Τρίτη, 10 Δεκεμβρίου 2024

08/11/1963: Η πρώτη κυβέρνηση Κέντρου είναι γεγονός - Ο μπροστάρης Γεώργιος Παπανδρέου, οι δύο εκλογές και η «Αποστασία»

Τα ταραχώδη χρόνια που τελικά οδήγησαν στην Χούντα το 1967

8 Νοεμβρίου 2024 11:09
08/11/1963: Η πρώτη κυβέρνηση Κέντρου είναι γεγονός - Ο μπροστάρης Γεώργιος Παπανδρέου, οι δύο εκλογές και η «Αποστασία»
Από Ραφαήλ Αλαγάς

Πριν από 61 χρόνια ακριβώς, μια μέρα σαν σήμερα (8/11), μια ιδιαίτερη ημέρα γράφτηκε στην ελληνική ιστορία, αφού τότε ορκίστηκε η πρώτη κυβέρνηση του Κέντρου μετά από χρόνια κυριαρχίας της Δεξιάς, με την Ένωση Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου να τα καταφέρνει, αν και στην ταραχώδη περίοδο πριν από την Χούντα δεν πρόλαβε παρά να κάνει δύο σύντομες θητείες.

Τον Νοέμβριο του 1963, σε ένα ήδη ταραγμένο πολιτικό σκηνικό, η πολιτική σκηνή αναταράχθηκε περαιτέρω με την ανάθεση της πρωθυπουργίας στον Γεώργιο Παπανδρέου από τον βασιλιά Παύλο, μετά τις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου. Για πρώτη φορά μετά από έντεκα χρόνια κυριαρχίας της συντηρητικής παράταξης (μέσω του Ελληνικού Συναγερμού του Αλέξανδρου Παπάγου και της ΕΡΕ του Κωνσταντίνου Καραμανλή), μια κυβέρνηση του Κέντρου ανέλαβε την εξουσία.

Διαβάστε επίσης: 01/11/1968: Ο Γέρος της Δημοκρατίας αφήνει την τελευταία του πνοή - Η ζωή και το έργο του Γεωργίου Παπανδρέου

Ωστόσο, οι προοπτικές για αυτή την κυβέρνηση δεν ήταν ευοίωνες. Το κύριο ζήτημα που ανέκυψε ήταν η έλλειψη εσωκομματικής ενότητας, ιδίως η σύγκρουση μεταξύ του αρχηγού της Ένωσης Κέντρου Γεώργιου Παπανδρέου και του ισχυρού παράγοντα του κόμματος, Σοφοκλή Βενιζέλου. Η εσωκομματική κρίση είχε ήδη οξυνθεί, όταν ο Σ. Βενιζέλος έδωσε μεμονωμένη ψήφο ανοχής στην κυβέρνηση Πιπινέλη, τη συμβιβαστική λύση που προέκυψε μετά την παραίτηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή τον Ιούλιο, πριν τη διεξαγωγή των εκλογών.

Το κύριο ζήτημα εντοπιζόταν στην έλλειψη ομοφωνίας σχετικά με την πολιτική στρατηγική του κόμματος. Ο Γ. Παπανδρέου επιδίωκε την ψήφιση αναλογικού εκλογικού συστήματος και τις εκλογές από υπηρεσιακή κυβέρνηση. Αντίθετα, ο Σ. Βενιζέλος πρότεινε τον σχηματισμό κυβέρνησης που θα συνδύαζε πολιτικά και υπηρεσιακά χαρακτηριστικά, η οποία θα παρέμενε στην εξουσία για αρκετούς μήνες με στόχο την «αποκομματικοποίηση» του κράτους. Πίσω από αυτές τις διαφορές, υπήρχε η ανομολόγητη πρόθεσή του να αποδυναμώσει τον Παπανδρέου, ο οποίος φαινόταν να επικρατεί στον κεντρώο χώρο. Αξιοσημείωτο είναι ότι ο Σ. Βενιζέλος διατηρούσε στενές σχέσεις με τα Ανάκτορα και στόχευε στον σχηματισμό μιας πολιτικής κίνησης μεταξύ της ΕΡΕ και της Ε.Κ.

