Οξύνει την επεκτατική ρητορική του ο Ντόναλντ Τραμπ: Δημοσίευσε χάρτη με τον Καναδά ως μέρος των ΗΠΑ
Απειλές, εκφοβισμός και προκλήσεις
Ο εκλεγμένος πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, προκάλεσε αίσθηση δημοσιεύοντας έναν χάρτη που εμφανίζει τον Καναδά ως μέρος των Ηνωμένων Πολιτειών, μέσω της πλατφόρμας του, Truth Social. Η κίνηση αυτή ακολουθεί τις πρόσφατες απειλές που έχει εκτοξεύσει προς γειτονικές χώρες των ΗΠΑ, ενώ η ημέρα της ορκωμοσίας του πλησιάζει.
Τις τελευταίες εβδομάδες, ο Τραμπ έχει επανειλημμένα υποστηρίξει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ότι ο Καναδάς θα έπρεπε να γίνει η 51η πολιτεία των Ηνωμένων Πολιτειών. Η παραίτηση του Καναδού πρωθυπουργού, Τζάστιν Τριντό, πρόσφερε στον Τραμπ μία ακόμη ευκαιρία να επαναφέρει την πρότασή του για την προσάρτηση του Καναδά.
BREAKING: Trump shares another map with Canada as part of the United States pic.twitter.com/C4GP7OOjmj
— The Spectator Index (@spectatorindex) January 8, 2025
Γροιλανδία, Καναδάς, Παναμάς
Λίγο πριν αναλάβει τα ηνία των Ηνωμένων Πολιτειών, ο Τραμπ φαίνεται έτοιμος να ανοίξει νέα μέτωπα με τις γειτονικές χώρες. Αρχικά, είχε εκφράσει ενδιαφέρον για την αγορά της Γροιλανδίας, ενώ στη συνέχεια προχώρησε ακόμα παραπέρα, μιλώντας για την πιθανή προσάρτησή της, αλλά και της Διώρυγας του Παναμά.
Όταν ρωτήθηκε αν μπορεί να εγγυηθεί ότι δεν θα καταφύγει σε στρατιωτική ή οικονομική πίεση για να θέσει υπό αμερικανικό έλεγχο τη Γροιλανδία και τη Διώρυγα του Παναμά, απέφυγε να δώσει διαβεβαιώσεις, αφήνοντας όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά.
«Μιλάτε για τον Παναμά και την Γροιλανδία. Όχι, δεν μπορώ να σας διαβεβαιώσω για καμία από τις δύο. Αλλά μπορώ να σας πω αυτό: τις χρειαζόμαστε για οικονομική ασφάλεια», είπε χαρακτηριστικά και προανήγγειλε ότι θα εξετάσει το ενδεχόμενο να επιβάλει δασμούς στη Δανία για το θέμα της Γροιλανδίας.
Όσον αφορά τον Καναδά δήλωσε ότι θα επιβάλει πολύ υψηλούς δασμούς, όπως και στο Μεξικό. Δήλωσε μάλιστα ότι θα αλλάξει την ονομασία του Κόλπου του Μεξικού σε «Κόλπο της Αμερικής».
Ο Τραμπ, ο οποίος επικρίνει εδώ και καιρό το εμπορικό πλεόνασμα του Καναδά με τις ΗΠΑ, είχε αναφερθεί στο παρελθόν στα σύνορα μεταξύ των δύο χωρών ως «τεχνητή γραμμή». Έχει επίσης απειλήσει να επιβάλει δασμό 25% στις καναδικές εισαγωγές, οι οποίες αντιπροσωπεύουν το 75% των συνολικών εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών του Καναδά προς τις ΗΠΑ.
Νωρίτερα την Τρίτη, η υπουργός Εξωτερικών του Καναδά Μέλανι Ζολί απέρριψε τα σχόλια του Τραμπ, λέγοντας: «Δείχνουν πλήρη έλλειψη κατανόησης του τι κάνει τον Καναδά μια ισχυρή χώρα. Δεν θα υποχωρήσουμε ποτέ μπροστά στις απειλές».
«Πρώτα η Αμερική» – Τι θέλει να πετύχει ο Τραμπ με τις απειλές
Οι απειλές του Τραμπ, οι οποίες εντάσσονται στη λογική της πολιτικής «Πρώτα η Αμερική», φαίνεται μάλλον απίθανο να υλοποιηθούν, ειδικά όσον αφορά το στρατιωτικό σκέλος. Σύμφωνα με αναλυτές, η στρατηγική του αποσκοπεί στο να εξασφαλίσει πιο ευνοϊκές συμφωνίες για τις ΗΠΑ, ασκώντας πίεση ακόμα και στους στενότερους συμμάχους της, όπως ο Καναδάς.
Ο Στέφεν Κόλινσον, σε ανάλυση του για το CNN, υποστηρίζει ότι ο Τραμπ εκτοξεύει απειλές για δύο βασικούς λόγους. Πρώτον, για να πετύχει καλύτερες συμφωνίες, όπως εκπτώσεις για τα αμερικανικά πλοία που διασχίζουν τη Διώρυγα του Παναμά, αυξημένη πρόσβαση των ΗΠΑ σε σπάνιες γαίες στη Γροιλανδία και σε νέες θαλάσσιες διαδρομές που αποκαλύπτονται από το λιώσιμο των πολικών πάγων. Επιπλέον, επιδιώκει μία νέα εμπορική συμφωνία με τον Καναδά, η οποία θα μπορούσε να ευνοήσει την αμερικανική βιομηχανία.
«Είναι βέβαιο ότι ο Τραμπ θα παρουσίαζε οποιοδήποτε από αυτά ως μια τεράστια νίκη που μόνο ο ίδιος θα μπορούσε να έχει επιτύχει, ακόμη και αν καταλήξουν τέτοιες συμφωνίες να είναι απλώς διακοσμητικές», αναφέρει ο Κόλινσον.
Ο δεύτερος στόχος του Τραμπ, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι ότι χρησιμοποιώντας τη στρατιωτική ισχύ των ΗΠΑ ως απειλή δίνει σάρκα και οστά στη λογική της εξωτερικής του πολιτικής: κάθε χώρα θα πρέπει να επιδιώκει επιθετικά τους στόχους της μονομερώς με τρόπο που αναπόφευκτα θα ωφελήσει ισχυρά, πλούσια κράτη όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες.
Η προσέγγιση αυτή εξηγεί γιατί ο Τραμπ δεν διακρίνει μεταξύ συμμάχων και αντιπάλων των ΗΠΑ, μία πολιτική που σύμφωνα με αναλυτές ενέχει μεγάλο ρίσκο ιδίως σε μία ρευστή περίοδο που οι γεωστρατηγικοί ανταγωνισμοί οξύνονται.