τώρα και πάντα»

Ο ανυπότακτος χαρακτήρας του Καραϊσκάκη του επέτρεψε να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στον αγώνα της Ανεξαρτησίας. Τον Σεπτέμβριο του 1821, κατέλαβε μαζί με άλλους οπλαρχηγούς την Άρτα, ενώ τον Ιανουάριο του 1823 σημείωσε την πρώτη μεγάλη νίκη του κατά των Τούρκων στη μάχη του Σοβολάκου. Ιδιαίτερα σημαντική θεωρείται και η δράση του Καραϊσκάκη στη Στερεά Ελλάδα το 1825, όταν και απέτρεψε την κατάληψη του Διστόμου Άμφισσας από τους Τούρκους, σε μια περίοδο κατά την οποία η Επανάσταση κατέρρεε εν μέσω ανταγωνισμών και συγκρούσεων μεταξύ των Ελλήνων οπλαρχηγών.

Παρά τις μεγάλες στρατιωτικές επιτυχίες του, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης έμεινε στην Ιστορία και για το πλούσιο υβρεολόγιό του, που πολύ συχνά αναφέρεται σε γεγονότα και ανέκδοτες αφηγήσεις της ιστοριογραφίας.

Τον Ιούλιο του 1823, ο Μαχμούτ Πασάς έστειλε στον Καραϊσκάκη την παρακάτω επιστολή: «Με λέγουν Μαχμούτ Πασιά Σκόδρα. Είμαι πιστός, είμαι τίμιος. Το στράτευμά μου το περισσότερον σύγκειται από χριστιανούς. Εδιορίσθην από τον Σουλτάνον να ησυχάσω τους λαούς. Δεν θέλω να χύσω αίμα. Μη γένοιτο. Όποιος θέλει να είναι με εμένα, πρέπει να είναι πλησίον μου. Όποιος δεν θέλει, ας καρτερεί τον πόλεμό μου. Δέκα πέντε ημέραις σας δίδω καιρόν να σκεφτείτε». Από την πλευρά του, ο Καραϊσκάκης απάντησε στον Μαχμούτ Πασά με την κλασική αθυροστομία του: «Μου γράφεις ένα μπουγιουρντί, λέγεις να προσκυνήσω. Κι εγώ, πασά μου, ρώτησα τον πούτζον μου τον ίδιον κι αυτός μου αποκρίθηκε να μην σε προσκυνήσω κι αν έρθεις κατ’ επάνω μου, ευθύς να πολεμήσω».

«Ρώτησα τον πού@@@ν μου τον ίδιον κι αυτός μου αποκρίθηκε να μην σε προσκυνήσω κι αν έρθεις κατ’ επάνω μου, ευθύς να πολεμήσω»

Ακόμη, στον Καραϊσκάκη αποδίδεται η παρακάτω απάντηση προς έναν απεσταλμένο των Τούρκων: «Έλα, σκατότουρκε… έλα απεσταλμένε από τους γύφτους, έλα ν’ ακούσεις τα κερατά σας, γαμώ την πίστιν σας και τον Μωχαμέτη σας. Τι θαρεύσετε κερατάδες… Δεν εντρέπεσθε να ζητείτε “από ημάς” συνθήκην με “έναν” κοντζιά σκατο-Σουλτάν Μαχμούτην, να τον χέσω και αυτόν και τον Βεζίρην σας και τον Εβραίον Σιλιχτάρ Μπόδα την πουτάνα! Άμα ζήσω, θα τους γαμήσω. Άμα πεθάνω, θα μου κλάσουν τον πούτσο!». Σε μια άλλη συζήτηση με Τούρκο συνομιλητή, ο Καραϊσκάκης φέρεται να του είπε: «Ιδού οι Έλληνες! Αυτοί σας χέζουν και τώρα και πάντα».