Τι έγραφαν οι εφημερίδες της εποχής

Ενδεικτικό των εσωκομματικών ισορροπιών ήταν και το ζήτημα του καταλόγου των υπουργησίμων. Όταν ο Γ. Παπανδρέου κατέθεσε στον βασιλιά Παύλο έναν κατάλογο με τα ονόματα των πιθανών υπουργών της νέας κυβέρνησης, χωρίς να συμβουλευθεί προηγουμένως τον Σ. Βενιζέλο, η αντίδραση του τελευταίου ήταν άμεση. Όπως έγραφε η «Καθημερινή» την 7η Νοεμβρίου: «Κατά σχετικάς πληροφορίας, ο κ. Βενιζέλος διεμήνυσεν επιπροσθέτως κατ’ έμμεσον τρόπον εις τον κ. Παπανδρέου, ότι εάν δεν ζητήση την σύμφωνον γνώμην του διά τον κατάλογον των υπουργών της Κυβερνήσεως, θα απόσχη πάσης προσπαθείας προσεταιρισμού βουλευτών της ΕΡΕ προς εξασφάλισιν της απαραιτήτου πλειοψηφίας εις την Βουλήν. »[…] Εθεωρήθη ότι ο κ. Παπανδρέου είχεν αποκλείσει τους φίλους του κ. Βενιζέλου προς τον σκοπόν όπως διατηρήση ασυμπλήρωτα ωρισμένα υπουργεία διά να τα χρησιμοποιήση “ως αντάλλαγμα εξαγοράς της αποσκιρτήσεως βουλευτών της ΕΡΕ”. Διά του τρόπου αυτού ο κ. Παπανδρέου επεδίωξε να εξουδετερώση την δικαιολογίαν του κ. Βενιζέλου, ότι μόνος αυτός, ως παρασχών ψήφον ανοχής εις την Κυβέρνησιν Πιπινέλη, είναι εις θέσιν να διαπραγματευθή μετά της ΕΡΕ προς απόσπασιν ομάδος βουλευτών της διά την εξασφάλισιν της βιωσιμότητος της Κυβερνήσεως Παπανδρέου».

«ΤΟ ΒΗΜΑ», σε όλη εκείνη την ταραχώδη περίοδο, στηρίζει τις θέσεις του Γεώργιου Παπανδρέου και της Ενώσεως Κέντρου και εναντιώνεται στην ΕΡΕ και τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Έτσι, το κύριο άρθρο της εφημερίδας, στις 5 Νοεμβρίου 1963, με τίτλο «Συμπεράσματα και διδάγματα» εκφράζει απόλυτα τις θέσεις της Ενώσεως Κέντρου αποπνέοντας, ταυτόχρονα, όλη την πολιτική ένταση της εποχής εκείνης.

«Τα αποτελέσματα των εκλογών της Κυριακής επεβεβαίωσαν με μαθηματικήν κυριολεκτικώς ακρίβειαν όσα από της επιούσης των τελευταίων εκλογών η Ένωσις Κέντρου είχε καταγγείλει περί βίας και νοθείας ασκηθείσης εις όφελος της ΕΡΕ και εις βάρος του Κέντρου».

«ΤΟ ΒΗΜΑ» της 9ης Νοεμβρίου δημοσιεύει τα πρώτα λόγια του Γεώργιου Παπανδρέου κατά τη διάρκεια του πρώτου υπουργικού συμβουλίου της κυβέρνησής του:

«Ο ανένδοτος αγών θα συνεχισθή, εδήλωσε χθες ο αρχηγός της Ενώσεως Κέντρου κ. Γ. Παπανδρέου, ευθύς μετά την ορκωμοσίαν της υπ’ αυτόν Κυβερνήσεως. Αλλά στόχος του θα είναι τώρα η δημιουργία. Είναι ανένδοτος αγών διά την δημιουργίαν μιας καλυτέρας Ελλάδος.

»“Φιλοδοξία μας είναι να γίνωμεν μία άλλη εποχή. Η εποχή της εθνικής αναγγενήσεως. Όλαι αι υποσχέσεις μας θα εκπληρωθούν. Θα τιμήσωμεν τους λόγους μας. Θα υπάρξη Κράτος Δικαίου. Όλοι οι Έλληνες ασχέτως κομματικών πεποιθήσεων θα είναι ελεύθεροι και ίσοι ενώπιον των Αρχών και ενώπιον των Νόμων.

