Κουίζ για την νοσταλγική Αθήνα: Έχετε περάσει όλοι, αναγνωρίζετε τον δρόμο;
Ένα από τα πιο κεντρικά σημερινά σημεία της πρωτεύουσας
Η Αθήνα κάποτε ήταν ένας τόπος, που μεταξύ άλλων είχε ακόμη και... κοτέτσια στο κέντρο, ακόμη και κοπάδια με πρόβατα που έβοσκαν στον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης, αλλά από τότε φυσικά πάρα πολλά πράγματα έχουν αλλάξει.
Οι νοσταλγίες μας, βέβαια, πάντα θα μας πιάνουν, με τις εικόνες έναν και δύο αιώνες νωρίτερα να είναι χαρακτηριστικές του πόσο έχει διαφοροποιηθεί με τα χρόνια η ίδια η πρωτεύουσα και ολόκληρο το Λεκανοπέδιο, φτάνοντας σε σημείο οριακά να μην αναγνωρίζουμε καν σημερινά σημεία σε παλιότερα πλάνα.
Διαβάστε επίσης: Άγιος Διονύσης Αρεοπαγίτου: Ποια είναι η ιστορία της εκκλησίας στο Κολωνάκι που έσκασε η βόμβα;
Μια τέτοια περίπτωση, φυσικά, είναι και η φωτογραφία που παρουσιάσαμε στον τίτλο και θα σας παρουσιάσουμε εκ νέου ακολούθως. Μια φωτογραφία σε πολύ κεντρικό δρόμο, όπου αντί για αυτοκίνητο, βλέπετε σταθμευμένο ένα... μόνιππο. Θα σας βοηθήσουμε και θα πούμε, ότι το πλάνο είναι από τη δεκαετία του 1920. Μένει να μας πείτε ποιο είναι αυτό το σημείο.
Η οδός Πανεπιστημίου μέσα στα χρόνια
Εννοείται πως μιλάμε, λοιπόν, για την οδό Πανεπιστημίου, που σήμερα ονομάζεται «Ελευθερίου Βενιζέλου», ωστόσο κανείς δεν τη θυμάται με αυτό τον τρόπο, αποτελώντας μέχρι και σήμερα κομβικό σημείο της πρωτεύουσας.
Είναι το έτος 1836 και η πρωτεύουσα του κράτους έχει μεταφερθεί από το Ναύπλιο στην Αθήνα, όπου πρέπει να εγκατασταθεί το βασίλειο του νεαρού Βαυαρού βασιλιά Όθωνα. Η ζωή της πόλης αναπτύσσεται γύρω από τον βράχο της Ακροπόλεως. Για την ανέγερση του παλατιού επιλέχθηκε ο λόφος της Μπουμπουνίστρας (πλατεία Συντάγματος), το σημείο όπου τελειώνει ο αστικός ιστός των λιγοστών χιλιάδων κατοίκων. Ανατολικά της προγραμματισμένης βασιλικής κατοικίας υπάρχει ένα βουλεβάρτο, μια μικρή εξοχική περιπατητική οδός με γαζίες στις δύο πλευρές. Στις μακρινές εξοχικές αποδράσεις τους, οι κάτοικοι συχνά επιλέγουν τον «δρόμο με τις γαζίες». Στην περιοχή βρίσκονται μικρά διάσπαρτα υποστατικά και πρόχειρα παραπήγματα που χρησιμεύουν ως στέγαστρα ζώων. Όμως, το μέλλον της πόλης προοιωνίζεται λαμπρό.
Η Αθήνα πρέπει να γίνει πρωτεύουσα αντάξια του λαμπρού παρελθόντος της. Στην καρδιά του αρχαιοελληνικού πνεύματος, υπό τη σκιά της Ακρόπολης και δίπλα στο παλάτι, δεν μπορεί να επικρατεί ούτε δυσωδία ούτε η παρουσία ζώων που βόσκουν. Είναι σίγουρο ότι με την εγκατάσταση της βασιλικής οικογένειας στη Μπουμπουνίστρα, το κέντρο της πόλης θα μετατοπιστεί. Έτσι, οι προοπτικές για τους δρόμους που θα διανοιχθούν γύρω από το ανάκτορο είναι μεγάλες. Τη ρυμοτομία της πόλης έχουν αναλάβει οι αρχιτέκτονες Σταμάτης Κλεάνθης και Έντβαρτ Σάουμπερτ, αν και είχε προηγηθεί ένας αρχικός σχεδιασμός από τον Γερμανό αρχιτέκτονα Λέο φον Κλέντσε πριν τη μεταφορά της πρωτεύουσας από το Ναύπλιο. Ο τελευταίος θεωρεί ως πρωταρχική ανάγκη την ανάπτυξη του βουλευάριου, εκτίμηση που συμμερίζονται και οι Κλεάνθης-Σάουμπερτ.
