Πέμπτη, 28 Μαρτίου 2024

Αυτά τα επαγγέλματα..πλέον δεν υπάρχουν!

Τα γνώριζες;

27 Μαΐου 2019 16:20
Αυτά τα επαγγέλματα..πλέον δεν υπάρχουν!

Καθώς περνούν τα χρόνια και η ζωή μας αλλάζει και εξελίσσεται αλλάζουν και τα επαγγέλματα. Σε παλιότερο άρθρο είχαμε μιλήσει για τα επαγγέλματα του μέλλοντος, σήμερα θα δούμε τα επαγγέλματα που πλέον δεν υπάρχουν!

Ας ξεκινήσουμε λοιπόν με το πρώτο και γνωστό σε όλους επάγγελμα που το ξέρουμε (όσοι δεν το «ζήσαμε») μέσα από τις ελληνικές ταινίες.

Ο λούστρος


Ο λούστρος έβαφε τα παπούτσια στο δρόμο των περαστικών και συνήθως τριγύριζε έξω από καφενεία και καταστήματα αλλά και σε διάφορα κεντρικά σημεία των δρόμων για να βρει πελάτες. Ο εξοπλισμός του ήταν ένα ξύλινο κασελάκι με πλαϊνές θήκες που είχε τις μπογιές και τις βούρτσες του και ότι άλλο χρειαζόταν για το γυάλισμα των παπουτσιών.

Ο λατερνατζής

Ο λατερναζής ήταν πλανόδιος μουσικάντης. Κρατούσε στο χέρι έναν τρίποδα και στον ώμο τη λατέρνα καταστόλιστη και φορτωμένη με μπιχλιμπίδια, χάντρες, φούντες και φωτογραφίες με όμορφες κοπέλες. Έτσι γύριζε στους δρόμους και καθόταν σε κάποιο κεντρικό σταυροδρόμι, γύριζε τη μανιβέλα και γέμιζαν μελωδίες οι γειτονίες.

Η λατέρνα είναι ένα είδος έγχορδου μουσικού οργάνου, που αποτελείτε από ένα κιβώτιο μέσα στο οποίο βρίσκεται ο μηχανισμός που εκτελεί τα μουσικά κομμάτια. Οι λατερνατζήδες έπαιζαν γνωστά μουσικά κομμάτια εκείνης της εποχής, ο κόσμος μαζευόταν να ακούσει τις μελωδίες και μετά έριχναν στο αναποδογυρισμένο καπέλο του βοηθού τους, ότι είχε ευχαρίστηση ο καθένας. Με το που εμφανίστηκε όμως το ραδιόφωνο και το γραμμόφωνο άρχισε η σταδιακή πτώση της, ώσπου την αποτελείωσε η εποχή της δικτατορίας, κατά την διάρκεια της οποίας, απαγορεύτηκε η χρήση της λατέρνας επειδή θεωρήθηκε όργανο του υποκόσμου.

Ο νερουλάς

Ο νερουλάς ή νεροκόπος ήταν πλανόδιος πωλητής νερού και αναλάμβανε την τροφοδότηση των σπιτιών, σε πόλεις ή χωριά, που δεν είχαν δική τους προμήθεια. Στην παλιά Αθήνα που δεν υπήρχαν βρύσες μέσα στα σπίτια, ο νερουλάς αναλάμβανε την τροφοδότηση τους με νερό. Υπήρχε συνήθως ένας νερουλάς σε κάθε γειτονιά και είχε σταθερή πελατεία. Έκανε πολλά κοπιαστικά δρομολόγια και αμειβόταν περίπου 1 δεκάρα τον τενεκέ.

Με τον καιρό, όμως, κι επειδή οι ανάγκες των ανθρώπων πολλαπλασιάστηκαν, κουβαλούσε μαζί του κάποιο ζώο (γαϊδούρι ή μουλάρι), το οποίο φόρτωνε με μεγάλα ξύλινα βαρέλια των 30 οκάδων περίπου το καθένα. Αυτά τα βαρέλια είχαν μια κάνουλα και από ‘κεί γέμιζε ο νερουλάς τις κανάτες της νοικοκυράς. Άλλοι νερουλάδες πάλι χρησιμοποιούσαν βοϊδάμαξες, με τις οποίες μετέφεραν βαρέλια των 100 οκάδων. Αυτοί πωλούσαν το νερό με τον κουβά για οικιακή χρήση (πλύσιμο καθαριότητα).

Αυτή η δουλειά γινόταν από την άνοιξη και μέχρι το φθινόπωρο. Το χειμώνα ο κόσμος έπαιρνε νερό από τα ρυάκια που σχηματίζονταν από τις βροχές και τα χιόνια.

Να σας θυμίσουμε και τα τα 10 επαγγέλματα που δεν θα υπάρχουν το 2020

Ο πιο διάσημος νερουλάς της χώρας μας ήταν ο Σπύρος Λούης, από το Μαρούσι.

Αυτός ήταν συνηθισμένος να κάνει πολλά χιλιόμετρα καθημερινά, προκειμένου να μοιράζει το νερό, είχε και μεγάλη αντοχή στο τρέξιμο, έτσι όταν του πρότειναν να λάβει μέρος στον μαραθώνιο δρόμο (στους πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες, στην Αθήνα το 1896) δέχτηκε αμέσως.