»Θα υπάρξη Αρετή εις τον δημόσιον βίόν. Θα δημιουργήσωμεν σταθμόν εις την ιστορίαν της Εθνικής μας Παιδείας».

Οι παροχές και η παραίτηση

Στις προγραμματικές του δηλώσεις ο Γεώργιος Παπανδρέου θα εξαγγείλει μια σειρά από παροχές, κίνηση η οποία, σύμφωνα με πολλούς επικριτές του, μοναδικό στόχο είχε την προσέλκυση νέων ψηφοφόρων και την εδραίωση της δύναμης της Ενώσεως Κέντρου στην προσπάθειά της για αυτοδυναμία σε νέες εκλογές που βρίσκονται ήδη στα «σκαριά».

Τελικά αμέσως μετά την εξασφάλιση ψήφου εμπιστοσύνης με την στήριξη της ΕΔΑ ο Γεώργιος Παπανδρέου παραιτείται.

«Ζυγίζοντας» τις πολιτικές ισορροπίες, και τις ευρύτερες αλλά και αυτές εντός της Ενώσεως Κέντρου, που αποτελούσε τότε έναν συνασπισμό αρκετών πολιτικών δυνάμεων του Κέντρου, ο Παπανδρέου θέλησε να διεκδικήσει την αυτοδυναμία σε νέες εκλογές, πράγμα το οποίο πέτυχε στις εκλογές της 16ης Φεβρουαρίου 1964, συγκεντρώνοντας ποσοστό 52,72% και 171 έδρες.

Η δεύτερη κυβέρνηση και η «Αποστασία»

Στις 16 Φεβρουαρίου 1964, ο Γεώργιος Παπανδρέου και η Ένωση Κέντρου πέτυχαν έναν θριαμβευτικό εκλογικό νίκη, συγκεντρώνοντας το 52,8% των ψήφων και εξασφαλίζοντας άνετη πλειοψηφία 171 εδρών στη νέα Βουλή. Η νέα κυβέρνηση αντανακλούσε τη σφραγίδα του πρωθυπουργού, ο οποίος προσπάθησε, όχι πάντα με επιτυχία, να διατηρήσει τις εσωκομματικές ισορροπίες. Αυτό αποδείχθηκε αρκετά δύσκολο, καθώς η Ένωση Κέντρου ήταν ένας πολιτικός σχηματισμός χωρίς ιδιαίτερη ιδεολογική συνοχή, με μέλη που εκτείνονταν από φιλοβασιλικούς δεξιούς και σκληρούς αντικομουνιστές έως δημοκρατικούς σοσιαλιστές.

Στο Υπουργείο Προεδρίας τοποθετήθηκε ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο οποίος αποτελούσε αγκάθι για το Παλάτι και τη Δεξιά. Στο Υπουργείο Οικονομικών ανατέθηκε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, ένας πολιτικός με φιλοδοξίες ηγεσίας και εξαιρετικές ικανότητες στο παρασκήνιο. Τέλος, στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας ανέλαβε ο Πέτρος Γαρουφαλιάς, φίλος του πρωθυπουργού, αλλά κυρίως πολιτικός με στενές σχέσεις με το Παλάτι. Στελέχη της αριστερής πτέρυγας του κόμματος, όπως ο Ηλίας Τσιριμώκος και ο Σάββας Παπαπολίτης, έμειναν εκτός κυβερνητικού σχήματος.

Η έλλειψη συνοχής στο κυβερνητικό στρατόπεδο έγινε εμφανής πολύ γρήγορα. Στην ψηφοφορία για την ανάδειξη προέδρου της Βουλής, ο κυβερνητικός υποψήφιος Γεώργιος Αθανασιάδης - Νόβας δεν κατάφερε να εκλεγεί, απαιτώντας δεύτερη ψηφοφορία για την επιτυχία του (19 Φεβρουαρίου 1965). Εκείνη τη στιγμή, ο Γεώργιος Παπανδρέου εξέφρασε τη διάσημη φράση: «Οι θριαμβευταί της 16ης Φεβρουαρίου εγίναμεν η χλεύη των ηττημένων». Ο πρωθυπουργός κατηγόρησε τον Ηλία Τσιριμώκο και τον Σάββα Παπαπολίτη ως «οργανωτές της συνωμοσίας» και ανακοίνωσε τη διαγραφή τους. Ωστόσο, σύντομα αναγκάστηκε να ανακαλέσει την απόφασή του. Τελικά, η κυβέρνηση Παπανδρέου εξασφάλισε ψήφο εμπιστοσύνης στις 5 Απριλίου 1964.

