Κώστας Σημίτης: Ο άνθρωπος που έφερε τον εκσυγχρονισμό - Οι μεγάλοι σταθμοί του πρωθυπουργού που άλλαξε τη μοίρα της Ελλάδας
Ο αντιδικτατορικός αγώνας, το ΠΑΣΟΚ, η πρωθυπουργία και οι μεγάλες στιγμές - Τα Ίμια, το Ευρώ, οι Ολυμπιακοί Αγώνες και τα μεγάλα δημόσια έργα
Ο Κώστας Σημίτης έγραψε τη δική του ιστορία στην Ελλάδα και άφησε μια τεράστια παρακαταθήκη στη σύγχρονη εποχή, φεύγοντας από τη ζωή σε ηλικία 88 ετών, αφού πρώτα έγινε ο απόλυτος εκφραστής του εκσυγχρονισμού της χώρας.
Ο Κώστας Σημίτης γεννήθηκε στον Πειραιά στις 23 Ιουνίου 1936. Σπούδασε νομικά και οικονομικά στην Γερμανία και στην Αγγλία, όπου γνώρισε την σύζυγο του Δάφνη Σημίτη, το γένος Αρκαδίου, με την οποία απέκτησε δύο κόρες, την Φιόνα και την Μαριλένα.
Ξεκίνησε την ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία ως διδάκτωρ της Νομικής στο Πανεπιστήμιο του Μάρμπουργκ το 1959. Από το 1971 έως το 1975 δίδαξε ως υφηγητής στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντίας και συνέχισε ως τακτικός καθηγητής του Αστικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο του Γκίσεν. Το 1977 εξελέγη τακτικός καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Πρωτοστάτησε το 1965 στην ίδρυση του Ομίλου Πολιτικής Έρευνας «Αλέξανδρος Παπαναστασίου». Ο «Όμιλος Παπαναστασίου», είχε ως στόχο τη συστηματική μελέτη των σημαντικότερων προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας και την ανάληψη πρωτοβουλιών για την αντιμετώπισή τους. Το 1967, ο όμιλος μετεξελίχθηκε στην αντιδικτατορική οργάνωση «Δημοκρατική Άμυνα».
Ο αντιδικτατορικός αγώνας και οι θέσεις του στις κυβερνήσεις Παπανδρέου
Συμμετείχε ενεργά στον αντιδικτατορικό αγώνα (1967-1974). Το 1969 διέφυγε στο εξωτερικό. Καταδικάσθηκε ερήμην σε φυλάκιση. Σε αντίποινα συνελήφθη η σύζυγός του και κρατήθηκε για δυο μήνες σε απομόνωση. Το 1970 στη Γερμανία έγινε μέλος του ΠΑΚ (Πανελλήνιο Απελευθερωτικό Κίνημα) και το 1974 ιδρυτικό μέλος του ΠΑΣΟΚ, συμβάλλοντας καθοριστικά και στην διατύπωση της «Διακήρυξης της 3ης Σεπτέμβρη». Συμμετείχε στο πρώτο Εκτελεστικό Γραφείο και στην πρώτη Κεντρική Επιτροπή του ΠΑΣΟΚ.
Αμέσως μετά την εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ, τον Οκτώβριο του 1981, ανέλαβε στην πρώτη κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου το Υπουργείο Γεωργίας. Διετέλεσε Υπουργός Γεωργίας μέχρι το 1985. Εξασφάλισε την επιτυχή ένταξη της ελληνικής γεωργίας στην Κοινή Αγροτική Πολιτική της ΕΟΚ, καθώς και τον πολλαπλασιασμό των κοινοτικών ενισχύσεων. Το 1985 ανέλαβε το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, όπου παρέμεινε μέχρι τον Νοέμβριο του 1987 εφαρμόζοντας το πρώτο πρόγραμμα σταθεροποίησης με αποτέλεσμα τον δραστικό περιορισμό των μακροοικονομικών ανισορροπιών.
Τον Νοέμβριο του 1987 διαφώνησε με τη χαλάρωση των μέτρων ανόρθωσης της οικονομίας και παραιτήθηκε. Διετέλεσε για μικρό διάστημα Υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων κατά τη διάρκεια της Οικουμενικής Κυβέρνησης, του καθηγητή Ξενοφώντα Ζολώτα (Νοέμβριος 1989-Φεβρουάριος 1990). Από το 1993 ως το 1995 ήταν Υπουργός Βιομηχανίας, Ενέργειας, Έρευνας και Τεχνολογίας καθώς και Υπουργός Εμπορίου ταυτόχρονα. Κατά το διάστημα αυτό έθεσε το πλαίσιο μιας μακροχρόνιας πολιτικής ανάπτυξης της Ελληνικής Οικονομίας.
Από την εκλογή μετά τον Ανδρέα στο... δαχτυλίδι στον Γιώργο Παπανδρέου
Στις 18 Ιανουαρίου του 1996 διαδέχτηκε τον Ανδρέα Παπανδρέου στην πρωθυπουργία μετά από ψηφοφορία της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΠΑ.ΣΟ.Κ. εκπροσωπώντας τον «εκσυγχρονιστικό» πόλο εξουσίας με κύριο στόχο την οικονομική μεταρρύθμιση της ελληνικής οικονομίας και την κοινωνική σύγκλιση της ελληνικής κοινωνίας με την «ισχυρή» Ευρώπη.
Στις 30 Ιουνίου 1996, λίγες μέρες μετά τον θάνατο του Ανδρέα Παπανδρέου, ο Κώστας Σημίτης εξελέγη πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ στο επεισοδιακό 4ο Συνέδριο του κόμματος, όταν κέρδισε τον Άκη Τσοχατζόπουλο.
Επανεξελέγη πρωθυπουργός μετά τη νίκη του στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 1996 και του Απριλίου 2000.
Ως πρωθυπουργός προώθησε μία μετριοπαθή εξωτερική πολιτική ταυτόχρονα με τη σταδιακή ιδιωτικοποίηση του μεγάλου ελληνικού δημόσιου τομέα, στοχεύοντας σε μία οικονομική σταθερότητα σύμφωνα με τις πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ως πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ αποριζοσπαστικοποίησε τον λόγο του κόμματος προκρίνοντας την πορεία της χώρας προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης[6]. Η δεύτερη θητεία του συνοδεύτηκε από την εφαρμογή μέτρων λιτότητας, με στόχο τη μείωση του πληθωρισμού και του εθνικού χρέους, καθώς και από προσπάθειες επίλυσης των ελληνοτουρκικών διαφορών για το Κυπριακό πρόβλημα στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής.