Το 1837 εγκρίνεται η διάνοιξη του δρόμου. Την εποχή εκείνη δεν υπήρχε επίσημη ονοματοδοσία οδών. Οι δρόμοι συχνά αναφέρονταν με ονόματα σημαντικών μορφών της αρχαιότητας ή μνημείων της Αθήνας, όπως οδός Φειδίου, Σωκράτους, Ακροπόλεως κ.λπ. Εναλλακτικά, προσδιορίζονταν με τα χαρακτηριστικά τους, όπως «ο δρόμος με τις γαζίες» ή «η οδός της κρήνης». Οι ακριβείς θέσεις των οικιών καθορίζονταν από τα ονόματα των ιδιοκτητών. Όσο πιο επιφανής ήταν ο ιδιοκτήτης, τόσο πιο γνωστός γινόταν ο δρόμος της κατοικίας του.
Η ιδέα για την περιοχή του Βουλευάριου είναι να ιδρυθεί εκεί ένα πανεπιστήμιο, το οποίο θα λειτουργήσει ως κυψέλη νεαρών μυαλών και θα φέρει ανάπτυξη και ζωή στην περιοχή. Σχεδόν αμέσως, ξεκινούν οι προετοιμασίες και δύο χρόνια αργότερα, το 1839, θεμελιώνεται το πανεπιστήμιο. Αυτό αντικαθιστά το παλιό όνομα «ο δρόμος με τις γαζίες» και δίνει το όνομά του στη νέα οδό. Η διάνοιξη του δρόμου πραγματοποιείται με αργούς ρυθμούς και δυσκολίες. Η πολιτεία πρέπει πρώτα να αντιμετωπίσει το πρόβλημα του ρέματος που προκαλεί ανυπόφορη δυσοσμία στην περιοχή και έπειτα να ισοπεδώσει το ανισόπεδο έδαφος γεμάτο βράχους και χαντάκια. Για μεγάλο χρονικό διάστημα, η οδός Πανεπιστημίου παραμένει εργοτάξιο.
Λίγο μετά το 1840, οι Κλεάνθης και Σάουμπερτ προτείνουν τη μεταφορά της Μητρόπολης από την Αγία Ειρήνη στης Αιόλου σε ένα νέο ναό που θα ανεγερθεί σε περίοπτη θέση στην Πανεπιστημίου. Ωστόσο, οι αντιδράσεις από τον θρησκευτικό κόσμο είναι έντονες. «Είναι πολύ μακριά από τον αστικό ιστό και θα δυσκολεύει τους πιστούς», παραπονιούνται οι ιεράρχες. Έτσι, αποφασίζεται η νέα Μητρόπολη να χτιστεί δίπλα στον σωζόμενο μεσαιωνικό ναό της Θεοτόκου Γοργοεπήκοου και Αγίου Ελευθερίου, περιοχή που θεωρείται πιο προσβάσιμη και ασφαλής για τους Αθηναίους πιστούς.
Ωστόσο, στη θέση που είχαν προορίσει για τη Μητρόπολη, οι δύο ρυμοτόμοι αποφασίζουν να χτιστεί το Οφθαλμιατρείο, σχεδιασμένο από τον Δανό αρχιτέκτονα Χανς Κρίστιαν Χάνσεν, ο οποίος είχε επίσης σχεδιάσει το κτήριο του Πανεπιστημίου. Στα σχέδια του Χάνσεν, αυτό το ιστορικό μνημείο της επιστημονικής δραστηριότητας της ελληνικής οφθαλμολογίας αναφέρεται ως «νοσοκομείο Οφθαλμιώντων», ενώ οι Αθηναίοι της εποχής το αποκαλούν «Οφθαλμοκομείο».
