Πέμπτη, 28 Μαρτίου 2024

Δίκη για την πυρκαγιά στο Μάτι: «Μαμά καίγομαι, σώσε με! Μας εγκατέλειψαν και είπαν ότι όλα τα έκαναν καλά» - Ανατριχιαστική κατάθεση (Video)

Φωτογραφίες των θυμάτων έβαλαν οι συγγενείς τους στο δικαστήριο

8 Δεκεμβρίου 2022 12:33
Δίκη για την πυρκαγιά στο Μάτι: «Μαμά καίγομαι, σώσε με! Μας εγκατέλειψαν και είπαν ότι όλα τα έκαναν καλά» - Ανατριχιαστική κατάθεση (Video)
Από ATHENSMAGAZINE TEAM

Με δάκρυα στα μάτια και με έντονη συγκίνηση γυναίκα που επέζησε από τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι περιέγραψε σήμερα στο δικαστήριο όσα υπέστη ίδια και ο 5,5 ετών γιος της εκείνη την ημέρα, όταν και οι δυο βρίσκονταν για διακοπές στην Ελλάδα. Παράλληλα, συγγενείς θυμάτων τοποθέτησαν φωτογραφίες τους στα έδρανα του ακροατηρίου στην αίθουσα τελετών του Εφετείου της Αθήνας.

«Μαμά, μαμά καίγομαι» ήταν τα λόγια του ανήλικου γιου της, ο οποίος την καλούσε σε βοήθεια, όμως εκείνη δεν μπορούσε να τον προστατεύσει διότι και εκείνη είχε υποστεί εκτεταμένα εγκαύματα και έχει μάλιστα μπροστά της, όπως είπε, πολλά χειρουργεία ακόμη.

«Με το σύζυγό και το γιο μου ήρθαμε από το Ντουμπάι για να μην καούμε και τελικά ήρθαμε εδώ και καηκαμε ζωντανοί» είπε η Κάλλι Αναγνωστου περιγράφοντας την πύρινη κόλαση της 18ης Ιουλίου αλλά και όσα βίωσε η ίδια και ο 4,5 τότε ετών γιος της και δυο εγκαυματίες.

«Είμαστε αγκαλιά με το γιο μου και συζητούσαμε για την εξαφάνιση των ειδών. Του είχα υποσχεθεί ότι θα πάμε στο Πλανητάριο κατά τις πέντε και ξύπνησα από τους καπνούς. Όπως ήμουν με το παιδί στην αγκαλιά και κοιτούσα το κινητό για συμβάν κοντά στη περιοχή μας. Δεν ήταν η πρώτη φορά που έγιναν γεγονότα στην περιοχή.

Ήταν η πρώτη φορά που δεν ήρθε κανένας. Κάποια στιγμή κατά τις έξι παρά κατέβηκα κάτω. Έριξα μια ματιά από τα παράθυρα και έβλεπα μια μαυρίλα. Δεν υπήρχε σειρήνα, πυροσβεστικό αστυνομία τίποτα. Εμεις δεν ξέραμε τίποτα, ήταν ο πεθερός μου και εκείνος ανήσυχος. Καναμε βόλτα γύρω από το σπίτι. Μονο μαυρίλα.

Καποια στιγμή στη βεράντα έβλεπα πράγματα να πετάνε. Κάηκε το χέρι μου που έπεσε ένα μεγάλο κομμάτι στάχτης. Το μόνο που άκουσα ήταν ο δήμαρχος Ραφήνας ότι η φωτιά πάει στο Διόνυσο και οι κάτοικοι να μη βγουν» περιέγραψε.

Ακολούθησαν λεπτά έντονης ανησυχίας, με τη γυναίκα να παίρνει τηλέφωνα παντού προκειμένου αν δει τι να κάνει για να σωθεί εκείνη και η οικογένεια της. «Τα τηλέφωνα είτε δεν απαντούν είτε βουιζουν. Κατά τις έξι και πέντε ξύπνησε το παιδί και τότε κόπηκε το ρεύμα. Από ένστικτο ανέβηκα επάνω και πήρα ρούχα για το παιδί. Έριξα μια ματιά έξω και είδα το μαύρο σύννεφο είχε φτάσει σε εμάς.