Μεταξύ των σημαντικότερων επιτυχιών της θεωρείται η ένταξη της Ελλάδας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση το 2001. Υπό τον Κώστα Σημίτη η χώρα προετοιμάστηκε για τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Στη διάρκεια της προετοιμασίας έγινε πληθώρα μεγάλων έργων σε όλη τη χώρα.
Στις 7 Ιανουαρίου 2004 ανακοίνωσε την παραίτησή του από την προεδρία του ΠΑΣΟΚ, δίνοντας το δαχτυλίδι της διαδοχής στον Γιώργο Παπανδρέου την 8η Φεβρουαρίου 2004. Διετέλεσε πρωθυπουργός ως τις 10 Μαρτίου 2004.
Η κρίση των Ιμίων
Όλα ξεκίνησαν στις 25 Δεκεμβρίου 1995, όταν το τουρκικό φορτηγό πλοίο Φιγκέν Ακάτ προσάραξε σε αβαθή ύδατα κοντά στην Μικρή Ίμια (Ανατολική) και εξέπεμψε σήμα κινδύνου. Το Λιμεναρχείο Καλύμνου –το πλησιέστερο στην περιοχή– διέθεσε ρυμουλκό για να αποκολλήσει το τουρκικό πλοίο, αλλά ο πλοίαρχος αρνήθηκε, υποστηρίζοντας ότι βρισκόταν σε τουρκική περιοχή, επομένως η ελληνική πλευρά ήταν αναρμόδια και η τουρκική θα έπρεπε να αναλάβει.
Στις 28 Δεκεμβρίου δύο ελληνικά ρυμουλκά αποκόλλησαν τελικά το τουρκικό φορτηγό και το οδήγησαν στο λιμάνι Κιουλούκ της Τουρκίας. Στις 29 Δεκεμβρίου το τουρκικό Υπουργείο Εξωτερικών επέδωσε διακοίνωση στο αντίστοιχο ελληνικό και ανέφερε ότι οι συγκεκριμένες βραχονησίδες είναι καταχωρημένες στο κτηματολόγιο Μούγλα του νομού Μπόντρουμ (Αλικαρνασσού) και ανήκουν στην Τουρκία.
Στις 25 Ιανουαρίου 1996, ο τότε δήμαρχος της Καλύμνου Δημήτρης Διακομιχάλης, συνοδευόμενος από τον αστυνομικό διευθυντή Καλύμνου Γ. Ριόλα και δύο κατοίκους του νησιού, ύψωσε την ελληνική σημαία στη Μικρή Ίμια, ενώ την επόμενη μέρα υψώθηκε η σημαία και στην άλλη βραχονησίδα.
Τα τουρκικά τηλεοπτικά κανάλια μετέδωσαν εικόνες με την ελληνική σημαία υψωμένη στα Ίμια, κάτι που προκάλεσε σάλο στην τουρκική κοινή γνώμη. Δύο δημοσιογράφοι της Χουριέτ στη Σμύρνη, μετέβησαν με ελικόπτερο στις 27 Ιανουαρίου στη Μικρή Ίμια, υπέστειλαν την ελληνική σημαία και ύψωσαν την τουρκική. Η όλη επιχείρηση βιντεοσκοπήθηκε και προβλήθηκε από το τηλεοπτικό κανάλι που ανήκει στη Χουριέτ. Το γεγονός αυτό πήρε σημαντικές διαστάσεις.
Στις 28 Ιανουαρίου 1996 το περιπολικό του Πολεμικού Ναυτικού Αντωνίου κατέβασε την τουρκική σημαία και ύψωσε την ελληνική παραβαίνοντας την πολιτική εντολή που ήταν μόνο να υποσταλεί η τούρκικη σημαία. Το βράδυ Έλληνες βατραχάνθρωποι αποβιβάστηκαν στη Μικρή Ίμια από το περιπολικό Πυρπολητής προκειμένου να φυλάξουν τη σημαία κατά τις νυχτερινές ώρες και να επιστρέψουν στο σκάφος τους πριν την ανατολή του ηλίου. Το μεσημέρι της Δευτέρας ο σχεδιασμός άλλαξε και αποφασίστηκε η συνεχής φύλαξή της σημαίας, οπότε επέστρεψαν στη βραχονησίδα.
Τη Δευτέρα το απόγευμα στις 29 Ιανουαρίου, ο Κώστας Σημίτης (είχε μόλις αναλάβει πρωθυπουργός, μετά την παραίτηση Παπανδρέου 15 μέρες νωρίτερα), στις προγραμματικές του δηλώσεις στη Βουλή, έστειλε μήνυμα προς την Τουρκία ότι σε οποιαδήποτε πρόκληση η Ελλάδα θα αντιδράσει άμεσα και δυναμικά.
Την Τρίτη στις 30 Ιανουαρίου, η πρωθυπουργός της Τουρκίας Τανσού Τσιλέρ δήλωσε κατηγορηματικά μέσα στην Τουρκική Εθνοσυνέλευση ότι την επόμενη μέρα η ελληνική σημαία και ο ελληνικός στρατός θα απομακρυνθούν από τα Ίμια.
Στις 31 Ιανουαρίου και ώρα 01:40, τουρκικές ειδικές δυνάμεις αποβιβάστηκαν στη Μεγάλη Ίμια (Δυτική). Στις 05:30 της ίδιας μέρας το ελικόπτερο “ΠΝ 21” τύπου Agusta Bell 212 του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού, απονηώθηκε από τη φρεγάτα Ναυαρίνον για να διαπιστώσει την πληροφορία παρουσίας Τούρκων στη βραχονησίδα. Το ελικόπτερο κατέπεσε κατά την επιστροφή του στη φρεγάτα και τα τρία μέλη του πληρώματος, ο υποπλοίαρχος Χριστόδουλος Καραθανάσης, ο υποπλοίαρχος Παναγιώτης Βλαχάκος και ο αρχικελευστής Έκτορας Γιαλοψός, σκοτώθηκαν.
