Τρίτη, 23 Απριλίου 2024

Λάμπρος Κωνσταντάρας: Η εποχή που έπαιζε τερματοφύλακας και ο άγριος καβγάς στη Λεωφόρο - Το αμάξι που διέλυσε στα γυρίσματα ταινίας και κόστισε μια περιουσία στον Φίνο

Ιστορίες από την πολυτάραχη ζωή του κορυφαίου ηθοποιού

18 Αυγούστου 2021 11:52
Λάμπρος Κωνσταντάρας: Η εποχή που έπαιζε τερματοφύλακας και ο άγριος καβγάς στη Λεωφόρο - Το αμάξι που διέλυσε στα γυρίσματα ταινίας και κόστισε μια περιουσία στον Φίνο
Από ATHENSMAGAZINE TEAM

Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας θα αποτελεί πάντοτε μια αγαπημένη προσωπικότητα της ιστορίας του ελληνικού κινηματογράφου, με τις ιστορίες για την πολυτάραχη ζωή του να είναι αρκετές, καθώς και τα ενδιαφέροντά του δεν ήταν λίγα.

Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας, εκτός από την υποκριτική, αγαπούσε πολύ και τον αθλητισμό. Του άρεσαν το ποδόσφαιρο και ο στίβος. Σε νεαρή ηλικία, μάλιστα, είχε φορέσει και τη φανέλα του τερματοφύλακα της ΑΕΚ, αν και συνήθως ήταν αναπληρωματικός. Αυτή η καριέρα, όμως, έληξε νωρίς, δίνοντας θέση στη λαμπρή καριέρα ηθοποιού, που είχε ένα μεγάλο παράπονο προτού πεθάνει.

Η αγάπη για την ΑΕΚ, τα γάντια του τερμτοφύλακα και το επεισόδιο στη Λεωφόρο

Ο Κωνσταντάρας, εκτός από αθλητής, ήταν και οπαδός της ΑΕΚ, την οποία παρακολουθούσε από κοντά όποτε μπορούσε. Τότε, ο τζέντλεμαν του κινηματογράφου μετατρεπόταν σε φανατικό φίλαθλο. Φώναζε, χειρονομούσε, σηκωνόταν από το κάθισμά εξαγριωμένος ή ενθουσιασμένος και γινόταν «ένα» με το πλήθος.

Την αγάπη του για τα αθλήματα είχε μεταδώσει και στον γιο του, Δημήτρη, ο οποίος ήταν αθλητής του στίβου με διακρίσεις στο ακόντιο και στη σφαίρα. Πατέρας και γιος, αν και υποστήριζαν διαφορετικές ομάδες, καθώς ο Δημήτρης ήταν Ολυμπιακός, πήγαιναν συχνά μαζί στο γήπεδο. Ως λάτρεις του ποδοσφαίρου, ακολουθούσαν και την Εθνική Ομάδα.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’60, ο Λάμπρος Κωνσταντάρας με τον γιο του, βρέθηκαν σε αγώνα της Εθνικής Ελλάδας με τη Γιουγκοσλαβία, στο γήπεδο της λεωφόρου Αλεξάνδρας. Ο ηθοποιός είχε αγοράσει αριθμημένα εισιτήρια, αλλά στο σημείο που ήταν οι θέσεις, η κανονική κερκίδα είχε σπάσει και στη θέση της είχε τοποθετηθεί μια αυτοσχέδια.

Η πρόχειρη κερκίδα ήταν φτιαγμένη από ξύλα, τοποθετημένα πάνω σε τσιμεντόλιθους! Αν και οι θέσεις δεν άρεσαν στον Κωνσταντάρα, δεν έδωσε συνέχεια και κάθισε να παρακολουθήσει τον αγώνα. Όταν οι ομάδες βγήκαν στον αγωνιστικό χώρο και ξεκίνησε ο εθνικός ύμνος της Ελλάδας, ο κόσμος σηκώθηκε όρθιος.

Λάμπρος Κωνσταντάρας ΑΕΚ

Τότε, ένας πονηρός φίλαθλος που δεν είχε αριθμημένο εισιτήριο, προσπάθησε να «χωθεί» στην κερκίδα. Πηδώντας από κάθισμα σε κάθισμα, κατέβαινε τα επίπεδα της κερκίδας για να βρει κενή θέση. Τότε, με μια απρόσεχτη κίνησή του, κλώτσησε τον ένα τσιμεντόλιθο, γκρέμισε την αυτοσχέδια κερκίδα και έπεσε με δύναμη πάνω στον ηθοποιό, πριν εκείνος προλάβει να αντιδράσει. Οι δυο άντρες έπεσαν κάτω, ανάμεσα σε ξύλα και τσιμεντόλιθους.

Ο Κωνσταντάρας χτύπησε το κεφάλι του. Έξαλλος, άρχισε να ωρύεται και να επιτίθεται στον απρόσεκτο φίλαθλο. Ακόμα και η ανάκρουση του εθνικού ύμνου (που τότε γινόταν, ζωντανά, από ορχήστρα) σταμάτησε για λίγο, εξαιτίας τής φωνής του ηθοποιού. Οι δύο τραυματίες μεταφέρθηκαν στο ιατρείο του γηπέδου. Λίγο αργότερα, ο Λάμπρος Κωνσταντάρας επέστρεψε με δεμένο το κεφάλι και συνέχισε απτόητος να παρακολουθεί τον αγώνα.