Από τις πρώτες ημέρες της ανόδου της στην εξουσία, η κυβέρνηση Παπανδρέου θέλησε να καταθέσει τη δική της σφραγίδα, παρουσιάζοντας ένα φιλολαϊκό πρόσωπο και επιδιώκοντας να αποδομήσει το μετεμφυλιακό κράτος της Δεξιάς με μια σειρά μέτρων που αποδυνάμωναν τους μηχανισμούς της. Σχετικά με τον τερματισμό του εμφυλιοπολεμικού κλίματος, η κυβέρνηση απελευθέρωσε κομμουνιστές κρατούμενους, κατάργησε θεσμούς που αστυνομεύαν τις πολιτικές απόψεις και υποστήριξε την ελεύθερη και ανεμπόδιστη δράση των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Ωστόσο, με τις περιορισμένες αλλαγές στην ηγεσία του στρατεύματος τον Απρίλιο του 1964, φάνηκε να αναγνωρίζει την προτεραιότητα των Ανακτόρων σε αυτόν τον νευραλγικό τομέα του κρατικού μηχανισμού.

Οι δημοτικές εκλογές της 5ης Ιουλίου επιβεβαίωσαν την εκλογική πτώση της ΕΡΕ και την άνοδο των δυνάμεων της ΕΚ και της ΕΔΑ. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο Γεώργιος Παπανδρέου αντιμετώπισε και διεθνείς πιέσεις, ιδιαίτερα από την Ουάσιγκτον, για την επίλυση του Κυπριακού ζητήματος.

Στο εσωτερικό της Ένωσης Κέντρου, η αντιπαράθεση μεταξύ του Μητσοτάκη και του Ανδρέα Παπανδρέου εντάθηκε ακόμη περισσότερο. Στις αρχές Νοεμβρίου, η εφημερίδα «Ελευθερία», που κατά την περίοδο του «Ανένδοτου» υπήρξε η πιο πιστή στον Γεώργιο Παπανδρέου και την πολιτική του γραμμή, εξαπέλυσε μια πρωτοφανή επίθεση κατά του πρωθυπουργού. Τον κατηγορούσε για «δικτατορική διοίκηση της Ένωσης Κέντρου» και για «κατάργηση της κοινοβουλευτικής ομάδας και του υπουργικού συμβουλίου». Ο εκδότης της εφημερίδας, Πάνος Κόκκας, διατηρούσε στενούς δεσμούς με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, ο οποίος δεν έκρυβε τις φιλοδοξίες του να διαδεχθεί τον Παπανδρέου στην ηγεσία του κόμματος, ενώ ανησυχούσε ιδιαίτερα για την ραγδαία άνοδο και την αυξανόμενη επιρροή του Ανδρέα Παπανδρέου.

Η ανερχόμενη πολιτική παρουσία του Ανδρέα Παπανδρέου προκαλεί ανησυχία όχι μόνο στον Μητσοτάκη και τη Δεξιά, αλλά και στους Αμερικανούς, που διαβλέπουν μια πιθανή ανατροπή της κυριαρχίας τους στην Ελλάδα. Στις 15 Νοεμβρίου, ο Ανδρέας Παπανδρέου υποβάλλει την παραίτησή του από την κυβέρνηση, λόγω διαφωνιών με τον πατέρα του και κατηγοριών από μερίδα του Τύπου για ευνοϊκές αναθέσεις μελετών δημοσίων έργων. Κύριοι επικριτές του είναι οι εφημερίδες «Ημέρα» του Τζώρτζη Αθανασιάδη και «Ελευθερία» του Πάνου Κόκκα, ο οποίος διατηρεί φιλικές σχέσεις με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη.