Υπό τις πιέσεις του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ, υπό την προεδρία του Μπιλ Κλίντον, η κρίση εκτονώθηκε. Ο Κώστας Σημίτης ευχαρίστησε δημοσίως την Ουάσινγκτον για τη μεσολάβησή της, κάτι που προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις εντός της Ελλάδας.
Τα Ίμια (Καρντάκ στα τουρκικά) είναι δύο μικρές ακατοίκητες βραχονησίδες μεταξύ του νησιωτικού συμπλέγματος των Δωδεκανήσων και των νοτιοδυτικών ακτών της Τουρκίας. Απέχουν 3,8 ναυτικά μίλια από το Μποντρούμ (Αλικαρνασσός) της Τουρκίας, 5,5 ν.μ. από την Κάλυμνο και 2,5 ν.μ. από το πλησιέστερο ελληνικό έδαφος, τη βραχονησίδα Καλόλιμνος.
Τα Ίμια ανήκαν στην Ιταλία, αλλά παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα από την Ιταλία το 1947 με τη Συνθήκη των Παρισίων, ακολουθώντας την ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Το Τουρκικό κράτος είχε αποδεχτεί το καθεστώς επικυριαρχίας της Ελλάδας στα νησιά αυτά.
Η κρίση έδωσε ουσιαστικά την ευκαιρία στην Τουρκία να θέσει ζήτημα Γκρίζων ζωνών, αμφισβητώντας την κυριαρχία της Ελλάδας σε αρκετά νησιά.
Η ανάληψη των Ολυμπιακών Αγώνων
Ηταν 5 Σεπτεμβρίου του 1997, στο Παλέ ντε Μπολιέ, την έδρα της ΔΟΕ στη Λωζάνη, όταν αποφασίστηκε ποια πόλη θα φιλοξενήσει τους Ολυμπιακούς του 2004. Υποψήφιες πόλεις ήταν το Κέιπ Τάουν, η Στοκχόλμη, το Μπουένος Άιρες, η Ρώμη και η Αθήνα.
Μετά από ένα μεγάλο θρίλερ με μπόλικο... παρασκήνιο - τον Λουτσιάνο Παβαρότι να προωθεί την Ιταλία, τον Νέλσον Μαντέλα το Κέιπ Τάουν - η Ελλάδα κατάφερε να πάρει ξανά τους Ολυμπιακούς Αγώνες, για πρώτη φορά μετά το 1896.Ο πρόεδρος της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής, Χουάν Αντόνιο Σάμαρανκ μέσα σε κλίμα αγωνίας ανακοίνωσε με την λέξη «Athens» ότι, η Αθήνα είναι η πόλη που θα διοργανώσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004. Και ακολούθησαν τα πανηγύρια.
Στις φωτογραφίες η πρόεδρος της επιτροπής διεκδίκησης Ολυμπιακών Αγώνων «Αθήνα 2004» Γιάννα Αγγελοπούλου πανηγυρίζει αγκαλιάζοντας τον σύζυγό της Θεόδωρο Αγγελόπουλο. Πίσω της πανηγυρίζει ο Γιώργος Παπανδρέου, τότε αναπληρωτής Υπουργός Εξωτερικών και ο Γιάννης Σγουρός, μέλος, τότε, της επιτροπής διεκδίκησης ως γ.γ. Αθλητισμού.
Η Αθήνα επελέγη ως οικοδέσποινα πόλη το 1997, στην 106η Σύνοδο της ΔΟΕ στη Λωζάνη, αφού είχε χάσει την διοργάνωση των Θερινών Ολυμπιακών Αγώνων του 1996, τον εορτασμό της 100ής επετείου των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων.
Η Αθήνα είχε στηρίξει την επιχειρηματολογία της, κατά ένα μεγάλο μέρος υπενθυμίζοντας την ολυμπιακή ιστορία και ότι υπήρξε η χώρα όπου γεννήθηκαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες και το ολυμπιακό ιδεώδες.
Στον τελευταίο κύκλο της ψηφοφορίας, η Αθήνα νίκησε τη Ρώμη, με 66 ψήφους προς 41.
Πριν από αυτό, το Μπουένος Άιρες, η Στοκχόλμη, το Κέιπ Τάουν και το Σαν Χουάν είχαν ήδη αποκλειστεί αφού είχαν λάβει μόνο μερικές ψήφους.
Η Τελετή Έναρξης πραγματοποιήθηκε στις 13 Αυγούστου 2004 σε μία αντίστροφη μέτρηση είκοσι οχτώ δευτερολέπτων — ένα δευτερόλεπτο για το κάθε ένα από τους Ολυμπιακούς Αγώνες που διοργανώθηκε μέχρι τον τελευταίο που φιλοξένησε η Αθήνα — από ήχους που δίνουν το ρυθμό ενός ενισχυμένου κτύπου της καρδιάς.
Επίσης έχει ανακηρυχθεί κι ως η καλύτερη Τελετή Έναρξης όλων των εποχών μέχρι σήμερα. Η Τελετή Λήξης πραγματοποιήθηκε στις 29 Αυγούστου.
Το σκάνδαλο του χρηματιστηρίου
Μέχρι το 1999 οι ενεργοί επενδυτές στο ελληνικό χρηματιστήριο είχαν φτάσει το 1,5 εκατομμύριο. Ο όρος μετοχές, άνοδος και πτώση μπήκε πιο έντονα στη ζωή των Ελλήνων, ώσπου το κραχ του 1999 και η απότομη πτώση στις τιμές των περισσότερων μετοχών του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών, οδήγησε τους επενδυτές σε εφιάλτη και σε δικαστικές διαμάχες για το «σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου» που κράτησαν χρόνια.