Ο άντρας που είχε προκαλέσει το ατύχημα μεταφέρθηκε στον Ερυθρό Σταυρό, με μώλωπες και μελανιές. Σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες, κάποιες από αυτές είχαν προκληθεί από τις καρπαζιές του Κωνσταντάρα και όχι από την πτώση. Παρά τον εκνευρισμό του για το περιστατικό και την απογοήτευσή του για την έκβαση του αγώνα (η εθνική Ελλάδας έχασε με 0-5), ο ηθοποιός μετά τη λήξη, επισκέφθηκε τον τραυματία στο νοσοκομείο. Ο άτυχος φίλαθλος αναγνώρισε τον ηθοποιό και δεν διαμαρτυρήθηκε για τις σφαλιάρες που δέχτηκε. Του είπε μόνο: «Μα έχεις και βαρύ χέρι, βρε αδερφέ».

Το αμάξι που διέλυσε και κόστισε... τον κούκο αηδόνι για τον Φίνο

Η ταινία «Ούτε γάτα ούτε ζημιά» γυρίστηκε το 1955 σε σκηνοθεσία του Αλέκου Σακελλάριου. Πρωταγωνιστούσαν ο Βασίλης Λογοθετίδης, ο Μίμης Φωτόπουλος, η Ίλυα Λιβυκού και ο Λάμπρος Κωνσταντάρας. Σύμφωνα με το σενάριο, ο Λαλάκης, τον οποίο υποδυόταν ο Βασίλης Λογοθετίδης, λέει ψέματα στη γυναίκα του ότι πάει επαγγελματικό ταξίδι στη Θεσσαλονίκη, αλλά στην πραγματικότητα πηγαίνει εκδρομή με τη φιλενάδα του.

Η γυναίκα του ανακαλύπτει το ψέμα και για να τον εκδικηθεί, συνεννοείται με έναν όμορφο νεαρό που τη φλερτάρει, τον Λάμπρο Κωνσταντάρα και πάνε και εκείνοι εκδρομή για να τον κάνει να ζηλέψει. Όμως από κακή τους τύχη τα δυο ζευγάρια εγκλωβίζονται σε ένα σιδηροδρομικό σταθμό και επειδή δεν μπορούν να φύγουν, φιλοξενούνται στο σπίτι του σταθμάρχη Μίμη Φωτόπουλου για μια βραδιά.

Στην ταινία υπάρχει μια σκηνή όπου ο Λάμπρος Κωνσταντάρας έπρεπε να οδηγήσει. Ο Αλέκος Σακελλάριος ζήτησε από τον φροντιστή Παντελή Παλιεράκη να του βρει ένα σπορ διθέσιο αμάξι για τις ανάγκες της σκηνής.

Λάμπρος Κωνσταντάρας αυτοκίνητο

Εκείνος ύστερα από πολύ ψάξιμο, κατάφερε να βρει ένα πολύ ωραίο αυτοκίνητο, το οποίο θα του το δάνειζε ένα φίλος. Πριν το δανείσει ρώτησε: «Δε πιστεύω να πάθει τίποτα;» και ο Παλιεράκης με σιγουριά του απάντησε «Μα τι λες τώρα; Μια σκηνούλα θα κάνουμε και θα το επιστρέψουμε».

Το γύρισμα ξεκίνησε και σύμφωνα με το σενάριο έπρεπε να το οδηγεί ο Λάμπρος Κωνσταντάρας. Ο Λάμπρος όμως δεν ήξερε τίποτα από οδήγηση. Στα μακριά πλάνα μπορούσε να τον ντουμπλάρει κάποιος άλλος, αλλά στα κοντινά έπρεπε να φαίνεται ότι το οδηγεί ο Κωνσταντάρας.

Ο Παλιεράκης του πρότεινε να το σπρώξουν για δύο – τρία μέτρα. Ο Λάμπρος όμως είπε: «Έλα ρε που δεν ξέρω να το πάω από εδώ μέχρι εκεί. Και μη μου κολλάτε πολύ γιατί θα την παρατήσω τη σκηνή».

Το αμάξι ήταν ένα σπορ διθέσιο μάρκας MG και ανέβαζε γρήγορα στροφές. Έπρεπε να πατήσει το γκάζι ελαφριά μέχρι ένα σημείο. Εκείνος όμως έβαλε μπρος, χωρίς να βάλει ταχύτητα και πάτησε με δύναμη όλο το γκάζι. Ακούστηκε ένας δυνατός θόρυβος, έσπασαν τα πιστόνια, οι κύλινδροι, το κάρτερ, χύθηκαν τα λάδια και το αμάξι έσβησε και δεν ξαναέπαιρνε μπρος. Τότε το πήγαν σε όλα τα συνεργεία της Αθήνας για να το φτιάξουν, αλλά δεν υπήρχαν ανταλλακτικά για τη μηχανή.

Έτσι κάλεσαν τον ιδιοκτήτη του αυτοκινήτου στην εταιρεία του Φίνου και ο ίδιος του είπε: «Πόσο κάνει το αμάξι να στο πληρώσουμε;». Του έδωσε 40.000 δραχμές και το αγόρασε. Αργότερα το έφτιαξε με ανταλλακτικά από την Αγγλία και το οδηγούσε για ένα διάστημα ο ίδιος ο Φίνος. Αλλά ο Σακελλάριος και ο Τσιφόρος του έκαναν καζούρα και του κολλάγανε: «Τώρα τι παριστάνεις; Το τεκνό κάνεις;». Και έτσι το πούλησε.

 

Retromania

Ροή ειδήσεων

Share