Πέμπτη, 28 Μαρτίου 2024

ΕΛΣΤΑΤ: Μειώθηκε ο πληθυσμός σε κίνδυνο φτώχειας!

Παραμένει σε υψηλό ποσοστό...

21 Ιουνίου 2019 14:32
ΕΛΣΤΑΤ: Μειώθηκε ο πληθυσμός σε κίνδυνο φτώχειας!

Κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες (στο 31,8% από 34,8%) μειώθηκε το 2018 (εισοδήματα 2017) σε σχέση με το προηγούμενο έτος το ποσοστό του πληθυσμού της χώρας που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό ανέρχεται (3.348.500 άτομα από 3.701.800 άτομα).

Αυτό προκύπτει από την έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ για τον κίνδυνο φτώχειας, και ειδικότερα:

-Τα νοικοκυριά που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας εκτιμώνται σε 763.174 σε σύνολο 4.125.263 νοικοκυριών και τα μέλη τους σε 1.954.400 στο σύνολο των 10.542.856 ατόμων του πληθυσμού της χώρας.

-Ο κίνδυνος φτώχειας για παιδιά ηλικίας 0- 17 ετών (παιδική φτώχεια) ανέρχεται σε 22,7%, σημειώνοντας μείωση κατά 1,8 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2017, ενώ για τις ομάδες ηλικιών 18- 64 ετών και 65 ετών και άνω ανέρχεται σε 19,8% και 11,6%, αντίστοιχα.

Γενικά, το ποσοστό του κινδύνου φτώχειας σημείωσε μείωση το 2018 σε σχέση με το 2017 για διάφορες υποκατηγορίες του πληθυσμού, τόσο ως προς τους τύπους νοικοκυριών όσο και ως προς την κατηγοριοποίηση κατά φύλο και κατάσταση απασχόλησης, καθώς και την κατηγοριοποίηση κατά φύλο, ομάδες ηλικιών και ιδιοκτησιακό καθεστώς της κύριας κατοικίας, με τις σημαντικότερες διαφορές (μείωση) να σημειώνονται ως εξής:

-Κατά 4,1 ποσοστιαίες μονάδες (15,3%) για το ποσοστό του πληθυσμού με τρεις ή περισσότερους ενήλικες χωρίς εξαρτώμενα παιδιά.

-Κατά 2,8 ποσοστιαίες μονάδες (20,4%) για το ποσοστό πληθυσμού ανδρών ηλικίας 18- 64 ετών που διαβιούν σε νοικοκυριά όπου ενοικιάζουν την κύρια κατοικία τους.

-Κατά 2,5 ποσοστιαίες μονάδες (12,5%) για το ποσοστό των εργαζόμενων ανδρών.

Αναφορικά με την κατηγοριοποίηση του πληθυσμού ως προς το φύλο και την κατάσταση απασχόλησης, σημειώθηκε μείωση:

-κατά 1,1 ποσοστιαίες μονάδες (24,6%) για τις μη οικονομικά ενεργές (εκτός συνταξιούχων) γυναίκες και

-κατά 1 ποσοστιαία μονάδα (24,7%) για τον λοιπό μη οικονομικά ενεργό (εκτός των συνταξιούχων) πληθυσμό.

Αναφορικά με την κατηγοριοποίηση του πληθυσμού ως προς το φύλο, τις ομάδες ηλικιών και το ιδιοκτησιακό καθεστώς κύριας κατοικίας καταγράφηκε μείωση του ποσοστού κινδύνου φτώχειας από 0,7 έως 1,2 ποσοστιαίες μονάδες, σε αρκετές περιπτώσεις και συγκεκριμένα για το σύνολο των ιδιοκτητών στις ηλικιακές ομάδες 60+ετών, 65+ετών, 75+ετών.

Τέλος, μείωση κατά 2,2 ποσοστιαίες μονάδες (21,5%) παρουσιάζεται για την ομάδα ηλικιών 18- 64 ετών των ενοικιαστών και κατά 2,8 ποσοστιαίες μονάδες (20,4%) για τους άνδρες ενοικιαστές της ίδιας ομάδας ηλικιών.

-Αναφορικά με τον τύπο νοικοκυριού, αύξηση κατά μισή ποσοστιαία μονάδα (32,8%) παρουσιάζεται στο ποσοστό του κινδύνου φτώχειας μόνο για τα μονογονεϊκά νοικοκυριά με, τουλάχιστον, ένα εξαρτώμενο παιδί.

Ο πληθυσμός ηλικίας 18- 64 ετών που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό, εκτιμάται ότι το 33% είναι Έλληνες και το 56,5% είναι αλλοδαποί που διαμένουν στην Ελλάδα.