Είχε προηγηθεί η ραγδαία άνοδος των τιμών των μετοχών στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, που λίγο αργότερα θα έμενε γνωστή ως «η φούσκα του Χρηματιστηρίου». Στη «φούσκα» αυτή οδήγησαν μία σειρά από οικονομικοί παράγοντες, όπως η άρση πολλών διεθνών περιορισμών στη διακίνηση κεφαλαίων, η ψηφιακή επανάσταση και το διαδίκτυο, η μείωση των καταθετικών επιτοκίων, η ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ, η ανάληψη των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, η μείωση του πληθωρισμού, η βελτιωμένη δημοσιονομική εικόνα της χώρας. Έτσι, δημιουργήθηκε η εικόνα για την ελληνική οικονομία που αποτελούσε τον τέλειο μανδύα για επενδύσεις. Άλλωστε, σε αυτό συνέβαλε και οι άνοδος και άλλων χρηματιστηρίων στο εξωτερικό.
Η έναρξη της «φούσκας» απέφερε υψηλά κέρδη σε μικρό αριθμό επενδυτών μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, με αποτέλεσμα την προσέλκυση ολοένα και περισσότερων επενδυτών που επεδίωκαν να αντιγράψουν αυτή την επιτυχία. Το καλοκαίρι του 1999, η ενασχόληση με το χρηματιστήριο είχε φτάσει σε επίπεδα ρεκόρ. Υπολογίζεται ότι πάνω από 1.300 εταιρείες δραστηριοποιούνταν στο Χρηματιστήριο. Ενώ, λοιπόν, ο γενικός δείκτης του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών βρισκόταν στις 933 μονάδες τον Δεκέμβριο του 1996 έφτασε στο ιστορικό υψηλό των 6.335 μονάδων στις 17 Σεπτεμβρίου 1999, καταγράφοντας αύξηση 579%. Ο όγκος των ημερήσιων συναλλαγών είχε ξεπεράσει τα 570 δισεκατομμύρια δραχμές (1,8 δισεκατομμύρια ευρώ), ενώ η συνολική κεφαλαιοποίηση του Χρηματιστηρίου έφτασε τα 212,8 δις ευρώ, που αντιστοιχούσε στο 182% του ΑΕΠ.
Η πτώση στις τιμές των μετοχών ξεκίνησε τη Δευτέρα, 20 Σεπτεμβρίου 1999 αλλά έγινε ιδιαίτερα αισθητή από τις 23 Σεπτεμβρίου και μετά, με τον γενικό δείκτη να σημειώνει πτώση 12,7% σε 3 ημέρες και πτώση άνω των 1.000 μονάδων σε μία βδομάδα. Η καθοδική πορεία συνεχίστηκε μέχρι τον Μάρτιο του 2003, με τον γενικό δείκτη να έχει πέσει στις 1.467 μονάδες. Το κραχ ενισχύθηκε από τη μαζική συνειδητοποίηση ότι υπήρχαν μετοχές–«φούσκες», οι οποίες είχαν μεν υψηλή ονομαστική αξία, αλλά αυτό δεν είχε αντίκρυσμα σε πραγματική αξία βάσει της οικονομικής δραστηριοτήτας της εταιρείας.
Οι αντιδράσεις για το «σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου» ήταν έντονες και προκάλεσαν πολιτικές αναταράξεις. Πολίτες διαδήλωναν έξω από το κτήριο του Χρηματιστηρίου στη Σοφοκλέους, ενώ πολιτικά στελέχη διαβεβαίωναν τους επενδυτές ότι τα προβλήματα και η πτώση που παρατηρείται ήταν κάτι το προσωρινό. Ο πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης δήλωσε τον Οκτώβριο του 1999 στο Ελεγκτικό Γραφείο του ΠΑΣΟΚ ότι «σε ένα-δύο 24ωρα η κατάσταση στο Χρηματιστήριο θα έχει ομαλοποιηθεί», ενώ ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Γιάννος Παπαντωνίου δήλωνε ακόμα και τον Απρίλιο του 2000, με τον γενικό δείκτη ήδη κάτω από 5.000 μονάδες, ότι «η περίοδος της νευρικότητας στο χρηματιστήριο έχει ημερομηνία λήξης, είναι η 9η Απριλίου, είναι η επανεκλογή της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ. Εμείς, το ΠΑΣΟΚ είμαστε εγγυητές της ομαλής πορείας των αγορών».
Καθώς όμως η πτώση των δεικτών συνεχίστηκε και μετά την εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ, η ΝΔ τελικά κατέθεσε πρόταση μομφής κατά του υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Γιάννου Παπαντωνίου, η οποία καταψηφίστηκε την 1η Φεβρουαρίου 2001 με 154 υπέρ και 125 κατά.
Η υπόθεση πήρε τελικά τον δρόμο της Δικαιοσύνης με επίσημη δικαστική διερεύνηση που οδήγησε στον έλεγχο 23 εταιρειών για χειραγώγηση μετοχών. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών αποφάσισε εν τέλει το 2009 να παραπέμψει 67 άτομα σε δίκη. Με εφετειακό βούλευμα, οι κατηγορούμενοι μειώθηκαν σε 42.
Το εφετείο κατέληξε ομόφωνα το 2013 στην απαλλαγή και των 42 κατηγορουμένων για αδικήματα απάτης και νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Το Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου αναίρεσε την αθωωτική απόφαση το 2016. Η δεύτερη δίκη ξεκίνησε το 2017 με μόνο 36 κατηγορούμενους, καθώς οι άλλοι έξι είχαν φύγει από τη ζωή. Το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων εκδίκασε την υπόθεση το 2018, απαλλάσσοντας τελεσίδικα όλους τους κατηγορούμενους με πλειοψηφική απόφαση 2 προς 1. Η Εισαγγελέας της έδρας άσκησε εκ νέου έφεση με αποτέλεσμα να παραπεμφθεί η υπόθεση στο Πενταμελές Εφετείου Αθηνών, το οποίο, όμως, απέρριψε την έφεση ως αναιτιολόγητη κατά την έναρξη της διαδικασίας.
Όταν η Ελλάδα μπήκε στο Ευρώ
Ο Κώστας Σημίτης, στη δεύτερη περίοδο της πρωθυπουργίας του (2000-2003), ήταν και τα πρώτα χρόνια της Ελλάδας στο ευρώ. Την 1η Ιανουαρίου 2002 τα τραπεζογραμμάτια και τα κέρματα ευρώ τέθηκαν σε κυκλοφορία ταυτόχρονα με τις υπόλοιπες 11 χώρες.