Είδα τεράστιες φλόγες δεξιά μου και φώναξα το παιδί μου. Καιγόμαστε! Κλάματα! Δεν μπορεί να γίνεται αυτό! Είναι ταινία! Είναι όνειρο! Είναι εφιάλτης. Ήταν ο δικός μου εφιάλτης. Φώναξα στο παιδί μου «Κωνσταντίνε φεύγουμε τώρα!». Κανένας δεν μας είπε να φύγουμε. Να μη ζήσει το παιδί μου αυτό που έζησε.

Αρχιζει να ουρλιάζει «μαμά μου θα κάνουμε; Μαμά μου θα πεθάνουμε; Και εγώ να του λέω ντύσου θα φύγουμε. Δεν έχουμε επιλογή. Τις φλόγες τις βλέπαμε στα δέντρα γύρω μας. Έξι και τέταρτο. Το ρολόι που φορούσα είχε μέταλλο και μου έκαψε το δέρμα μας. Με πάγωσε περισσότερο η θέα από τις φλόγες που έρχονταν πάνω μου».

Ξεσπώντας σε λυγμούς, είπε «μπορεί κανείς να συνειδητοποιήσει τη φρίκη; Κανένας. Γιατι δεν ήταν εκεί. Εμεις είμαστε εκεί και το ζήσαμε. Ξαφνικά το παιδί φωναζι μαμά! Και πέφτουμε και οι δύο κάτω και αρχίζει να ουρλιάζει! «Μαμά καίγομαι!!! Συνειδητοποίησα δεν είχε βάλει τη μπλούζα του. Καίγεται το δέρμα του και έχω βάλει τα νύχια μου μέσα στο σώμα του. Φωνάζω συνέχεια. Μην κοιτάς τίποτα μόνο τρέξε.

«Μαμά καίγομαι, σώσε με! Μας εγκατέλειψαν και είπαν ότι όλα τα έκαναν καλά»

Βρισκόμαστε ανάμεσα στο δρόμο...Όπως τρέχουμε λιώνουν τα πόδια του και εγώ δεν μπορώ να του πω τίποτα. Φωνάζει «μαμά βοηθά με, μαμά σώσε με». Εγώ δεν τον πήρα αγκαλιά γιατί αν το έκανα αυτό, θα είμαστε οι πρώτοι που θα εύρισκαν αγκαλιά. Ήμασταν μόνοι μας και καιγόμαστε. Η μόνη φωνή και τα ουρλιαχτά ήταν του παιδιού μου. Μια φωνή που την έχω μέσα μου ακομα και τώρα φοβάμαι να τον πάρω αγκαλιά».

Συνεχίζοντας την περιγραφή της, η Κάλλι Αναγνώστου περιέγραψε λεπτό προς λεπτό την προσπάθεια της να φτάσει σε ασφαλές σημείο με το γιο της. «Κάποια στιγμή όπως τρέχαμε είδαμε προβολείς. Ήταν ο γιος ενός γείτονα και θεώρησε ότι ήταν πυροσβέστες, αλλά είδε και μια μικρή σκιά. Εγώ πέθαινα ήδη… Είχα πάρει μεγάλο φορτίο. Ενιωθα τις φλέβες μου να χτυπάνε ακανόνιστα λες και ήθελαν όλα να βγουν από το σώμα.

Μας κατεβάζει κάτω και βλέπαμε μόνο καπνούς και πύρινες μπάλες. Μας αφήνει και μας είπε ότι πρέπει να φύγει. Με το που κλείνω την πόρτα του αυτοκινήτου λιποθύμησα για πρώτη φορά. Με παίρνει ο πεθερός μου να με ανεβάσει σε ένα τραπέζι και να πάει να βρει νερό. Δεν ήταν εύκολο.Ειχαν φύγει όλοι σαν τρελοί.

Καιγόμαστε σαν τα ποντίκια και φύγαμε σαν τα ποντίκια. Βρηκε ένα μπουκάλι και μου έδωσε λίγες σταγόνες.Εκεινη την ώρα λιποθύμησα και άλλες φορές μετά. Με έσυρε. Με έβαλε πάνω στην πλάτη του. Η πεθερά μου πήρε τον μικρό και πήγαν σε έναν κολπίσκο. Ευτυχώς ήταν μια τουρίστρια και τύλιξε τα ποδαράκια του και αυτό τον βοήθησε.