Αποτελεί σημαντική μονάδα ιατρικής φροντίδας, καθώς η σκόνη και τα διάφορα ζωύφια λόγω του ανεπαρκούς καθαρισμού της πόλης έχουν καταστήσει τα οφθαλμικά νοσήματα καθημερινότητα για τον πληθυσμό. Παρά ταύτα, η οικοδόμηση του κτηρίου προχωρά με αργούς ρυθμούς. Η Αθήνα αλλάζει όψη, και η οδός Πανεπιστημίου είναι «οργωμένη» λόγω της διαχείρισης του ρέματος και της ανέγερσης νέων κτηρίων. Αυτή την εποχή χτίζεται και το μέγαρο Αρσάκη, σε γωνιακό οικόπεδο με τη Μενάνδρου (νυν Πεσμαζόγλου), που ανήκει στη Μονή της Ζωοδόχου Πηγής, με τη βασίλισσα Αμαλία να μεσολαβεί για την αγορά του από τη Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία. Στο ύψος αυτού του οικοπέδου βρίσκεται η μοναδική γέφυρα που ενώνει τις δύο όχθες του Βοϊδοπνίχτη. Χωροταξικά, η κάτω πλευρά της Πανεπιστημίου αποτελεί τη μία κοίτη του ρέματος, που δέχεται το δυσώδες υλικό από τα κατσικάδικα.
Ο χρόνος κυλά και η ανέγερση των δημόσιων κτηρίων στην Πανεπιστημίου προχωρά με αργούς ρυθμούς. Τα οικονομικά μέσα είναι περιορισμένα και εξαντλούνται, ενώ η εύρεση νέου χρηματοδότη παίρνει χρόνο. Την άνοιξη του 1850, ο Χανς Κρίστιαν Χάνσεν, μην αντέχοντας πλέον την καθυστέρηση στην κατασκευή των δημόσιων κτηρίων που του είχαν ανατεθεί, επιστρέφει στην πατρίδα του. Τη θέση του αναλαμβάνει ο φιλόδοξος και ταλαντούχος μικρότερος αδελφός του, Θεόφιλος, αφήνοντας χώρο για νέα δράση. Ο Λύσανδρος Καυταντζόγλου, επίσης διακεκριμένος στην Ευρώπη, αναλαμβάνει να συνεχίσει την οικοδόμηση του Οφθαλμιατρείου, προσθέτοντας έναν όροφο στο ισόγειο κτίσμα του Χάνσεν. Το 1854, το Οφθαλμιατρείο παραδίδεται σε δύο επίπεδα. Το 1869, συμπληρώνεται με έναν όροφο σχεδιασμένο από τον Γεράσιμο Μεταξά, και το 1881 προστίθενται υπερώο και εξωτερικό ιατρείο.
Εκτός από την ανέγερση του Οφθαλμιατρείου, στον Καυταντζόγλου ανατέθηκε και η επίβλεψη της κατασκευής του γειτονικού ναού του Αγίου Διονυσίου. Η κοινότητα των καθολικών, που ενισχύθηκε με την άφιξη του βασιλιά στην Αθήνα, αγόρασε ένα οικόπεδο στη διασταύρωση της Πανεπιστημίου με την Ομήρου, όπου σχεδιάζει να χτίσει τον δικό της καθεδρικό ναό. Μάλιστα, για την κάλυψη των εξόδων έχει συσταθεί επιτροπή αποτελούμενη από τους πρέσβεις της Γαλλίας, Αυστρίας και Βαυαρίας, και τον εφημέριο του Όθωνα, η οποία έχει την εξουσιοδότηση να συγκεντρώσει χρήματα μέσω εράνων στις κοινότητες καθολικών της Αμερικής και της Ευρώπης. Ο θεμέλιος λίθος του ναού τοποθετήθηκε το 1853 και η οικοδόμηση ξεκίνησε δειλά με σχέδια του Χάνσεν. Ωστόσο, τα χρήματα εξαντλήθηκαν. Στο μεταξύ, ο Δανός αρχιτέκτονας είχε αποχωρήσει από την Ελλάδα και την ολοκλήρωση του έργου ανέλαβε ο Καυταντζόγλου.