Στις 9 Μαρτίου του 2000 ο τότε Πρωθυπουργός της Ελληνικής Δημοκρατίας, υποβάλλει το αίτημα για ένταξη της χώρας μας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ). Στο πλαίσιο τη Συνόδου Κορυφής που πραγματοποιήθηκε στην Πορτογαλία το διήμερο 19 και 20 Ιουνίου του 2000, το συμβούλιο των υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ECOFIN), αποφάσισε την ένταξη της Ελλάδας στην ζώνη του ευρώ. Η πλήρης υιοθέτηση του νομίσματος του ευρώ από τη χώρα μας υλοποιήθηκε επίσημα από την 1η Ιανουαρίου του 2001. Το ευρώ αντικατέστησε την δραχμή. Έτσι η Ελλάδα γίνεται το 12ο μέλος της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης.
Οι εκλογές... θρίλερ του 2000
Λίγους μήνες μετά τη νίκη στις εκλογές του 1996 και με την κυβέρνηση να δίνει μεγάλη βαρύτητα στην επίτευξη των κριτηρίων του Μάαστριχτ, το ΠΑΣΟΚ βρέθηκε σε πτωτική δημοσκοπική πορεία και είδε τη Ν.Δ. να αποκτά προβάδισμα στην πρόθεση ψήφου αφότου εξελέγη πρόεδρός της ο –ανιψιός του ιδρυτή της– Κώστας Καραμανλής (21 Μαρτίου 1997).
Το αρνητικό κλίμα που είχε διαμορφωθεί εις βάρος της κυβέρνησης αποτυπώθηκε στα αποτελέσματα των δημοτικών και νομαρχιακών εκλογών, τον Οκτώβριο του 1998, με τη Ν.Δ. να προσδίδει πολιτικό χαρακτήρα και να κερδίζει τους τρεις μεγάλους δήμους και τις περισσότερες νομαρχίες. Στις ευρωεκλογές του Ιουνίου του 1999, ο Κ. Καραμανλής προσέδωσε χαρακτήρα δημοψηφίσματος για την πολιτική της κυβέρνησης. Το κόμμα του κέρδισε και τον δεύτερο εκλογικό του στόχο, επικρατώντας με ποσοστό 36% έναντι του ΠΑΣΟΚ, που έλαβε 32,9%.
Ωστόσο, στις αρχές Σεπτεμβρίου, το Χρηματιστήριο συνέχιζε να σπάει το ένα θετικό ρεκόρ μετά το άλλο, ο πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης εξήγγειλε «εκλογικό», όπως χαρακτηρίστηκε, πακέτο παροχών 470 δισ. δρχ. για συνταξιούχους, μισθωτούς, αγρότες, μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ελεύθερους επαγγελματίες και ανέργους και η κυβέρνηση επιδείκνυε άμεσα αντανακλαστικά για αρωγή στους σεισμοπαθείς της Αττικής.
Η πανελλαδική έρευνα της Metron Analysis (που διεξήχθη στο διάστημα 14-24 Σεπτεμβρίου) έδειξε ότι, μετά μεγάλο χρονικό διάστημα, το κυβερνών κόμμα βρισκόταν στην πρώτη θέση της πρόθεσης ψήφου: κινούνταν στο 33,2% και η Ν.Δ. στο 32,5%. Στην ερώτηση «ποιος είναι καταλληλότερος για πρωθυπουργός της χώρας μεταξύ των ηγετών των δύο μεγάλων κομμάτων», ο Κ. Σημίτης προηγούνταν του Κ. Καραμανλή με ποσοστό 46,3% έναντι 31,8%.
Η επόμενη μέρα της επίσκεψης του προέδρου των ΗΠΑ Μπιλ Κλίντον στην Αθήνα (19 και 20 Νοεμβρίου) «βρήκε την κυβέρνηση ενισχυμένη, τουλάχιστον επικοινωνιακά στο εσωτερικό», όπως επισήμαινε το Έθνος, ενώ η Σύνοδος Κορυφής του Ελσίνκι (10 και 11 Δεκεμβρίου) χαρακτηρίστηκε «ελληνική επιτυχία».
Η πανελλαδική δημοσκόπηση της MRB (που διεξήχθη στο διάστημα 24 Νοεμβρίου – 9 Δεκεμβρίου) κατέγραψε πολλές «πρωτιές» για το ΠΑΣΟΚ: Το κυβερνών κόμμα είχε ποσοστό 31,6% στην πρόθεση ψήφου έναντι 30,6% της Ν.Δ. (όταν ακριβώς ένα χρόνο πριν υπολειπόταν της Ν.Δ. κατά 6,7 ποσοστιαίες μονάδες), προηγούνταν στην παράσταση νίκης κατά 16,2 μονάδες και θεωρούνταν ικανότερο στην αντιμετώπιση συγκεκριμένων θεμάτων, όπως η ένταξη της Ελλάδας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ), ο πληθωρισμός, τα ελληνοτουρκικά και η προώθηση των μεγάλων έργων υποδομής. Παράλληλα, ο Κ. Σημίτης προηγούνταν ως καταλληλότερος πρωθυπουργός με 41,9% έναντι 31,9% του Κ. Καραμανλή.
Η Καθημερινή εξέφραζε την άποψη ότι «η χώρα εισέρχεται στη δίνη πρόωρων εκλογών», τις οποίες άλλωστε ζητούσε επιτακτικά η Ν.Δ.
Κρίνοντας ότι το κλίμα είναι θετικό για το κυβερνών κόμμα, στις 4 Φεβρουαρίου του 2000 ο Κ. Σημίτης ανήγγειλε πρόωρες εκλογές για τις 9 Απριλίου. Το επιχείρημά του ήταν πως «ο τόπος χρειάζεται μια ισχυρή κυβέρνηση με νωπή λαϊκή εντολή για να χειριστεί το θέμα της ένταξης στην ΟΝΕ και τον προσδιορισμό του πλαισίου άσκησης πολιτικής για την ισότιμη και δημιουργική συμμετοχή μας στην Ευρωπαϊκή Ενοποίηση».
Ο Κ. Καραμανλής δήλωσε πως «η χώρα μπαίνει σήμερα στον δρόμο για ένα νέο ξεκίνημα».