Οι βαθιές αντιθέσεις στο εσωτερικό της Ένωσης Κέντρου αναδεικνύονται εκ νέου τον Ιανουάριο του 1966, όταν ο Γεώργιος Παπανδρέου αντιμετωπίζει μια νέα ανταρσία από βουλευτές του κόμματος, η οποία λήγει σύντομα. Στις 23 Φεβρουαρίου 1965, ο Γεώργιος Παπανδρέου προχωρά σε αντεπίθεση, αποκαλύπτοντας στη Βουλή το σχέδιο εκτροπής από την ομαλότητα, γνωστό ως «Περικλής».

Η Δεξιά δεν αφήνει την πρόκληση να περάσει ανεκμετάλλευτη και, στα μέσα Μαΐου, μέσω φιλικών της εφημερίδων, αποκαλύπτει μια οργάνωση εντός του στρατού, γνωστή ως ΑΣΠΙΔΑ, με επικεφαλής τον Ανδρέα Παπανδρέου. Την ίδια περίοδο, ένας αντισυνταγματάρχης σε μονάδα πυροβολικού στον Έβρο, ονόματι Γεώργιος Παπαδόπουλος (ο μετέπειτα δικτάτορας), καταγγέλλει μια κομμουνιστική συνωμοσία στη μονάδα του. Η εφημερίδα «Ελευθερία» συνεχίζει να πρωτοστατεί στις επιθέσεις κατά του Γεωργίου Παπανδρέου, ενώ ο αντιπολιτευόμενος Τύπος αναφέρεται σε κατάσταση ακυβερνησίας.

Η Δεξιά δεν αφήνει την πρόκληση να περάσει ανεκμετάλλευτη και στα μέσα Μαΐου, μέσω φιλικών της εφημερίδων, αποκαλύπτει την ύπαρξη μιας οργάνωσης στους κόλπους του στρατού με το όνομα ΑΣΠΙΔΑ, υπό την ηγεσία του Ανδρέα Παπανδρέου. Την ίδια εποχή, ένας αντισυνταγματάρχης σε μονάδα πυροβολικού στον Έβρο, ονόματι Γεώργιος Παπαδόπουλος (ο μετέπειτα δικτάτορας), καταγγέλλει κομμουνιστική συνωμοσία στη μονάδα του. Η εφημερίδα «Ελευθερία» συνεχίζει να πρωτοστατεί στις επιθέσεις κατά του Γεωργίου Παπανδρέου, ενώ ο αντιπολιτευόμενος Τύπος αναφέρεται σε ακυβερνησία.

Στο μεταξύ, από τον Απρίλιο του 1965, ο Ανδρέας Παπανδρέου επιστρέφει στην κυβέρνηση του πατέρα του με δόξες και τιμές, ως αναπληρωτής Υπουργός Συντονισμού. Κατά την απουσία του από την κυβέρνηση, επιδίωξε να χτίσει το ηγετικό του προφίλ με περιοδείες σε όλη τη χώρα και αναδείχθηκε ως ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης της αριστερής πτέρυγας της Ενώσεως Κέντρου.

Από την πρώτη ημέρα του Ιουλίου του 1965 η χώρα θα εισέλθει στον αστερισμό της πιο μεγάλης πολιτικής και θεσμικής κρίσης στη μετεμφυλιοπολεμική της ιστορία. Το έναυσμα θα δώσει ο πρωθυπουργός, Γεώργιος Παπανδρέου, που θα ζητήσει την παραίτηση του Υπουργού Εθνικής Αμύνης, Πέτρου Γαρουφαλιά, προκειμένου να αναλάβει ο ίδιος το κρίσιμο αυτό υπουργείο. Ο εκλεκτός τού Παλατιού αρνείται και δηλώνει απροκάλυπτα ότι θα το πράξει μόνο αν του το ζητήσει ο βασιλιάς! Ως αιτιολογία προβάλλει ότι ο Παπανδρέου δεν πρέπει να αναλάβει το Υπουργείο, επειδή εκκρεμεί η υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ, στην οποία είναι μπλεγμένος ο γιος του, Ανδρέας.