Το κατώφλι της φτώχειας ανέρχεται στο ποσό των 4.718 ευρώ ετησίως ανά άτομο και σε 9.908 ευρώ για νοικοκυριά με δύο ενήλικες και δύο εξαρτώμενα παιδιά ηλικίας κάτω των 14 ετών και ορίζεται στο 60% του διάμεσου συνολικού ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, το οποίο εκτιμήθηκε σε 7.863 ευρώ, ενώ το μέσο ετήσιο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών εκτιμήθηκε σε 15.556 ευρώ.

Ο κίνδυνος φτώχειας που κατά το 2005 (με περίοδο αναφοράς εισοδήματος το 2004) ανερχόταν στο 19,6%, σημείωσε αυξητική πορεία έως το 2012 όπου εκτιμήθηκε στο 23,1%, ενώ άρχισε να μειώνεται από το 2014.

Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας πριν από όλες τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (δηλαδή μη συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικών επιδομάτων και των συντάξεων στο συνολικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών) ανέρχεται σε 50,0% ενώ, όταν περιλαμβάνονται μόνο οι συντάξεις και όχι τα κοινωνικά επιδόματα, μειώνεται στο 23,2%. Αναφορικά με τα κοινωνικά επιδόματα, επισημαίνεται ότι αυτά περιλαμβάνουν παροχές κοινωνικής βοήθειας (όπως το κοινωνικό μέρισμα, το επίδομα μακροχρόνια ανέργων κ.λπ.), οικογενειακά επιδόματα (όπως επιδόματα τέκνων), καθώς και επιδόματα ή βοηθήματα ανεργίας, ασθένειας, αναπηρίας ή ανικανότητας, ή και εκπαιδευτικές παροχές.

Δεδομένου ότι το ποσοστό κινδύνου φτώχειας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις ανέρχεται σε 18,5%, διαπιστώνεται ότι τα κοινωνικά επιδόματα συμβάλλουν στη μείωση του ποσοστού του κινδύνου φτώχειας κατά 4,7 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ εν συνεχεία, οι συντάξεις κατά 26,8 ποσοστιαίες μονάδες. Το σύνολο των κοινωνικών μεταβιβάσεων μειώνει το ποσοστό του κινδύνου φτώχειας κατά 31,5 ποσοστιαίες μονάδες.

Πηγή: ΑΠΕ ΜΠΕ

Μόνιμα στην ανεργία 7 στους 10 Έλληνες!

Στο 19% περιορίστηκε το ποσοστό της ανεργίας στη χώρα το β' τρίμηνο εφέτος, με τον αριθμό των ανέργων να μειώνεται κάτω από το ένα εκατομμύριο άτομα (905.983 άτομα).

Αριθμός που μειώθηκε κατά 9,5%, σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και κατά 10,9% σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους.

Σημειώνεται ότι το ποσοστό της ανεργίας ήταν 21,2% το α' τρίμηνο εφέτος και 21,1% το β' τρίμηνο 2017. Ωστόσο, παραμένει το πρόβλημα της μακροχρόνιας ανεργίας, με το ποσοστό της να διαμορφώνεται στο 72,1% του συνόλου των ανέργων (653.000 άτομα).

Σύμφωνα με την έρευνα εργατικού δυναμικού της ΕΛΣΤΑΤ, ο αριθμός των απασχολουμένων ανήλθε σε 3.860.395 άτομα και η απασχόληση αυξήθηκε κατά 3,7% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και κατά 1,8% σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους.

Στις γυναίκες το ποσοστό ανεργίας ήταν 23,7% και στους άνδρες 15,2%.

Ηλικιακά, το μεγαλύτερο ποσοστό καταγράφεται στις ομάδες 15- 19 ετών (48,9%) και 20- 24 ετών (37,5%). Ακολουθούν οι ηλικίες 25- 29 ετών (27%), 30- 44 ετών (18,2%), 45- 64 ετών (15,7%) και 65 ετών και άνω (10,1%).

Σε επίπεδο περιφερειών της χώρας, στις τρεις πρώτες θέσεις βρίσκονται η Δυτική Μακεδονία (27,1%), η Δυτική Ελλάδα (23%) και το Βόρειο Αιγαίο (21,7%). Ακολουθούν η Ήπειρος (21,2%), η Κεντρική Μακεδονία (20,9%), η Αττική (19,9%), η Θεσσαλία (18,9%), η Στερεά Ελλάδα (18,7%), η Ανατολική Μακεδονία- Θράκη (15,1%), το Νότιο Αιγαίο (14,5%), η Πελοπόννησος (14,2%), οι Ιόνιοι Νήσοι (13,2%) και η Κρήτη (11,5%).

