Ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος και η ιστορία του είναι παράδειγμα προς μίμηση
Ένας από τους πιο μεγάλους Μυστικούς της Εκκλησίας μας
Η ορθόδοξη θεολογία δεν αποτελεί απλώς ένα θεωρητικό σύστημα ούτε υφίσταται για να ικανοποιεί τη διάνοιά μας. Αντίθετα, είναι βιωματική, αποτελεί τρόπο ζωής και συνιστά μέθεξη με τη Θεότητα, οδηγώντας στην κατά χάριν θέωση.
Αυτό είναι και το χαρακτηριστικό που τη διαχωρίζει από τη δυτική και γενικά αιρετική θεολογία, η οποία ικανοποιεί διανοητικά σχήματα και δίνει την ψευδαίσθηση μιας δήθεν πληρότητας της αλήθειας, οδηγώντας έτσι από κακοδοξία σε κακοδοξία και από αίρεση σε αίρεση. Αντίθετα, η θεολογία της Εκκλησίας μας, προσεγγίζεται ως εκκλησιαστικό βίωμα και ως φυσικός τρόπος ύπαρξης. Δεν περιορίζεται στη διδασκαλία της αλήθειας, αλλά την μετατρέπει σε μια μεταμόρφωση των πιστών, μέχρι το σημείο να αποκτήσουν θεοπτία και ζωντανή αίσθηση των ακτίστων ενεργειών του Θεού στην καθημερινή τους ζωή. Αυτό το γεγονός το βίωσαν οι άγιοι της Εκκλησίας μας.
Διαβάστε επίσης: Αυτός ο Άγιος είναι ο νοικοκύρης του σπιτιού. Aν τον παρακάλεσεις με την καρδιά σου μπορεί να σε σώσει να μή αποθάνεις
Ένας από εκείνους που αξιώθηκε να δει το άκτιστο φως του Θεού με τα σωματικά του μάτια είναι ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, ένας από τους σημαντικότερους Πατέρες και Θεολόγους της Εκκλησίας μας. Γεννημένος το 957 στη μικρασιατική πόλη Γαλάτεια της Παφλαγονίας, το βαπτιστικό του όνομα ήταν Γεώργιος. Οι ευγενείς γονείς του φρόντισαν να του προσφέρουν υψηλού επιπέδου παιδεία, καθώς στόχευαν σε υψηλά κρατικά αξιώματα για εκείνον. Σε ηλικία έξι ετών, στάλθηκε στην Κωνσταντινούπολη για σπουδές. Σύντομα αναδείχθηκε σε σημαίνουσα προσωπικότητα της Βασιλεύουσας. Με τη βοήθεια ενός θείου του, ευγενούς, ορίστηκε σπαθαροκουβιλάριος, με τη δυνατότητα να ανέλθει σε συγκλητικό. Εκπληρώνει τα καθήκοντά του με επιτυχία και ταπείνωση, χωρίς να εντυπωσιάζεται από τη λάμψη της κοσμικής εξουσίας, ούτε σχεδίαζε να περάσει όλη του τη ζωή ανάμεσα στους μωροφιλόδοξους ευγενείς.
Η γνωριμία και η πνευματική σχέση του με τον άγιο Συμεών τον Ευλαβή του στούντιον, αλλάζει ριζικά τη ζωή του. Μετά τον θάνατο του Νικηφόρου Φωκά το 969, εγκαταλείπει τη θέση του και αποσύρεται στην περίφημη Μονή για να βρεθεί κοντά στον πνευματικό του. Ωστόσο, ο Συμεών δεν συμφωνεί, καθώς ήταν μόλις 14 ετών, και τον συμβουλεύει να επιστρέψει στη θέση του.
Σε ηλικία 20 ετών, ο Συμεών δέχεται μια ξεχωριστή ευλογία από τον Θεό. Ένα βράδυ, ενώ προσευχόταν ένθερμα, το δωμάτιό του γέμισε από εκτυφλωτικό και ανεξήγητο φως. Ο Συμεών έπεσε σε έκσταση, νιώθοντας σαν να ανυψώθηκε στον ουρανό. Μια ανεξήγητη χαρά πλημμύρισε την ψυχή του από τη θεία οπτασία. Έσπευσε να αφηγηθεί την εμπειρία του στον πνευματικό του και τον παρακάλεσε να τον δεχτεί κοντά του. Εκείνος αρνήθηκε ξανά, πιθανώς με θεία έμπνευση, ώστε να ενισχυθεί ακόμα περισσότερο η θέληση του μαθητή του.