Η κατασκευή του Αγίου Διονυσίου προχωρά με αργούς ρυθμούς. Όταν τα χρήματα εξαντλούνται, οι εργασίες σταματούν, και συνεχίζονται μόλις συγκεντρωθούν νέα κεφάλαια. Τελικά, ο επιχειρηματίας της Λαυρεωτικής, Ιωάννης Σερπιέρης, συνεισφέρει γενναιόδωρα, και ο ναός ολοκληρώνεται. Από την θεμελίωσή του έχουν περάσει 32 χρόνια! Κατά τη διάρκεια αυτών των τριών δεκαετιών, η Πανεπιστημίου έχει αλλάξει ριζικά. Ήδη από το 1879, στο κέντρο της δρόμου δεσπόζει το όμορφο και επιβλητικό μέγαρο Σλήμαν (Ιλίου Μέλαθρον), σχεδιασμένο από τον περίφημο Γερμανό αρχιτέκτονα Ερνέστο Τσίλλερ για τον φίλο του και αρχαιολόγο.
Οκτώ χρόνια πριν, ο Σλήμαν αποκάλυψε την αρχαία Τροία και τον θησαυρό του Πριάμου, ενώ μόλις πέντε χρόνια έχουν περάσει από την ανασκαφή στην Ακρόπολη των Μυκηνών, όπου έφερε στο φως τάφους, αγγεία και εξαιρετικά ευρήματα του μυκηναϊκού πολιτισμού. Εν τω μεταξύ, ο Σλήμαν παντρεύτηκε μια Ελληνίδα και δηλώνει θαυμαστής του ελληνικού πνεύματος. Επισφραγίζει τη σχέση του με την Ελλάδα χτίζοντας το αρχοντικό του στη νέα γειτονιά της Πανεπιστημίου και αναθέτοντας τη διακόσμηση του εσωτερικού του με νωπογραφίες στον Σλοβένο ζωγράφο Γιούρι Σούμπιτς, του οποίου η φήμη είναι ήδη διεθνής. Δίπλα στην οικία του Σλήμαν, στη διασταύρωση με τη σημερινή οδό Αμερικής, ο οικονομολόγος και πολιτευτής του Θόδωρου Δηλιγιάννη, Ιωάννης Ζωγράφος, επιλέγει να χτίσει τη δική του κατοικία.
Με την αυγή του 20ού αιώνα, ο Ζωγράφος αγοράζει ένα ευρύχωρο εξοχικό κτήμα στο ανατολικό τμήμα της Αθήνας και μετακομίζει εκεί. Αυτή η κίνηση πυροδοτεί μια εντυπωσιακή οικιστική ανάπτυξη, δίνοντας τελικά το όνομά του σε ολόκληρη την περιοχή. Η κατοικία που αφήνει πίσω του στην Πανεπιστημίου φιλοξενεί για χρόνια τον Ελευθέριο Βενιζέλο και λίγο πριν το 1940 κατεδαφίζεται για να ανεγερθεί στη θέση της το επιβλητικό μέγαρο που παραμένει μέχρι σήμερα. Κατά την περίοδο της Κατοχής, το κτίριο αυτό στεγάζει το ιταλικό διοικητήριο.
Καθώς τα χρόνια περνούν και η Αθήνα αποκτά τον αέρα της πρωτεύουσας συγκεντρώνοντας συνεχώς πληθυσμό από το εσωτερικό και το εξωτερικό της χώρας, ο αστικός ιστός επεκτείνεται προς όλες τις κατευθύνσεις. Η οδός Πανεπιστημίου, έχοντας ήδη στολίσει το πρόσωπό της με λαμπρά αρχιτεκτονικά δημιουργήματα, προσελκύει το ενδιαφέρον πολιτικών, τραπεζιτών και εμπόρων. Μετά το 1862, με τη γενναιόδωρη χορηγία των 50.000 δραχμών από τον Μιχαήλ Τοσίτσα, ανοίγουν αρκετοί μικρότεροι δρόμοι στο κέντρο της πόλης και η Πανεπιστημίου, που πριν σταματούσε στο Πανεπιστήμιο, επεκτείνεται μέχρι την οδό Πατησίων, προσφέροντας νέο πεδίο για τους επενδυτές. Ταυτόχρονα, δίπλα στο Πανεπιστήμιο, ανεγείρεται το νεοκλασικό μέγαρο, προορισμένο να στεγάσει την Ακαδημία Αθηνών.