Η επίσημη έναρξη της προεκλογικής περιόδου έγινε μετά την υποβολή της αίτησης ένταξης στην ΟΝΕ και την ορκωμοσία του Προέδρου της Δημοκρατίας (ο Κωστής Στεφανόπουλος εξελέγη για δεύτερη πενταετία, με την ψήφο 269 βουλευτών του ΠΑΣΟΚ, της Ν.Δ. και όλων των ανεξάρτητων): Στις 14 Μαρτίου θυροκολλήθηκε το προεδρικό διάταγμα για τη διάλυση της Βουλής και ακολούθησε η εγκατάσταση υπηρεσιακών υπουργών στα υπουργεία Εσωτερικών, Δικαιοσύνης και Τύπου.
Όπως επισημαίνει ο Πάνος Σταθόπουλος, στις εκλογές του 2000 καθιερώθηκαν οι τηλεφωνικές έρευνες, γεγονός που επέτρεπε τη διενέργεια περισσότερων δημοσκοπήσεων και μάλιστα σε πανελλαδική κλίμακα, ενώ έως τότε οι έρευνες διεξάγονταν με τη «μέθοδο της κάλπης» (ή, «πρόσωπο με πρόσωπο», όπως αλλιώς αποκαλούνται), που ήταν μεν πιο αξιόπιστη αλλά και πολύ πιο δαπανηρή σε σχέση με τις τηλεφωνικές, γι’ αυτό και κάλυπταν συνήθως μόνο την περιοχή της πρωτεύουσας*.
Όλες σχεδόν οι δημοσκοπήσεις που διενεργήθηκαν μετά την αναγγελία των εκλογών έδιναν πρώτο στην πρόθεση ψήφου το ΠΑΣΟΚ, αλλά με μικρή διαφορά από τη Ν.Δ. (που κυμαινόταν από 0,3% έως 2,6%). Επίσης, σε όλες τις έρευνες ακολουθούσε το ΚΚΕ (με ποσοστά που κυμαίνονταν από 4,2% έως 5,3%) και έδειχναν να εξασφαλίζουν την είσοδό τους στη Βουλή τόσο ο Συνασπισμός (με ποσοστά από 3,1% έως 4,4%) όσο και το ΔΗΚΚΙ (με ποσοστά από 3,4% έως 5%).
Παράλληλα, το ΠΑΣΟΚ διέθετε την υπεροχή στην παράσταση νίκης και κρινόταν ικανότερο για τη διακυβέρνηση της χώρας. Τέλος, υπήρχε η εκτίμηση ότι το ΠΑΣΟΚ έχει κατά τεκμήριο προβάδισμα στον χώρο των αναποφάσιστων λόγω της χαμηλότερης, σε σχέση με τη Ν.Δ., συσπείρωσης της εκλογικής του βάσης.
Όλα έδειχναν ότι η εκλογική μάχη της 9ης Απριλίου θα ήταν αμφίρροπη και θα κρινόταν στις λεπτομέρειες, με τον Γιάννη Λούλη να δηλώνει: «Οι φετινές εκλογές θυμίζουν τοπίο στην ομίχλη».
Παρά την απαγόρευση δημοσιοποίησης δημοσκοπήσεων 15 μέρες πριν από τη διενέργεια των εκλογών, μέχρι την παραμονή της αναμέτρησης και με σκοπό τη δημιουργία εντυπώσεων νίκης υπήρχαν διαρροές δήθεν «μυστικών γκάλοπ». Ο Σύνδεσμος Εταιρειών Δημοσκοπήσεων και Έρευνας Αγοράς κάλεσε την κοινή γνώμη να μην τα εμπιστεύεται, τονίζοντας ότι «μόνο σύγχυση προκαλούν».
Οι ετεροδημότες που ψήφιζαν σε διαφορετικό τόπο από εκείνον που κατοικούσαν υπολογίζονταν σε 1.255.000. Η οργανωμένη μεταφορά του μεγαλύτερου δυνατού αριθμού τους έγινε βασικός στόχος των δύο μεγάλων κομμάτων. Σύμφωνα με δηλώσεις του Κώστα Λαλιώτη στις 7 Απριλίου, το ΠΑΣΟΚ επρόκειτο να κάνει τη μεγαλύτερη μετακίνηση ψηφοφόρων που έχει κάνει ποτέ κόμμα σε οποιαδήποτε εκλογική αναμέτρηση, υπολογίζοντας ότι «περίπου 250.000 ετεροδημότες θα μετακινηθούν από νομό σε νομό και ότι πάνω από 50.000 απόδημοι θα έρθουν στην Ελλάδα από 20 χώρες και τέσσερις ηπείρους». Από την πλευρά της, η Ν.Δ. μετακίνησε 180.000 ετεροδημότες και αποδήμους. Η επιτροπή αποτίμησης του εκλογικού αποτελέσματος θα απέδιδε, μεταξύ άλλων, την ήττα στην αδυναμία οργάνωσης και κινητοποίησης των ετεροδημοτών.
Σύμφωνα με δημοσίευμα της Καθημερινής, οι εκλογές του 2000 υπήρξαν «οι πιο δαπανηρές στη νεοελληνική ιστορία, με κόστος το οποίο υπολογίζεται στα 40 δισεκατομμύρια δραχμές». Επιπλέον, η εφημερίδα τόνιζε: «Είναι γνωστό ότι εκείνες οι εκλογές “γονάτισαν” οικονομικά τη Νέα Δημοκρατία, η οποία γλίτωσε τη χρεοκοπία χάρη στον υψηλότατο τραπεζικό δανεισμό».
Στις εκλογές του 2000, μία από τις αφίσες του κυβερνώντος κόμματος «διατυμπάνιζε»: «Το ΠΑΣΟΚ έχει μόνο φανερούς οικονομικούς πόρους. Εσάς». Ωστόσο, 8 χρόνια μετά, ο «στρατηγός» Θόδωρος Τσουκάτος ομολόγησε ότι σε εκείνη την αναμέτρηση, ο ίδιος είχε μεταφέρει στα «κρυφά» ταμεία του ΠΑΣΟΚ (είτε απευθείας είτε με τη μέθοδο των «κουπονιών») 12 δισ. δρχ., προερχόμενα από επιχειρηματίες και εταιρείες που με αυτό τον τρόπο τροφοδότησαν την προεκλογική καμπάνια του κόμματος. Επίσης, ο Θ. Τσουκάτος περιέγραψε ότι δαπανήθηκαν «τεράστια» ποσά για μεταφορά ψηφοφόρων «με οποιοδήποτε μεταφορικό μέσο μπορούσε να χρησιμοποιηθεί».