Μια ιστορία λέει πως όταν κέρδισε την πρώτη θέση στον Μαραθώνιο, ο τότε βασιλιάς Γεώργιος προσφέρθηκε να του χαρίσει ό,τι δώρο ήθελε. Ο Λούης, σεμνός και προσγειωμένος, του απάντησε: «Ένα γαϊδουράκι θέλω μόνο, για να με βοηθάει να κουβαλάω το νερό»!

Ο αγωγιάτης

Ο αγωγιάτης θα μπορούσε να θεωρηθεί ο ταξιτζής της εποχής του καθώς τα προπολεμικά τα αυτοκίνητα δεν ήταν και ό,τι πιο συνηθισμένο υπήρχε στους δρόμους (όποιους δρόμους τέλος πάντων). Αποστάσεις λοιπόν σήμερα που μας μοιάζουν μικρές, τότε ήταν ένα ταξίδι που ήθελε προγραμματισμό.

Οι αγωγιάτες χρησιμοποιώντας μουλάρια ή γαϊδούρια έκαναν το σύνηθες καθημερινό δρομολόγιο της εποχής κατά το οποίο μετέφεραν ανθρώπους και φυσικά τα εμπορεύματά τους.

Ο παγοπώλης

Τα παλιότερα χρόνια όπου τα ψυγεία δεν τα έβρισκες στα ελληνικά σπίτια, οι νοικοκυρές έβαζαν τον πάγο στις «παγωνιέρες», που δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ένα ξύλινο ορθογώνιο κατασκεύασμα, επενδυμένο εσωτερικά με αλουμίνιο. Είχε και δύο πόρτες, μια πάνω και μία κάτω.

Στο πάνω μέρος τοποθετούσαν την παγοκολόνα και δίπλα ήταν ένα ντεπόζιτο που κατέληγε εξωτερικά σε μια κάνουλα. Γέμιζαν το ντεπόζιτο με νερό, και έτσι είχαν πάντα κρύο νερό. Στο κάτω μέρος υπήρχαν ράφια όπου τοποθετούσαν τα τρόφιμα και τα ποτά. Κάτω, κάτω υπήρχε ένα συρταράκι όπου έτρεχαν τα νερά από τον πάγο που έλιωνε και οι νοικοκυρές το άδειασαν όταν γέμιζε για να μην πλημμυρίσει. Ο παγοπώλης λοιπόν ήταν ο άνθρωπος που προμήθευε τα σπίτια και τις επιχειρήσεις με τον πάγο τον οποίο και μετέφερε με το κάρο του.

Ο βαρελάς

Συνεχίζοντας το ταξίδι στο παρελθόν θα δούμε τον βαρελά. Ο βαρελάς ήταν τεχνίτης, ειδικός στην κατασκευή βαρελόσχημων και σκαφοειδών σκευών, μικρού ή μεγάλου μεγέθους, σκευών που απαιτούσαν ιδιαίτερη τεχνική και ειδικά εργαλεία για καμπύλες επιφάνειες. Οι βαρελάδες, δούλευαν με παραγγελίες. Εκτός από βαρέλια κατασκεύαζαν και άλλα είδη οικιακής χρήσεως από ξύλο: Ξύλινες κανάτες, τσότρες (ξύλινα δοχεία κρασιού), παγούρια κ.ά.

Ο γαλατάς

Ο γαλατάς ήταν ο πρώτος πλανόδιος μικροπωλητής της ημέρας. Φόρτωνε τα γκιούμια (κανάτες) με το φρέσκο γάλα στο γαϊδουράκι του και ξεκινούσε πρωί-πρωί απ’ το χωριό του για την πόλη. Έπρεπε να προφτάσει να εξυπηρετήσει όλους τους πελάτες. Την ίδια πάντα ώρα, πιστός στο ραντεβού, έδενε σε κάποιο δέντρο το ζώο του και ξεκινούσε το μοίρασμα. Είχε συνήθως μόνιμους πελάτες, αν όμως τύχαινε και του περίσσευε γάλα, τότε έπαιρνε τους δρόμους φωνάζοντας μέχρι να το πουλήσει όλο και να γυρίσει στο χωριό του.

Μέχρι τη δεκαετία του ’70 περνούσαν ακόμη γαλατάδες απ’ τις γειτονιές. Με τη λειτουργία όμως των εργοστασίων γάλακτος, το συγκεκριμένο επάγγελμα χάθηκε.

Ο Ντελάλης

Είναι μάλλον τούρκικη λέξη και σημαίνει «αυτός που ανακοινώνει τα μαντάτα», ο δημόσιος κήρυκας. Οι ντελάληδες διαλαλούσαν στους κατοίκους των κωμοπόλεων και των χωριών τα νέα που έφταναν με τον τηλέγραφο ή τα εμπορεύματα που έφερναν στις πλατείες των χωριών οι πραματευτάδες.

Η δυνατή φωνή και κυρίως ο τρόπος που παρουσίαζαν συνοπτικά τα νέα ή διαφήμιζαν τα προϊόντα, τους καθιστούσε γνωστούς στην τοπική κοινωνία. Έβαζε την παλάμη στο στόμα, σαν χωνί, κι έπαιρνε τις γειτονιές φωνάζοντας.

Πηγή: Ελεύθερος τύπος

 

Retromania

Ροή ειδήσεων

Share