Αδελφοκτονία στη Νέα Σμύρνη: «Δεν ήθελα να τον σκοτώσω, ήταν ατύχημα» - Τα πρώτα λόγια του 18χρονου δράστη (video)
Στη φυλακή οδηγήθηκε μετά την απολογία του ο 18χρονος ο οποίος σκότωσε τον 16χρονο αδελφό του
Στη φυλακή οδηγήθηκε μετά την απολογία του ο 18χρονος ο οποίος σκότωσε τον 16χρονο αδελφό του με ψαλίδι το βράδυ της Τρίτης (26/12) στο διαμέρισμα τους στη Νέα Σμύρνη.
Η απολογία του διήρκησε περίπου δυο ώρες και καθυστέρησε αρκετά αφού νωρίτερα κατέθεσαν ως μάρτυρες υπεράσπισης οι συγγενείς του, η μαμά του, η γιαγιά του αλλά και η σύντροφος του.
Ο 18χρονος επανέλαβε όσα υποστηρίξει και προανακριτικά υποστηρίζοντας πως ο αδελφός του του έριξε δύο γροθιές στο πρόσωπο και εκείνος πήρε το ψαλίδι και τον χτύπησε για να αμυνθεί. Μάλιστα, φέρεσαι να είπε πως δεν ήθελε να του κάνει κακό και πως πρόκειται για ένα ατύχημα.
Οι ισχυρισμοί του δεν έπεισαν ανακρίτρια και εισαγγελέα που έκριναν πως πρέπει να κρατηθεί προσωρινά για τις κατηγορίες της ανθρωποκτονίας από πρόθεση και της παράνομης οπλοχρησίας που του αποδίδονται.
Ο 18χρονος αδελφοκτόνος αναφέρει πως δεν είχε προσχεδιάσει τη δολοφονία και στη συνέχεια κάνει «βουτιά» στο «βασανισμένο», όπως είπε, παρελθόν του επιχειρώντας να αποδώσει τη συμπεριφορά του, στο διαζύγιο των γονέων του.
«Δεν είχα προσχεδιάσει την ενέργειά μου για να εξοντώσω τον αδελφό μου και ενδεικτικά σας αναφέρω τα εξής: Είμαι ένα πονεμένο παιδί από τα πρώτα έτη τις ζωής μου καθώς οι παραστάσεις που ζούσα καθημερινά αλλά και το διαζύγιο που τελικά επήλθε μεταξύ των γονέων μου με επηρέασε τόσο εμένα, όσο και τον μικρότερο αδελφό μου στην διαμόρφωση της προσωπικότητας μας στην ευαίσθητη ηλικία που τότε ήμουν ανήλικος. Σήμερα είμαι σχεδόν 18 ετών, πρόσφατα ενηλικιώθηκα και είναι αληθές πως δεν είχα προσχεδιάσει την ενέργειά μου, αλλά ούτε και υπάρχουν προπαρασκευαστικές μου πράξεις που να δηλώνουν ότι επιθυμούσα τον φόνο του αδελφού μου».
Αναφέρεται στη σύντροφο του την οποία χαρακτηρίζει επίσης «βασανισμένο παιδί» που τον βοήθησε να ξεπεράσει τον χωρισμό των γονέων του και στο ταξίδι που σχεδίαζαν για τις ημέρες των εορτών: «Υπεραγαπώ ακόμη τον μικρότερο αδελφό μου και δεν μπορώ να συνειδητοποιήσω πως έχει φύγει από την ζωή. Νομίζω ότι ζει. Δεν διανοούμαι ότι υπαίτιος είμαι εγώ που άθελά μου, ύστερα από έντονο τσακωμό που είχαμε την περασμένη Τρίτη στο πατρικό μου σπίτι στην Ν. Σμύρνη ενώπιον της γιαγιάς μου, της μητέρας μου και της συντρόφου μου, η οποία και εκείνη είναι ένα παιδί βασανισμένο και έτσι ταιριάξαμε και αγαπιόμαστε εδώ και αρκετό χρονικό διάστημα.
Μάλιστα είναι εκείνη που ένιωθα όταν είμαι μαζί της πως ξεπερνάω τον χωρισμό των γονιών μου, καθώς μου συμπεριφέρεται με στοργή και αγάπη και τα αισθήματά μας είναι αμοιβαία, διακατεχόμενα από αλήθεια και αγάπη.