Την Κυριακή 9 Απριλίου, οι κάλπες έκλεισαν στις 7 μ.μ. και ένα λεπτό αργότερα τα τηλεοπτικά κανάλια παρουσίασαν τις πρώτες προβλέψεις, που βασίζονταν στο 70% των αποτελεσμάτων των exit polls που είχαν επεξεργαστεί μέχρι εκείνη τη στιγμή οι εταιρείες δημοσκοπήσεων.
Τα exit polls τριών εκ των πέντε εταιρειών «έδειχναν» ότι κερδίζει ή ότι έχει περισσότερες πιθανότητες να κερδίσει η Ν.Δ., και το ίδιο ίσχυσε όταν ανακοινώθηκαν τα συνολικά αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων που έγιναν έξω από τα εκλογικά κέντρα.
Οι οπαδοί της Ν.Δ. είχαν αρχίσει να πανηγυρίζουν έξω από τα γραφεία της Ρηγίλλης, ενώ ο Κ. Καραμανλής τούς χαιρετούσε χαμογελαστός από το μπαλκόνι. Αντίθετη εικόνα επικρατούσε στα γραφεία του ΠΑΣΟΚ στη Χαριλάου Τρικούπη.
Στα επίσημα αποτελέσματα, η μεγάλη ανατροπή υπέρ του ΠΑΣΟΚ ξεκίνησε όταν άρχισαν να ενσωματώνονται οι ψήφοι από μεγάλες περιφέρειες, όπως η Β΄ Αθηνών, με αποτέλεσμα να αρχίσουν να παίρνουν θάρρος οι οπαδοί του, οι οποίοι βγήκαν στους δρόμους να πανηγυρίσουν όταν, τις πρώτες πρωινές ώρες, επισημοποιήθηκε ότι το κόμμα τους κατάφερε να κερδίσει με διαφορά 72.400 ψήφων – τη μικρότερη μεταξύ πρώτου και δεύτερου κόμματος μετά τη Μεταπολίτευση.
Οι εφημερίδες έκαναν λόγο για «βραδιά θρίλερ» με «απίστευτο σασπένς» που έφερε «στα πρόθυρα νευρικής κρίσης εκατομμύρια Έλληνες» και «δύσκολα είχε αντίστοιχο στην πρόσφατη, τουλάχιστον, παγκόσμια πολιτική ιστορία».
«Παρόλο που έπεσαν μέσα στα όρια της ανώτερης και κατώτερης τιμής, τα exit polls ήταν στην πλειοψηφία τους άστοχα, διότι έδιναν την τάση να κερδίσει η Νέα Δημοκρατία», παραδέχτηκε ο Κώστας Παναγόπουλος (ALCO), αλλά σύμφωνα με τον Ηλία Νικολακόπουλο, «όλα τα exit polls πέτυχαν τα ποσοστά των κομμάτων μέσα στο πλαίσιο του στατιστικού λάθους».
Το θέμα της αναγραφής του θρησκεύματος
Το 2001 ξέσπασε σύγκρουση μεταξύ εκκλησίας και κράτους, όταν η ελληνική κυβέρνηση επιχείρησε, κατόπιν υποδείξεως της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων να αφαιρέσει την αναγραφή του θρησκεύματος από την αστυνομική ταυτότητα των Ελλήνων πολιτών. Ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος αντιτάχθηκε σθεναρά στην απόφαση ισχυριζόμενος ότι προτάχθηκε «από νεο-διανοούμενους που θέλουν τον θρησκευτικό αποχρωματισμό της χώρας μας».
Το ζήτημα τελικά έλαβε διχαστικό χαρακτήρα, καθώς η Εκκλησία παρουσιάστηκε ανυποχώρητη στο αίτημά της, τη στιγμή που ήταν προβλέψιμο ότι η ελληνική έννομη τάξη καθώς και η πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ δεν επέτρεπαν την αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες.
Οργάνωσε δύο μαζικά συλλαλητήρια στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη μαζί με πολλούς επισκόπους της Εκκλησίας της Ελλάδας. Η Εκκλησία αποφάσισε μάλιστα τη συλλογή υπογραφών αιτούμενη τη διενέργεια δημοψηφίσματος για το θέμα. Ο τότε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Κώστας Καραμανλής υπέγραψε κατά τη συλλογή υπογραφών της Εκκλησίας.
Στις 29 Αυγούστου 2001 ο Αρχιεπίσκοπος παρέδωσε τις περίπου 3 εκατομμύρια υπογραφές, κατά τα στοιχεία της Εκκλησίας, στον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο, ο οποίος δεν έκανε δεκτό το αίτημα για δημοψήφισμα. Η απάντηση του Προέδρου της Δημοκρατίας ήταν πως δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για το θέμα των ταυτοτήτων και οι πάντες έχουν υποχρέωση συμμορφώσεως προς τους κανόνες του ισχύοντος δικαίου.
Η στάση του Προέδρου της Δημοκρατίας ήταν πλήρως εναρμονισμένη προς το Σύνταγμα, καθώς δεν προβλέπεται η προκήρυξη δημοψηφίσματος με λαϊκή πρωτοβουλία στο άρθρο 44 του Συντάγματος, άρα ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, δεσμευόμενος από το τεκμήριο αναρμοδιότητας του άρθρου 50, δεν είχε σχετική αρμοδιότητα για την προκήρυξη δημοψηφίσματος, ακόμη και αν συλλέγονταν υπογραφές από τη συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού.
Τελικά, η αναγραφή του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες, ακόμα και σε εθελοντική βάση, όπως ζήτησε τελικά ο Αρχιεπίσκοπος, κρίθηκε αντισυνταγματική από τα ελληνικά δικαστήρια.