Η δωρεά για την ανέγερση του κτηρίου έγινε από τον διπλωμάτη και επιχειρηματία Σίμωνα Σίνα το 1856, αλλά ο θεμέλιος λίθος τοποθετήθηκε τρία χρόνια αργότερα. Ο σχεδιασμός ανήκε στον Θεόφιλο Χάνσεν. Οι εργασίες κατασκευής καθυστέρησαν και, με τον θάνατο του δωρητή, διακόπηκαν για αρκετά χρόνια, μέχρι που η χήρα του ανέλαβε τη συνέχισή τους. Το κτήριο παραδόθηκε σχεδόν 30 χρόνια μετά, αποτελώντας το πολύτιμο κόσμημα στη συλλογή του Δανού αρχιτέκτονα. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ειδικών, «είναι το ομορφότερο και αρμονικότερο νεοκλασικό κτήριο στον κόσμο, εμπνευσμένο από την αθηναϊκή αρχιτεκτονική του 5ου αιώνα, όπως αποτυπώνεται στα μνημεία της Ακρόπολης». Η Ακαδημία, μαζί με το Πανεπιστήμιο και τη Βαλλιάνειο Εθνική Βιβλιοθήκη, που θεμελιώθηκε το 1888, αποτελούν τη διάσημη νεοκλασική τριλογία της Αθήνας, το λαμπρό στολίδι τόσο στην ιστορία της οδού όσο και της σύγχρονης πόλης.
Στα αριστουργήματα του Θεόφιλου Χάνσεν στην οδό Πανεπιστημίου του 19ου αιώνα συγκαταλέγεται και το ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία, το οποίο βρίσκεται στη συμβολή του δρόμου με την πλατεία Συντάγματος. Αν και το κτήριο ολοκληρώθηκε το 1874, το ξενοδοχείο λειτουργούσε ήδη από το 1866, στη διασταύρωση του «δρόμου των ακακιών» (Σταδίου) με τη σημερινή Καραγιώργη Σερβίας, και απλώς μεταφέρθηκε στη νέα του θέση, όπου παραμένει έως σήμερα.
Καθώς η οδός Πανεπιστημίου αναπτύσσεται, ανοίγεται νέος οικιστικός ορίζοντας. Κατοικίες ξεφυτρώνουν στην «πλάτη» της Ακαδημίας, δημιουργώντας τον συνοικισμό «Προάστιο» (τη μετέπειτα Νεάπολη). Οι πρώτοι εργολάβοι δραστηριοποιούνται έντονα. Μετά την ίδρυση του Πανεπιστημίου και της Ακαδημίας, καθώς και την ολοκλήρωση του βασιλικού ανακτόρου, η περιοχή προσελκύει φοιτητές και οικογενειάρχες. Αυτό οφείλεται τόσο στη μετατόπιση του κέντρου της πόλης όσο και στη δυνατότητα απόκτησης οικοπέδου στο «Προάστιο» σε προσιτές τιμές. Εν τω μεταξύ, το 1852, η Αθήνα αντιμετωπίζει θεομηνία που καταστρέφει τη γέφυρα κοντά στο Αρσάκειο και επιβαρύνει την πόλη με νέα έξοδα. Ο βρομοπόταμος, γνωστός ως Βοϊδοπνίχτης, μπαζώνεται και μετατρέπεται στην οδό Σταδίου, η οποία σχεδιάστηκε να φτάσει στο Παναθηναϊκό Στάδιο αλλά δεν ολοκληρώθηκε ποτέ.
Από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, η Αθήνα αποκτά μια νέα βασική αρτηρία και τον πρώτο αποχετευτικό αγωγό της κάτω από τον δρόμο. Η Σταδίου ανοίγει νέες προοπτικές, σπάζοντας το μονοπώλιο της Πανεπιστημίου και προσελκύοντας το ενδιαφέρον των επενδυτών. Στρωμένη και διακοσμημένη με ακακίες, χωρίς δημόσια έργα αλλά εμφανώς οικονομικότερη αρχικά, η νέα οδός ξεπερνά την Πανεπιστημίου σε δημοτικότητα. Παρόλο που δεν διαθέτει την αίγλη της τριλογίας ή των αριστοκρατικών κατοικιών του Σλήμαν ή του Ζωγράφου, ανταγωνίζεται την Πανεπιστημίου χάρη στο αποχετευτικό της δίκτυο.