Στα 26 του χρόνια, επαναλήφθηκε η θαυμαστή οπτασία. Εκείνη την περίοδο, του είχε ανατεθεί μια υπηρεσιακή αποστολή στην πατρίδα του. Πριν φύγει, ενημέρωσε τον πνευματικό του για τη νέα οπτασία. Ο πνευματικός του αποκάλυψε ότι ήταν σε ηλικία κατάλληλη για μοναχικό βίο, και η χαρά του ήταν μεγάλη. Πραγματοποίησε το ταξίδι του και ανακοίνωσε στους γονείς του την πρόθεσή του να γίνει μοναχός. Εκείνοι αντέδρασαν έντονα, προσπαθώντας να τον μεταπείσουν, καθώς έβλεπαν μια λαμπρή καριέρα να εκτυλίσσεται μπροστά του. Ωστόσο, ο ίδιος παρέμεινε ανένδοτος και αποσύρθηκε στη Μονή του Στουδίου, όπου εκάρη μοναχός και πήρε το όνομα του πνευματικού του, Συμεών.
Η στιγμή των πειρασμών και η πορεία στην αγιότητα
Αλλά οι πειρασμοί δεν άργησαν να εμφανιστούν. Η αφοσίωσή του στον πνευματικό του προκάλεσε τον φθόνο των συμμοναστών του, καθώς έπρεπε να υπακούει μόνο στον ηγούμενο Πέτρο. Έτσι, αναγκάστηκε να φύγει και εγκαταστάθηκε στην παρακείμενη Μονή του Αγίου Μάμαντα του Ξηροκέρκου, με ηγούμενο τον ευλαβή Αντώνιο. Ο πατέρας του ήρθε με μέλη της συγκλήτου για να τον πείσουν να επιστρέψει στον κόσμο. Ο ίδιος αρνήθηκε ξανά, βλέποντας παράλληλα και τέταρτη θεία οπτασία. Όταν ήταν 29 ετών και ο ηγούμενος κοιμήθηκε, εξελέγη ηγούμενος της Μονής, ύστερα από απαίτηση της αδελφότητας και τη σύμφωνη γνώμη του Πατριάρχη Νικολάου Β΄ του Χρυσοβέργη. Κατά τη διάρκεια της χειροτονίας του σε πρεσβύτερο, είχε και πέμπτη θεία οπτασία.
Ως ηγούμενος της Μονής του Αγίου Μάμαντα, ο Συμεών κλήθηκε να αντιμετωπίσει ποικίλα προβλήματα, από τις οικοδομικές εργασίες της Μονής μέχρι την πνευματική καλλιέργεια της αδελφότητας. Ως νηπτικός μοναχός και μυστικός θεολόγος, μιλούσε για τον «θείο έρωτα» και την έλλαμψη του «θείου φωτός». Οι μοναχοί, μη κατανοώντας τον, τον θεώρησαν αιρετικό και στράφηκαν εναντίον του. Ορισμένοι απευθύνθηκαν στον Πατριάρχη ζητώντας την καθαίρεσή του, ωστόσο εκείνος τον κήρυξε αθώο. Ο Συμεών παρέμεινε στη θέση του ηγουμένου για 25 χρόνια. Το 1013, σε ηλικία 57 ετών, παρέδωσε την ηγουμενία στον μαθητή του Αρσένιο και αποσύρθηκε σε κοντινό ησυχαστήριο, αφιερώνοντας τον χρόνο του στην άσκηση και το συγγραφικό έργο. Παρά ταύτα, ο μητροπολίτης Νικομήδειας Στέφανος κατάφερε να πείσει τον Πατριάρχη να τον εξορίσει στην περιοχή της Χρυσούπολης, λόγω της αγιότητας που του απέδιδε. Κατοίκησε σε ένα ερημοκκλήσι της Αγίας Μαρίνας, όπου κοιμήθηκε ειρηνικά το 1037, σε ηλικία 80 ετών, έχοντας προβλέψει τον θάνατό του. Η μνήμη του τιμάται στις 12 Νοεμβρίου.
Ο Άγιος Συμεών απέκτησε τον τίτλο του νέου θεολόγου, καθώς ανήκει στους μεγάλους διδασκάλους της Εκκλησίας μας. Συγκαταλέγεται στους μυστικούς θεολόγους, έχοντας καλλιεργήσει και βιώσει τη μυστική θεολογία ως θεοπτία. Τα έργα του, «Ύμνοι Θείων Ερώτων», «Κατηχήσεις» και «Πρακτικά και Θεολογικά Κεφάλαια», αποτέλεσαν τη βάση της μετέπειτα μυστικής θεολογίας και της πνευματικής ζωής των πιστών.