«Εμένα η μάνα μου έφαγε 40.000 ψ@@@ς για να με γεννήσει»

Όμως ο Καραϊσκάκης δεν ήταν αθυρόστομος μόνο με τους Τούρκους, αλλά και με τους Έλληνες. Το 1824, ο οπλαρχηγός της Ρούμελης, Νικόλας Στορνάρης, έστειλε στον Καραϊσκάκη επιστολή συμφιλίωσης. Ο Καραϊσκάκης του απάντησε: «Γενναιότατε αδελφέ καπετάν Νικόλα, είδα όσα με γράφεις. Έχει και τουμπλέκια [τουρκικά όργανα του ιππικού] ο πούτσος μου, έχει και τρουμπέτες [ελληνικά όργανα]. Όποια θέλω από τα δυο θα μεταχειρισθώ…». Ακόμη, ο Καραϊσκάκης χρησιμοποιούσε το υβρεολόγιό του και όταν αναφερόταν στη μητέρα του: «Τι θυμώνετε, ωρέ! Κι εγώ είμαι… είμαι ο γιος της καλογριάς. Εμένα η μάνα μου έφαγε σαράντα χιλιάδες ψωλές, ώσπου να με γεννήσει».

Τη δεκαετία του 1810, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης παντρεύτηκε την Γκόλφω Ψαρογιαννοπούλου, με την οποία απέκτησε δύο κόρες και έναν γιο, τον μετέπειτα στρατιωτικό και πολιτικό Σπυρίδωνα Καραϊσκάκη. Ούτε εκείνη γλίτωσε από το βρόμικο στόμα του Καραϊσκάκη. Συγκεκριμένα, μετά το ξέσπασμα της Επανάστασης, η Γκόλφω εγκαταστάθηκε στον Κάλαμο και αργότερα στα Επτάνησα, όσο ο ίδιος πολεμούσε. Όταν την επισκέφθηκε, κάποια από τα παλικάρια της συνοδείας του ρίχτηκαν στις ψυχοκόρες της και εκείνη του διαμαρτυρήθηκε. Εκείνος απάντησε με τον τρόπο του: «Έγνοια σου μωρή, έχω και για σένα μπ…τζον… Μη μου χολιάζεις!».

«Το χούι δεν το αφήνεις να γ@@@ς»

Το 1824, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος κατηγόρησε τον Καραϊσκάκη για προδοτική συμπεριφορά, υποστηρίζοντας ότι «ο γιος της καλογριάς είχε στείλει επιστολή στον Ομέρ Βρυώνη με την υπόσχεση να του παραδώσει το Μεσολόγγι και το Αιτωλικό». Το αποτέλεσμα ήταν ο οπλαρχηγός να καταλήξει σε δίκη, που έγινε στο ναό της Παναγίας του Αιτωλικού, την 1η Απριλίου του 1824. Ο Νικόλαος Κασομούλης, ένας από τους σημαντικότερους αγωνιστές και ιστορικούς της Επανάστασης του ’21, περιγράφει τον διάλογο κατά τη διάρκεια της δίκης, μεταξύ του Καραϊσκάκη και του κριτή Γαλάνη Μεγαπάνου, που εκτελούσε χρέη δικαστή.

Καραϊσκάκης: - Αν βάλετε θεμέλιο εις τα λόγια μου, εκατό ζωές να έχω δεν γλυτώνω, πλην ποτέ έργο δεν έκαμα.

Γαλάνης Μεγαπάνου: - Βρε, ηξεύρομεν Καραϊσκάκη όπου λέγεις όλο λόγια. Μα διάτνα τα λέγης έτζι; (πρόστυχα).

Καραϊσκάκης: - Το έχω χούι, κυρ Πάνο.

Γαλάνης Μεγαπάνου: - Μα, γιατί να το έχεις αυτό το χούι, ενώ είσαι πενήντα χρονών;

Καραϊσκάκης: - Αμ, δεν ημπορώ να το κόψω τώρα, κυρ Πάνο. Και συ, κυρ Πάνο, είσαι ογδόντα χρονών, μα το χούι δεν τ’ αφήνεις να γαμάς.

Ο Κασομούλης λέει ότι όταν ο Καραϊσκάκης ολοκλήρωσε τη φράση του, «εκτύπησαν τα γέλια όλοι και πήγαν και πολλοί να λιποθυμήσουν, καθώς κι εγώ ο ίδιος».

