ΑΡΧΙΚΗ ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΚΟΣΜΟΣ

Σεισμός 6.9 Ρίχτερ στις Φιλιππίνες – Φόβοι για τσουνάμι

Ισχυρός σεισμός στις Φιλιππίνες

Το επίκεντρο εντοπίζεται στην πόλη Λέιτε, με εστιακό βάθος περίπου 15 χιλιομέτρων

Σεισμική δόνηση μεγέθους 6,9 Ρίχτερ καταγράφηκε στις Φιλιππίνες, σύμφωνα με τις αρχικές εκτιμήσεις του Ευρωμεσογειακού Σεισμολογικού Κέντρου (EMSC). Το επίκεντρο εντοπίζεται στην πόλη Λέιτε, με εστιακό βάθος περίπου 15 χιλιομέτρων.

Ισχυρός σεισμός στις Φιλιππίνες

Ο σεισμός σημειώθηκε υποθαλάσσια, ακριβώς δυτικά του Παλομπόν στις Φιλιππίνες, και ενδέχεται να προκαλέσει τοπικό τσουνάμι, εκτός από τις ζημιές που προκάλεσαν οι ισχυρές δονήσεις, με μία ισχυρή σεισμική δόνηση να ταρακουνάει τη Λατινική Αμερική.

Λύθηκε το μυστήριο με τους 30.000 σεισμούς στη Σαντορίνη στις αρχές του 2025 – Η μελέτη που εξηγεί τα πάντα

Στις αρχές του έτους, το όμορφο κυκλαδίτικο νησί της Σαντορίνης βρέθηκε στο επίκεντρο της διεθνούς επικαιρότητας για έναν λόγο που δεν είχε καμία σχέση με τα γραφικά του ηλιοβασιλέματα. Μέσα σε λίγες εβδομάδες, το νησί ταρακουνήθηκε από σχεδόν 30.000 σεισμικές δονήσεις, βυθίζοντας τους κατοίκους στον πανικό και προκαλώντας διεθνή ανησυχία. Η δραστηριότητα αυτή οδήγησε σε μαζικές εκκενώσεις, ακυρώσεις κρατήσεων και την κήρυξη του δήμου Θήρας σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Τώρα, μια πολυεθνική επιστημονική ομάδα έρχεται να ρίξει φως στο τι ακριβώς συνέβη, με μια μελέτη που δημοσιεύτηκε στην κορυφαία επιστημονική επιθεώρηση Nature.

Η μελέτη, στην οποία συμμετείχαν 31 επιστήμονες από έξι χώρες, αποκαλύπτει ότι η πρωτοφανής σεισμική δραστηριότητα οφειλόταν σε μια σειρά από συγκεκριμένα γεωλογικά δεδομένα. Οι ειδικοί, με τη χρήση προηγμένων οργάνων μέτρησης, διαπίστωσαν κάτι που μέχρι τώρα δεν ήταν απόλυτα γνωστό: το ηφαίστειο της Σαντορίνης και το υποθαλάσσιο ηφαίστειο Κολούμπο, που βρίσκεται επτά χιλιόμετρα βορειοανατολικά, μοιράζονται ένα κοινό μαγματικό σύστημα.

Σύμφωνα με τα στοιχεία, στα τέλη Ιανουαρίου του 2025, δημιουργήθηκε ένας κάθετος «διάδρομος» μήκους περίπου 13 χιλιομέτρων μέσα στον γήινο φλοιό. Μέσα από αυτόν τον δίαυλο, μάγμα ανυψώθηκε μέχρι να φτάσει μόλις τρία χιλιόμετρα κάτω από την επιφάνεια του νησιού. Το φαινόμενο αυτό συνοδεύτηκε από χιλιάδες σεισμούς, μερικοί από τους οποίους ξεπέρασαν τους 5 βαθμούς της κλίμακας Ρίχτερ. Παρότι η δραστηριότητα αυτή δεν κατέληξε σε ηφαιστειακή έκρηξη, οι επιστήμονες προειδοποιούν ότι το ενδεχόμενο μιας υποθαλάσσιας έκρηξης με κίνδυνο τοπικού τσουνάμι ήταν απολύτως υπαρκτό.

Τα προειδοποιητικά σημάδια και ο πανικός

Η γεωλογική δραστηριότητα, επί της ουσίας, είχε ξεκινήσει αρκετούς μήνες νωρίτερα, το καλοκαίρι του 2024. Οι γεωφυσικοί εντόπισαν τότε ανησυχητικά σημάδια, όπως η ανύψωση του εδάφους στο εσωτερικό της καλντέρας της Σαντορίνης και η αύξηση των εκπομπών αερίων στο νησάκι της Νέας Καμένης. Κανείς όμως δεν μπορούσε να προβλέψει ότι αυτά τα προειδοποιητικά σημάδια θα κορυφώνονταν με τον τρόπο που είδαμε τον Ιανουάριο.

Όταν οι σεισμοί ξεκίνησαν στις 27 Ιανουαρίου, το νησί βίωσε στιγμές πανικού. Υπολογίζεται ότι περίπου τα τρία τέταρτα του πληθυσμού εγκατέλειψαν άρον άρον τα σπίτια τους. Στρατός, Πυροσβεστική και Αστυνομία κινητοποιήθηκαν για να διασφαλίσουν την ομαλή μετακίνηση των πολιτών, ενώ τα σχολεία παρέμειναν κλειστά για δύο εβδομάδες. Παράλληλα, επικαιροποιήθηκαν και ενεργοποιήθηκαν τα σχέδια έκτακτης ανάγκης και τα σημεία συγκέντρωσης.

Το μέλλον της περιοχής και οι Ελληνες επιστήμονες

Σύμφωνα με τη μελέτη, προς τα μέσα Φεβρουαρίου, το μάγμα σταμάτησε να τροφοδοτεί τον δίαυλο και η σεισμικότητα σταδιακά μειώθηκε. Ωστόσο, οι επιστήμονες προειδοποιούν πως η περιοχή, όπου συγκλίνουν η Ευρασιατική και η Αφρικανική τεκτονική πλάκα, παραμένει από τις πιο ενεργές ηφαιστειακά στην Ευρώπη. Αυτό σημαίνει ότι στο μέλλον μπορεί να σημειωθούν ξανά έντονα φαινόμενα, ακόμα και με καθυστέρηση αρκετών μηνών από τα πρώτα προειδοποιητικά σημάδια.

Αξίζει να σημειωθεί ότι στην ερευνητική ομάδα συμμετείχαν πανεπιστημιακοί και ειδικοί από την Αθήνα, τη Ρώμη, το Βερολίνο και το Ρέικιαβικ. Από την ελληνική πλευρά, τη μελέτη συνυπέγραψαν οι ερευνητές Παρασκευή Νομικού, Δημήτρης Αναστασίου, Κώστας Ραπτάκης και Μαρία Τσακίρη.

Η έρευνα αυτή αποτελεί ένα σημαντικό βήμα για την κατανόηση της γεωλογικής συμπεριφοράς του συμπλέγματος της Σαντορίνης και υπογραμμίζει την ανάγκη για συνεχή παρακολούθηση της περιοχής, ώστε οι κάτοικοι και οι επισκέπτες να είναι πάντα προετοιμασμένοι.