Προσπαθούσα το τελευταίο διάστημα και είχαμε αποφασίσει κιόλας να μεταβούμε σε σύντομο ταξίδι για τις διακοπές των Χριστουγέννων για να ηρεμήσουμε από όλη την ένταση των ημερών ύστερα από τον κόπο που είχαμε κάνει και επιτύχαμε να συγκεντρώσουμε λιγοστά χρήματα από τις εργασίες μας και εγώ και η σύντροφός μου που όμως κάλυπταν τα απαραίτητα έξοδά μετάβασής μας για λίγες ημέρες».
Ο 18χρονος ξεκινά να αναφέρεται στον άγριο καυγά: «Την περασμένη Τρίτη λοιπόν, ο μικρότερος αδελφός μου όπως συνήθιζε να με πειράζει αλλά και να με χτυπάει πολλές φορές διότι και εκείνος ένιωθε συναισθηματικά κενά όπως και εγώ από τις πολύ δύσκολες στιγμές που έχουμε περάσει μαζί ως ανήλικοι, άρχισε πρώτος να με γρονθοκοπεί στο πρόσωπό μου και ύστερα στο χειρουργημένο μου αριστερό χέρι για να μου πάρει μια μπλούζα, μια ασήμαντη αφορμή για όλους θα πείτε, αλλά για μένα μια μπλούζα που όμως μου την είχε κάνει δώρο η κοπέλα μου, είχε πολύ σημαντική συναισθηματική αξία.
Είχε και εκείνος κοπέλα, του έλειπε, ήταν μακριά εκείνο το διάστημα, ίσως είδε εμένα με την δική μου και ζήλεψε δεν ξέρω, δεν τον κατηγορώ, τον αγαπώ. Δεν μπορώ να φανταστώ ότι δεν είναι δίπλα μου έστω και ξύλο που μου ‘ρίχνε ή του έριχνα και μετά τα βρίσκαμε πάντα. Μάλιστα τις γιορτές είχε έρθει και ο μπαμπάς μου να μας πάρει να βγούμε μαζί που όντως έγινε. Τίποτε δεν ήταν προσχεδιασμένο πιστέψτε με λέω αλήθεια.
Γνωρίζω ότι αυτό που έκανα ήταν πολύ κακό, αλλά δεν μπορώ να το συνειδητοποιήσω. Πάντοτε τσακωνόμαστε για τέτοια ζητήματα, εγώ, εσύ, ποιος είναι καλύτερος και όλες αυτές οι ανοησίες που όμως για μας ήταν σημαντικά. Η μητέρα μου γνωρίζει πόσες φορές έχουν γίνει ομηρικοί καβγάδες μεταξύ μας και η γιαγιά μας.
Δεν ήθελα να τον σκοτώσω. Πιστέψτε. Σας ικετεύω. Είμαι ράκος ψυχικά, όντως ισχύουν οι συχνοί καυγάδες που άκουγε η γειτονιά, μέχρι όμως ένα σημείο, εκείνη την ημέρα όμως έγινε κάτι το οποίο δεν είχα καμία ανθρωποκτόνο πρόθεση εναντίον του αδελφού μου.
Ζητώ από τον Θεό πρώτα συγγνώμη και μετά από εσάς. Δεν είμαι ούτε στυγνός δολοφόνος, ούτε έχω προκαλέσει ποτέ κακό σε κανέναν πολλώ δε μάλλον δεν ήθελα στον δικό μου άνθρωπο να κάνω».
Ο τσακωμός μας εκείνη την ημέρα μου προκάλεσε μεγάλο πόνο, ήταν ένα δυνατό παιδί και παρά τις παρακλήσεις μου να σταματήσει αυτός συνέχιζε και μου προκαλούσε οργή, ενώ εγώ δεν μπορούσα να αντιδράσω διότι είχα σπασμένο το αριστερό μου χέρι, (έχω υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση και είναι σε γύψο), ενώ μετά την πράξη μου, στην οποία και πάλι σας δηλώνω αληθώς ενώπιον σας κυρία Πρόεδρε πως αμέσως προσέτρεξα να του παράσχω τις πρώτες βοήθειες, καθώς δεν είχα προμηθευθεί από πουθενά αυτό το ψαλίδι που τελικά κόστισε την ζωή του αδελφού μου, απλά το βρήκα τυχαία πάνω στο κρεβάτι και θέλοντας να τον πονέσω και εγώ όπως έκανε και εκείνος αμύνθηκα στην επίθεσή του, όμως ακόμη δεν πιστεύω πως ένα χαρτοκοπτικό ψαλίδι στέρησε την ζωή στον αδελφό μου».