Ακόμη και οι περιπατητές την προτιμούν. Στα τέλη του 19ου αιώνα, η δημιουργία της οδού Σταδίου δεν προσελκύει μόνο επενδυτικό ενδιαφέρον αλλά και διχάζει τους Αθηναίους πολίτες. Χρονικογράφοι της εποχής αναφέρουν την πρώτη μεγάλη αντιπαράθεση μεταξύ των υποστηρικτών της Σταδίου και των υποστηρικτών της Πανεπιστημίου, με αφορμή τη δημιουργία του πρώτου μέσου μαζικής μετακίνησης, του ιπποσιδηρόδρομου. Πρόκειται για ένα βαγόνι που συνήθως σέρνουν τρία άλογα, ένα είδος αστικής συγκοινωνίας που καθιερώνεται με ειδικό νόμο το 1880. Με τη φιλοδοξία για μεγαλεπίβολο σχεδιασμό, οι τοπικές αρχές της εποχής υπόσχονται ένα σχέδιο δικτύου εννέα γραμμών ιπποσιδηρόδρομου σε Αθήνα και Πειραιά. Το δικαίωμα παραχωρείται στη βελγική εταιρεία «Societe des Laminoirs», η οποία στήνει έδρα στην Ομόνοια και εγκαινιάζει το πρώτο δρομολόγιο μέχρι το Σύνταγμα.
Ωστόσο, το νέο μέσο συγκοινωνίας απειλεί τη δουλειά των παραδοσιακών αμαξηλατών, οι οποίοι βρίσκουν σύμμαχο στον Δήμο Αθηναίων και ξεκινούν δυναμικές κινητοποιήσεις. Το κύριο επιχείρημά τους είναι ότι η κατάσταση των δρόμων από όπου διέρχεται το ιππήλατο βαγόνι είναι απαράδεκτη, διότι η εταιρεία εκμετάλλευσης δεν τηρεί τις προβλέψεις συντήρησης. Οι αμαξηλάτες ζητούν τη μεταφορά του μέσου από τη Σταδίου στην Πανεπιστημίου, υποστηρίζοντας ότι η τελευταία είναι πιο ευρύχωρη, επιτρέποντας πιο άνετη κυκλοφορία και αποφεύγοντας τον συνωστισμό αλόγων και αμαξάδων σε έναν ήδη σημαντικό δρόμο της πόλης.
Οι εκπρόσωποι της εταιρείας καταγγέλλουν κυρίως τον δήμο Αθηναίων, χαρακτηρίζοντας «ανήκουστο» ότι «υιοθετεί τις θέσεις των αμαξηλατών, οι οποίες ήταν αντίθετες προς το δημόσιο συμφέρον». Επισημαίνουν ότι σε πολλές μεγαλουπόλεις οι γραμμές των τροχιοδρόμων με ίππους ή ατμομηχανές είναι τοποθετημένες σε δρόμους πολύ στενότερους, μόλις πέντε μέτρα πλάτους. Στην οδό Σταδίου, ωστόσο, με πλάτος είκοσι μέτρα, λιγότερα από εννέα μέτρα έχουν διατεθεί για την κυκλοφορία των αμαξών. Συμπληρώνουν ότι σε πολυσύχναστους δρόμους οι γραμμές θα έπρεπε να αυξάνονται και «όχι να μετακινούνται σε "έρημες, ως η Σαχάρα, οδούς" όπως η Πανεπιστημίου, διότι δεν θα προσέφεραν καμία ωφέλεια στο κοινό, και η κατασκευή τέτοιων γραμμών θα ήταν άνευ αξίας και χρησιμότητας».
Η αντιπαράθεση κλιμακώνεται. Δίνει πηχυαίους τίτλους στον Τύπο της εποχής, με δημοσιεύματα που συγκρίνουν τις δύο αντιμαχόμενες οδούς, Πανεπιστημίου και Σταδίου, και κατά διαστήματα αναδεικνύουν νικητή τη μία ή την άλλη. Στο μεταξύ, όσο ο ιπποσιδηρόδρομος και οι αμαξηλάτες πραγματοποιούν δρομολόγια με δυσκολία στη Σταδίου, και οι περιπατητές συνωστίζονται ανάμεσα στις οπλές των αλόγων, η Πανεπιστημίου καλλωπίζεται με νέα επιβλητικά κτήρια. Από τις κριτικές του Τύπου δεν γλιτώνουν οι αμαξάδες, οι οποίοι συχνά προκαλούν ατυχήματα, μετατρέποντας τη Σταδίου σε πεδίο αγώνων ταχύτητας. Οι εφημερίδες καλούν τους αμαξηλάτες να «απομακρύνουν τις παλιές συνήθειες του να προσπερνούν ο ένας τον άλλο», αποδίδοντας σε αυτή την κακιά συνήθεια τις συγκρούσεις των αμαξών με τις σιδερένιες ράγες του ιπποσιδηρόδρομου. Στην πραγματικότητα, προσπαθώντας να μη χάσουν πελατεία, οι άνθρωποι φορτώνουν, ξεφορτώνουν και εκτελούν παραγγελίες με μεγαλύτερη βιασύνη. Η αντιπαράθεση συνεχίζεται. Παρά τον σφοδρό πόλεμο των αμαξηλατών, ο ιπποσιδηρόδρομος παραμένει στη γραμμή της Σταδίου, ανεβάζοντας την αξία της γης. Οριστικό τέλος στην αντιπαράθεση δίνεται με τα εγκαίνια της ατμήλατης άμαξας.