Τα μεγάλα έργα υποδομής
Το 2000 το μετρό της Αθήνας έγινε πραγματικότητα και πλήθος πολιτών κατέβαιναν μέχρι το Σύνταγμα και δοκίμαζαν αυτό το νέο μέσο μαζικής μεταφοράς που έμελλε να αλλάξει οριστικά τις μετακινήσεις στην πρωτεύουσα. Ακολούθησε κοσμοπλημμύρα μία ημέρα μετά, όταν σηκώθηκαν τα προστατευτικά κιγκλιδώματα στις εισόδους και χιλιάδες άνθρωποι (σ.σ. ο συνολικός αριθμός την πρώτη ημέρα λειτουργίας εκτιμάται ότι έφθασε το 1 εκατ.) άρχισαν να κάνουν βόλτα με τους συρμούς στο Μετρό της Αθήνας.
Τα έργα ξεκίνησαν το 1992, ωστόσο οι καθυστερήσεις έκαναν αρκετούς κατοίκους να κρατούν «μικρό» καλάθι στο κατά πόσο τελικά η -ταλαιπωρημένη από το κυκλοφοριακό- Αθήνα θα αποκτούσε τελικά το δικό της Μετρό.
Ήταν στις 27 Μαρτίου του 2001, ο τότε πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης εγκαινίαζε τον Διεθνή Αερολιμένα Αθηνών «Ελ. Βενιζέλος» στα Σπάτα.
Εκλεινε ένας ρομαντικός κύκλος με το αεροδρόμιο του Ελληνικού - που εξυπηρετούσε την Αθήνα επί 60 συναπτά έτη - και ξεκινούσε ένας καινούργιος, σύγχρονος.
Ηταν η εποχή που τα μεγάλα έργα υποδομών ήταν στις προτεραιότητες της τότε κυβέρνησης με πρωθυπουργό τον Κ. Σημίτη και υπουργό ΠΕΧΩΔΕ τον Κώστα Λαλιώτη. Ηταν η εποχή που η ΝΔ ως αξιωματική αντιπολίτευση με ηγέτη τον Κώστα Καραμανλή κατηγορούσε την κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ για «μακέτες» και ο Κ. Σημίτης απαντούσε «είναι μακέτο τούτο το έργο;». Το Ελ. Βενιζέλος είχε εγκαινιάσει δύο φορές ο Κώστας Σημίτης.
Στις 5 Σεπτεμβρίου 1996, έκανε την τελετή θεμελίωσης του Ελ. Βενιζέλος. Οι εργασίες κατασκευής του αεροδρομίου ολοκληρώθηκαν 51 μήνες αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 2000, πέντε μήνες νωρίτερα από το χρονοδιάγραμμα. Ύστερα από ένα πεντάμηνο δοκιμών, το αεροδρόμιο εγκαινιάστηκε στις 27 Μαρτίου 2001 και πάλι από τον κ. Κων. Σημίτη.
Στα πανηγυρικά εγκαίνια εκτός φυσικά από τον πρωθυπουργό, τους υπουργούς, τους εκπροσώπους των κομμάτων της αντιπολίτευσης, ήταν παρόντες ο τότε πρόεδρος της Δημοκρατίας ο Κωστής Στεφανόπουλος, ο τότε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών ο μακαριστός πλέον Χριστόδουλος, επιχειρηματίες, καλλιτέχνες, αθλητές.
Το 2003, τρία τμήματα της Αττικής Οδού συνολικού μήκους 21χλμ. εγκαινίασε το μεσημέρι της Κυριακής ο υπουργός ΠΕΧΩΔΕ, Κώστας Λαλιώτης. Τα τμήματα αυτά δόθηκαν χωρίς οικονομική επιβάρυνση διοδίων έως το Πάσχα. Μετά τις γιορτές, σύμφωνα με τον κ. Λαλιώτη, θα υπάρξει «συμβολική» επιβάρυνση 200 δρχ. για τα οχήματα που θα διέρχονται την Αττική Οδό.
Η Γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου είναι καλωδιωτή γέφυρα που ολοκληρώθηκε το 2004 μεταξύ του Ρίου και του Αντιρρίου, που συνδέει την Πελοπόννησο με τη δυτική ηπειρωτική Ελλάδα και προς τα πάνω με το υπόλοιπο της Ευρώπης.
Κατασκευάστηκε από την Γαλλική εταιρία Vinci. Το μήκος της γέφυρας που στηρίζεται σε τέσσερις πυλώνες, ανέρχεται στα 2.280 μέτρα, ενώ μαζί με τις προσβάσεις φτάνει γύρω στα 2.880 μέτρα. Η γέφυρα αναπτύχθηκε και ολοκληρώθηκε, παρά τις δυσμενείς περιβαλλοντικές συνθήκες, ενώ το μέγιστο βάθος θεμελίωσης φθάνει τα 65 μέτρα υπό την επιφάνεια της θάλασσας.
Πρόκειται για μία καλωδιωτή γέφυρα, οι αντοχές της οποίας είναι εντυπωσιακές. Σχεδιάστηκε και κατασκευάστηκε με προδιαγραφές να αντέξει σε σεισμό μεγαλύτερο από αυτόν που σημειώθηκε στις 17 Αυγούστου 1999 στο Ισμίτ της Τουρκίας, ο οποίος ήταν μεγέθους 7,4 της Κλίμακας Ρίχτερ. Έχει υπολογιστεί, επίσης, πως αντέχει σε ενδεχόμενη σύγκρουση τάνκερ εκτοπίσματος 180.000 τόνων, καθώς και σε ταχύτητα ανέμου 265 χλμ/ώρα, ταχύτητα που αντιστοιχεί σε τυφώνα Κατηγορίας 5, το ανώτατο δυνατό επίπεδο στην Κλίμακα Σαφίρ-Σίμπσον.
Τέλος, η γέφυρα είναι σχεδιασμένη να απορροφά πιθανές μετατοπίσεις μεταξύ δύο βάθρων, σε οποιαδήποτε κατεύθυνση. Η γέφυρα περιλαμβάνει και πεζόδρομο/ποδηλατόδρομο η χρήση των οποίων απαλλάσσεται πληρωμής διοδίων. Στις 25 Μαΐου 2007 σε ειδική τελετή προ του κτιρίου της Διοίκησης της Ζεύξης ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας «βάπτισε» την εν λόγω γέφυρα σε «Γέφυρα Χαρίλαος Τρικούπης», προβαίνοντας στη συνέχεια στα αποκαλυπτήρια εικαστικού έργου με τη μορφή του Χ. Τρικούπη.