Καταλήγοντας ο 18χρονος αναφέρεται στην κακιά στιγμή και σε όσα συνέβαιναν στο παρελθόν: «Όσα δεν φέρνει ο χρόνος όλος τα φέρνει η κακιά η στιγμή, που βέβαια υπήρξαν αρκετές μεταξύ εμού και του αδελφού μου, τσακωμοί, χτυπήματα, μετάβαση στα αστυνομικά τμήματα, ζηλοφθονίες για ασήμαντες αφορμές, αλλά και μια καταρρακωμένη ψυχολογική μας κατάσταση.
Οι γονείς μου παρόλα τα προβλήματα στην σχέση τους προσπάθησαν και θέλησαν να με βοηθήσουν, τόσο η κακόμοιρη η μάνα μου, αλλά όσο και ο πατέρας μου προσφεύγοντας άλλοτε στην Εισαγγελία ανηλίκων και άλλοτε στα νοσοκομεία και στους ψυχολόγους που ανάλογα πιστοποιητικά σας προσκομίζω.
Ενδεικτικά ανάμεσα στα έγγραφα σας προσκομίζω την από 03-09-2013 γνωμάτευση της κοινωνικής λειτουργού, της Ψυχολόγου και της Ειδικής Παιδαγωγού, στην οποία γνωμάτευση αναφέρεται πως σε ψυχοσυναισθηματικό επίπεδο φαίνεται, ότι «έχει δυσλεξία και διαταραχή της δραστηριότητας και της προσοχής» και δηλώνουν στο έγγραφο πως «είναι αναφαλής και με έντονο άγχος έχει έναν μικρότερο αδερφό με τον οποίο διαφαίνεται από περιγραφή πολλών περιστατικών ότι έχει αδελφικό ανταγωνισμό συχνές συγκρούσεις και επιθετική συμπεριφορά από τους δυο τους».
Οι ισχυρισμοί του δεν έπεισαν ανακρίτρια και εισαγγελέα που έκριναν πως πρέπει να κρατηθεί προσωρινά για τις κατηγορίες της ανθρωποκτονίας από πρόθεση και της παράνομης οπλοχρησίας που του αποδίδονται.
Ολοκληρώνοντας την απολογία του ο αδελφοκτόνος, επικαλέστηκε το άρθρο 144 του Ποινικού Κώδικα που αφορά στο ελαφρυντικό της μετεφηβικής ηλικίας αναφέροντας πως «ο νομοθέτης με διάταξη του στον Ποινικό Κώδικα προβλέπει επιεικέστερη αντιμετώπιση σε όσους έχουν συμπληρώσει το 18ο μέχρι το 25ο έτος της ηλικίας τους, τους οποίους ονομάζει «νεαρούς ενήλικες».
Το ελαφρυντικό της μετεφηβικής ηλικίας εφόσον γίνει δεκτό από το δικαστήριο παρέχει μια ιδιαίτερα ευνοϊκή ποινική αντιμετώπιση για τον παραβάτη» τονίζοντας πως ελπίζει στην επιείκεια της κυρίας Ανακρίτιριας και του Εισαγγελέα καθώς όπως είπε: «Η μάνα μου δεν αντέξει αν μπω στην φυλακή, δεν θα επιβιώσει θα διαλυθούμε, το ίδιο και ο πατέρας μου. Έστω και με τους πιο αυστηρούς περιοριστικούς όρους που μπορείτε να επιβάλλετε σε εμένα θα τους τηρώ απαρέγκλιτα κυρία Ανακρίτρια, έχω μόνιμη κατοικία, δεν είμαι δολοφόνος, σας εξήγησα πως συνέβη το τραγικό συμβάν, είμαστε μια μικροαστή οικογένεια και εάν ήθελα να δραπετεύσω θα το είχα κάνει άλλωστε είχα και εισιτήρια. Δεν σχεδίασα ποτέ κάτι δεν είχα προμελέτη και ζητώ συγγνώμη από όλους. Σας παρακαλώ μην καταστραφώ στην φυλακή, βοηθήστε με».