Όσο γρήγορα εξελίσσεται η Σταδίου, η Πανεπιστημίου ακολουθεί με πιο αργούς ρυθμούς. Η επέκτασή της προς την Πατησίων δημιουργεί προϋποθέσεις για νέους συνοικισμούς, κυρίως σε περιοχές με προσιτές τιμές. Προς το παρόν, στην επάνω πλευρά της Πανεπιστημίου δεσπόζουν ο καθεδρικός ναός του Αγίου Διονυσίου, το Οφθαλμιατρείο, η αθηναϊκή τριλογία και τα μέγαρα Σλήμαν και Ζωγράφου. Στην κάτω πλευρά, το μέγαρο Αρσάκη ξεχωρίζει, καθώς και η κατοικία του Ιωάννη Σερπιέρη στη διασταύρωση με τη σημερινή Εδουάρδου Λω. Ο Σερπιέρης, έχοντας συμβάλει με γενναιόδωρη χρηματοδότηση στην ολοκλήρωση του Αγίου Διονυσίου και αντιλαμβανόμενος τη μελλοντική αξία του δρόμου, αποφασίζει να χτίσει εδώ το δικό του σπίτι. Το 1887 αναλαμβάνει και τον φωτισμό της πόλης. Το μέγαρο Σερπιέρη, σχεδιασμένο από τον Αναστάσιο Θεοφιλά, ολοκληρώνεται το 1880, με μετέπειτα προσθήκη ενός ορόφου και επέκταση. Μετά την αποχώρηση του Σερπιέρη, το κτήριο στεγάζει την Αγροτική Τράπεζα. Σύμφωνα με τον Διονύσιο Ηλιόπουλο, δίπλα από το μέγαρο Σερπιέρη βρισκόταν από το 1860 ένα διώροφο οίκημα και μία κατοικία του 1840.
Η δημοσιονομική κρίση του 1893 και η ήττα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 επιβραδύνουν την πρόοδο της χώρας, αλλά όχι για πολύ. Μέχρι το 1900, η Πανεπιστημίου παραμένει ένας δρόμος με προοπτική, όπως ακριβώς και η Ελλάδα, φιλοξενώντας τα εξαιρετικά κτήρια της αθηναϊκής τριλογίας και άλλα αρχιτεκτονικά κοσμήματα που ανεγείρονται κυρίως μεσοπολεμικά. Η αργή αξιοποίηση του δρόμου καθυστερεί την ασφαλτόστρωσή του. Επί δημαρχίας Σπύρου Μερκούρη, προτεραιότητα δίνεται στην οδό Αιόλου, το εμπορικό κέντρο της πόλης, αλλά και στη Σταδίου, την πλατεία Ομονοίας, την οδό Αθηνάς και, τέλος, την Πανεπιστημίου.
Παρά το γεγονός ότι ήταν από τις πρώτες που αξιοποιήθηκε, η Πανεπιστημίου έζησε τις ένδοξες στιγμές της από τη δεκαετία του 1920 και μετά. Μερικά κτήρια ανεγέρθηκαν στις αρχές του 20ού αιώνα, αλλά τα περισσότερα κατεδαφίστηκαν και ξαναχτίστηκαν μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η εξέλιξη της Πανεπιστημίου καθρεπτίζει την πορεία της πόλης. Ή μήπως η πόλη αναπτύχθηκε παράλληλα με την Πανεπιστημίου; Δύσκολη η απάντηση. Το βέβαιο είναι ότι συνέβαλε στη δημιουργία και την ανάπτυξη, άνοιξε νέους δρόμους, καθοδήγησε και χαράχτηκε με έντονα γράμματα στις πρώτες σελίδες της σύγχρονης πόλης και χώρας.