«Έχεις τόσο μυαλό όσο εγώ έχω σπόρο στα αρχ@@@α μου»

Ο Καραϊσκάκης διατήρησε την αθυροστομία του και στις πιο δραματικές ώρες του Αγώνα. Το 1827, η Συνέλευση της Τροιζήνας όρισε, εν αναμονή του Καποδίστρια, τριμελή διοικητική επιτροπή, ένα νησιώτη, έναν Μωραΐτη και έναν Ρουμελιώτη, ώστε να επιτευχθεί ισορροπία μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών. Εκπρόσωπος της Ρούμελης ορίστηκε ο Γεώργιος Νάκος. Αυτό δεν άρεσε στους Ρουμελιώτες, που πίστεψαν πως ο Νάκος ορίστηκε εκπρόσωπός τους, επειδή λόγω του παθητικού χαρακτήρα του ήταν εύκολο για τους άλλους να τον έχουν του χεριού τους. Οι Ρουμελιώτες φοβήθηκαν ότι θα δοθεί ελευθερία στο Μοριά, με αντάλλαγμα την υποταγή της Ρούμελης στον Σουλτάνο και έτσι, όταν έμαθαν για τον διορισμό του Νάκου, έγιναν έξαλλοι και απείλησαν να παρατήσουν τον πόλεμο. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο Νάκος ήταν ιδιαίτερα γνωστός για την όμορφη γυναίκα του, που, όπως λεγόταν εκείνη την εποχή, είχε εραστή τον κόντε Μεταξά. Ο Καραϊσκάκης προσπάθησε να μεταπείσει και να ηρεμήσει τους Ρουμελιώτες, όμως εκείνοι φαίνονταν ανένδοτοι. Όπως γράφει ο ιστορικός Δημήτρης Δημητρακάκης, κάποια στιγμή ο Καραϊσκάκης απηύδησε και ξεκίνησε τα βρισίδια: «Ας τελειώνουμε εδώ τη δουλειά μας και τότε να ιδώ πού θα μου πάη ο κερατάς (ο Νάκος). Και στο μουνί της πουτάνας της γυναίκας του να κρυφτή, θα βάλω τον μπούτζον του Μεταξά να τον ξετρυπώσει!».

Σύμφωνα με ένα ιστορικό ανέκδοτο που έχει καταγράψει ο ιστορικός Γιάννης Βλαχογιάννης, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης δεν δίστασε να «στολίσει» και τον Γεώργιο Κουντουριώτη για την τραγελαφική εκστρατεία εναντίον του Ιμπραήμ, που κατέληξε στην οικτρή ήττα των Ελλήνων στο Κρεμμύδι, το 1825: «Ώρε Κουντουριώτη, άκουγα και νόμιζα θα είναι γεμάτο μυαλό το κεφάλι σου. Εσύ, όμως, έχεις τόσο μυαλό, όσο εγώ έχω σπόρο στα αρχίδια μου».

«Ας ζήσω και θα μου κλάσει τον μπού@@@ν»

Ο Καραϊσκάκης φαίνεται ότι δεν στερήθηκε της αθυροστομίας του ούτε την ημέρα του θανάτου του. Στις 21 Απριλίου 1827, ελληνικές δυνάμεις είχαν στρατοπεδεύσει στο Φάληρο, για να αντιμετωπίσουν σε μάχη τον Κιουταχή. Την αρχιστρατηγία είχαν αναλάβει οι άγγλοι φιλέλληνες Richard Church και Thomas Cochrane, με απόφαση της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης της Τροιζήνας. Ο Καραϊσκάκης είχε διαφωνήσει με το σχέδιο της κατά μέτωπο επίθεσης και είχε αποσυρθεί στη σκηνή του άρρωστος. Την επομένη, κάποιοι Έλληνες στρατιώτες επιτέθηκαν χωρίς διαταγή κατά του στρατοπέδου του Κιουταχή.

Για να μην γενικευθεί η σύγκρουση, ο Καραϊσκάκης βγήκε από τη σκηνή του και κατευθύνθηκε έφιππος προς το σημείο της συμπλοκής, γύρω στις τέσσερις το απόγευμα. Μια σφαίρα, όμως, τον βρήκε στο υπογάστριο και τον τραυμάτισε σοβαρά. Το εμφυλιοπολεμικό κλίμα που επικρατούσε εκείνην την περίοδο μεταξύ των Ελλήνων και η αντιπαράθεση του οπλαρχηγού με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο έκαναν πολλούς να αναρωτηθούν μήπως επρόκειτο για δολοφονία, οργανωμένη από κάποιον Έλληνα πολέμιό του. Όταν ο λαβωμένος Καραϊσκάκης ρωτήθηκε από τους συντρόφους του ποιος τον τραυμάτισε, εκείνος, παρότι ετοιμοθάνατος, φέρεται να είπε: «Ξέρω ποιος το ’κανε. Ας ζήσω και θα μου κλάσει τον μπούτσον».

 

Retromania

Share