Ο 25χρονος βασιλιάς Κωνσταντίνος, που βρίσκεται στην Κέρκυρα, αναμένοντας τη γέννηση του πρώτου του παιδιού (της πριγκίπισσας Αλεξίας), αρνείται να υπογράψει το διάταγμα αντικατατάστασης του Γαρουφαλιά. Οι δύο άνδρες είχαν να συναντηθούν από τις 5 Μαρτίου 1965 και η σχέση τους δεν ήταν η καλύτερη δυνατή. Στις 7 Ιουλίου ο Κωνσταντίνος αποστέλλει επιστολή προς τον πρωθυπουργό και τον κατηγορεί ότι «ενισχύει και υποθάλπει […] συνωμοσία μοναδικόν σκοπόν έχουσα την ανατροπήν του Συντάγματος και την επιβολήν δικτατορίας ελεεινής μορφής...». Ο πρωθυπουργός τού απαντά δύο ημέρες αργότερα με επιστολή και του τονίζει: «Εις την λαοπρόβλητον κυβέρνησιν ανήκει η πλήρης εξουσία εις όλους τους τομείς του κράτους. Δεν αποτελεί το Υπουργείον Εθνικής Αμύνης στεγανόν διαμέρισμα εξαιρούμενον της εξουσίας της κυβερνήσεως».

Ο Γεώργιος Παπανδρέου θα λάβει τη δεύτερη επιστολή του βασιλιά στις 10 Ιουλίου, κατά την επίσκεψή του στην Κέρκυρα για να συγχαρεί τον Κωνσταντίνο για τη νεογέννητη κόρη του, Αλεξία. Ο βασιλιάς τονίζει ότι ο Παπανδρέου «επιδιώκει τη δημιουργία συνταγματικού ζητήματος εκ του μη όντος» και επιμένει στην απόφασή του να μην υπογράψει το διάταγμα αντικατάστασης του Γαρουφαλιά. Την επόμενη ημέρα, οι δύο άνδρες θα συναντηθούν στην Κέρκυρα για πρώτη φορά μετά τις 5 Μαρτίου, και από τις δηλώσεις του Γεωργίου Παπανδρέου διαφαίνεται ότι η κρίση στις σχέσεις τους τείνει να ξεπεραστεί.

Στις 12 Ιουλίου ο Παπανδρέου συγκαλεί το Υπουργικό Συμβούλιο, όπου όλοι οι παρόντες συμφωνούν ότι ο Γαρουφαλιάς, που απουσιάζει, θα πρέπει να διαγραφεί από το κόμμα. Την επόμενη μέρα, ο Γαρουφαλιάς διαγράφεται από την κοινοβουλευτική ομάδα της Ένωσης Κέντρου, αλλά αρνείται να εγκαταλείψει το Υπουργείο Εθνικής Αμύνης.

Το βράδυ της 14ης Ιουλίου, παραδίδεται στον Γεώργιο Παπανδρέου η τρίτη βασιλική επιστολή, στην οποία του επισημαίνεται να μην επιμείνει στην παραίτηση του Γαρουφαλιά. Ηγετικά στελέχη της Ένωσης Κέντρου, όπως ο Μητσοτάκης, ο Τσιριμώκος, και ο Αλλαμανής, ανεβαίνουν στο Καστρί και τον παρακαλούν να μην οδηγήσει τα πράγματα σε ρήξη με το στέμμα. Ο Παπανδρέου απαντά στον βασιλιά με δεύτερη επιστολή, τονίζοντας ότι δεν μπορεί να είναι «πρωθυπουργός υπό απαγόρευση», προαναγγέλλοντας κατά κάποιο τρόπο την παραίτησή του.

Την επομένη βασιλιάς και πρωθυπουργός θα συναντηθούν στα ανάκτορα. Θα ακολουθήσει ο παρακάτω διάλογος, όπως θα αποτυπωθεί στις εφημερίδες της εποχής:

Παπανδρέου: «Μεγαλειότατε αύριον θα σας υποβάλλω εγγράφως την παραίτησίν μου.»
Κωνσταντίνος: «Άκουσα τα περί παραιτήσεώς σας και τα λαμβάνω υπ’ όψιν μου.»
Παπανδρέου: «Αντιλαμβάνομαι τον λόγον δια τον οποίον επείγεσθε δια την παραίτησιν.»
Βασιλιάς: «Είναι δεδομένη η παραίτησις».
Παπανδρέου: «Καταλαβαίνω τις έχετε κατά νουν, Μεγαλειότατε».