Οι βασικοί λόγοι που σταμάτησαν οι άνεργοι να εργάζονται είναι είτε γιατί η εργασία τους ήταν περιορισμένης διάρκειας και τελείωσε (26,3%) είτε γιατί απολύθηκαν (24,7%). Το μεγαλύτερο ποσοστό των ανέργων (18,2%) εργαζόταν στον κλάδο του εμπορίου.

Σε ό,τι αφορά στο επάγγελμα της προηγούμενης εργασίας τους, το μεγαλύτερο ποσοστό (30%) απασχολούνταν στην παροχή υπηρεσιών ή ως πωλητές. Το ποσοστό των ανέργων που δεν έχουν εργαστεί στο παρελθόν (νέοι άνεργοι) είναι 20,3%.

Η πλειονότητα των ανέργων (72,1%) αναζητεί εργασία ένα έτος ή περισσότερο (μακροχρόνια άνεργοι), ενώ ποσοστό 92,3% των ανέργων αναζητεί εργασία ως μισθωτός με πλήρη απασχόληση. Το ποσοστό των ανέργων που δηλώνουν ότι δεν είναι εγγεγραμμένοι στον ΟΑΕΔ ανέρχεται σε 22,8%, ενώ το ποσοστό αυτών που δηλώνουν ότι λαμβάνουν επίδομα ή βοήθημα από τον ΟΑΕΔ ανέρχεται σε 9,9%.

Η πλειονότητα των μη ενεργών ηλικίας 15 - 74 ετών δεν έχει εργαστεί ποτέ στο παρελθόν (47,5%) ή έχουν περάσει περισσότερα από 8 έτη από τότε που σταμάτησαν την τελευταία τους εργασία (28,9%).

Οι βασικοί λόγοι που δεν αναζητούν εργασία οι μη ενεργοί (4.378.300 άτομα) είναι το ότι βρίσκονται σε σύνταξη (38,5%) ή εκπαιδεύονται (24,8%). Το 0,8% των μη ενεργών αναζητεί εργασία, αλλά δεν είναι άμεσα διαθέσιμο να την αναλάβει και το 1,4% δεν αναζητεί εργασία επειδή πιστεύει ότι δεν θα βρει ή δε γνωρίζει που να απευθυνθεί.

Το μεγαλύτερο ποσοστό των απασχολουμένων εργάζονται ως μισθωτοί (66,6%), ενώ σημαντικό είναι και το ποσοστό των αυτοαπασχολουμένων χωρίς προσωπικό (22,2%). Σε σχέση με το α' τρίμηνο 2018, εμφανίζεται μείωση στην απασχόληση για τους βοηθούς στην οικογενειακή επιχείρηση και αύξηση στις υπόλοιπες κατηγορίες, ενώ σε σχέση με το προηγούμενο έτος εμφανίζεται αύξηση στην απασχόληση για τους αυτοαπασχολούμενους με προσωπικό και στους μισθωτούς και μείωση στις υπόλοιπες κατηγορίες.

Το ποσοστό μερικής απασχόλησης ανέρχεται σε 9,4%, ενώ το ποσοστό των ατόμων που έχουν προσωρινή εργασία σε 8,3%. Η μερική απασχόληση εμφανίζεται αυξημένη σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και μειωμένη σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους.

Η προσωρινή απασχόληση έχει μειωθεί σημαντικά σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και έχει μειωθεί σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2018.

Τα επαγγέλματα που συγκεντρώνουν το μεγαλύτερο ποσοστό των απασχολουμένων είναι οι εργαζόμενοι στην παροχή υπηρεσιών και πωλητές (23,5%) και οι επαγγελματίες (19,2%). Σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους η μεγαλύτερη αύξηση εμφανίζεται στους ανειδίκευτους εργάτες, χειρώνακτες και μικροεπαγγελματίες.

Το μεγαλύτερο ποσοστό των απασχολουμένων (44,1%) δηλώνει ότι εργάστηκε 40- 47 ώρες την εβδομάδα αναφοράς, ενώ ένα σημαντικό ποσοστό (27,6%) δηλώνει ότι εργάστηκε 48 ή περισσότερες ώρες. Η πλειονότητα των απασχολουμένων (82,8%) δηλώνει ότι εργάστηκε τις συνήθεις ώρες, ενώ το 11% δηλώνει ότι θα επιθυμούσε να εργάζεται περισσότερες ώρες. Το 2,5% δηλώνει ότι έχει και δεύτερη εργασία, ενώ το 2,2% αναζητεί εργασία αν και εργάζεται.

 

Οικονομία

Ροή ειδήσεων

Share