Ο Κωνσταντίνος αρκέστηκε στην προφορική παραίτηση του Παπανδρέου, χωρίς να περιμένει την υποβολή της σε έγγραφη μορφή. Λίγες ώρες αργότερα, ορκίστηκε ενώπιόν του το πρώτο κλιμάκιο της κυβέρνησης των «Αποστατών», όπως ονομάστηκαν, με επικεφαλής τον πρόεδρο της Βουλής, Ιωάννη Αθανασιάδη - Νόβα (Πρώτη Κυβέρνηση των «Αποστατών»).

Την επόμενη ημέρα, χιλιάδες Αθηναίοι βγήκαν στους δρόμους διαμαρτυρόμενοι για το «βασιλικό πραξικόπημα». Συγκρούστηκαν με την αστυνομία, η οποία αντέδρασε με γκλομπς και δακρυγόνα. Στις 19 Ιουλίου, πραγματοποιήθηκε η πιο εντυπωσιακή διαδήλωση υπέρ της Δημοκρατίας. Ο Γεώργιος Παπανδρέου, επικεφαλής μιας πομπής από πάνω από 200 αυτοκίνητα, στολισμένα με σήματα της Ένωσης Κέντρου, φοινικόκλαδα και φωτογραφίες, κατέβηκε από το Καστρί προς την Αθήνα, περνώντας μέσα από ένα παραληρούν πλήθος. Στο συλλαλητήριο της 21ης Ιουλίου, το οποίο μετέτρεψε το κέντρο της Αθήνας σε πεδίο συγκρούσεων μεταξύ διαδηλωτών και αστυνομίας, έχασε τη ζωή του ο 22χρονος φοιτητής Σωτήρης Πέτρουλας, στέλεχος της Αριστεράς.

Σε αυτό το ταραχώδες κλίμα, η κυβέρνηση Νόβα, δεχόμενη πυρά από παντού, δεν κατάφερε να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή και υπέβαλε την παραίτησή της στις 5 Αυγούστου. Τα δύο μεγάλα κόμματα, ΕΚ και ΕΡΕ, ζητούσαν από τον βασιλιά να προκηρύξει εκλογές. Ωστόσο, εκείνος έδωσε διερευνητική εντολή στο ηγετικό στέλεχος της Ένωσης Κέντρου, Στέφανο Στεφανόπουλο, ο οποίος την επέστρεψε λίγες ημέρες αργότερα.

Στις 18 Αυγούστου ο Κωνσταντίνος δίνει εντολή σχηματισμού κυβερνήσεως στον παλαίμαχο σοσιαλιστή Ηλία Τσιριμώκο, στέλεχος της ΕΚ και δεινό επικριτή της πρώτης κυβέρνησης των «Αποστατών». Προς γενική έκπληξη, ο Τσιριμώκος αποδέχεται την εντολή και σχηματίζει τη δεύτερη κυβέρνηση των «Αποστατών» στις 20 Αυγούστου, η οποία θα έχει την τύχη της κυβέρνησης Νόβα, αφού δεν θα λάβει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή στις 28 Αυγούστου.

Οι αρχηγοί των δύο μεγάλων κομμάτων, Γεώργιος Παπανδρέου και Παναγιώτης Κανελλόπουλος, προτείνουν στον βασιλιά τη διενέργεια εκλογών, αλλά αυτός αναθέτει στον Στέφανο Στεφανόπουλο την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης. Αυτός σχηματίζει την τρίτη κυβέρνηση των Αποστατών, η οποία θα λάβει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή στις 17 Σεπτεμβρίου 1965. Η περίοδος της «Αποστασίας» θα λήξει τυπικά με την πτώση της κυβέρνησης Στεφανόπουλου στις 22 Δεκεμβρίου 1966 και την άνοδο στην εξουσία της μεταβατικής κυβέρνησης του τραπεζίτη Ιωάννη Παρασκευόπουλου, που έχει εντολή να οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές στις 28 Μαΐου 1967...

 

Retromania

Ροή ειδήσεων

Share