Αν δεν ήταν εκείνη το παιδί μου θα το είχα χάσει. Στην καλύτερη περίπτωση θα είχε χάσει τα πόδια και τα χέρια του. Μου ζητά βοήθεια. Δεν μπορούσα να του μιλήσω, αλλά δεν ήθελα να καταλάβει ότι πέθαινα. Ο κόσμος ούρλιαζε για βοήθεια και να μην έρχεται η βοήθεια. Δεν υπήρχαμε έως τότε. Όμως δεν υπήρχαμε ούτε και μετά στη ουσία..Αμελητέες οι δικές μας οι απώλειες. Τα παιδιά να ουρλιάζουν».

«Δεν ήθελα να με δει το παιδί να πεθαίνω μπροστά του»

Η θάλασσα ήταν το «γιατρικό» της Κάλλις Αναγνωστου, που όταν την είδα μπροστά της είπε να μπει μέσα. «Είδα τη θάλασσα και είπα να μπω να δροσιστώ αλλά δεν ήθελα να με δει το παιδί μου να πεθαίνω μπροστά του. Είχαμε ένα μπουκάλι νερό και μοιράζαμε τις σταγόνες. Ο σύζυγος μου που ήταν έξω προσπαθούσε να μας βρει. Μίλησε με τον πεθερό μου και του είπε καιγόμαστε. Με ρώτησε αν ήθελα να του μιλήσω.Τι να του πω;

Ότι το παιδί ήταν καμένο και δεν τον προστάτευσα; Κάποια στιγμή ήρθαν πυροσβέστες. Έδωσα τον Κωνσταντίνο και εκείνος φώναζε «θέλω τη μαμά μου». Προσπαθησαν να πάρουν και εμένα αλλά είχα τόσο καεί, είχα ανοίξει και δεν μπορούσαν να με πιάσουν από πουθενά. Πάλευα να ανέβω. Τα πόδια μου ήταν γεμάτα υγρό.

Το μόνο που έκανα κάθε φορά που ανάσαινα ήταν να νιώθω τις στάχτες μέσα μου. Ανέβηκα επάνω και δεν τους είδα πουθενά. Είχαν φύγει. Ρώτησα έναν κύριο που είναι το παιδί μου. Κανένας δεν κατέβηκε κάτω γιατί φοβόταν. Εμείς δεν φοβόμαστε δεν καιγόμαστε και δεν πνιγόμαστε».

«Υπήρχαν νεκροί, τους είδα αμέσως»

Περιγράφοντας στο δικαστήριο της προσπάθεια της σωθεί, έδωσε μια σοκαριστική εικόνα στο δικαστήριο.

«Απέναντί μου είδα κάτι που νόμιζα ότι ήταν κορμός δέντρου. Δεν ήταν. Ήταν άνθρωπος που κάηκε. Αυτός ο άνθρωπος δεν φοβήθηκε. Κάθισα σε κάτι σκαλάκια και είπα να κάτσω εκεί να περάσω το τέλος. Δεν μπορούσα να φύγω.

Σωριάστηκα και έχασα τις αισθήσεις μου. Κάποια στιγμή ξύπνησα. Ειδα μια κυρία καμένη.Με βλέπει και την ακούω να λέει για εμένα, «έχει πεθάνει ή ζει;». Με όλα αυτά πλέον δεν ζούσα. Μου μιλάνε και λένε δεν θα την βγάλει...Περίμενα ...Το τίποτα. Προσευχομουν να φτάσει το λάδι μου να αντέξει και να είμαι καλά».

Όπως εξήγησε δεν ερχόταν βοήθεια από κανένα, μέχρι που εμφανίστηκε ένα βαν ιδιώτη. «Μας βάζει μέσα για να μπορέσουμε να φύγουμε. Μπαίνουμε μέσα τρεις και ξεκινάμε να φύγουμε. Μας λέει συνεχώς κάντε υπομονή θα φτάσουμε.

Θα μας πάνε τα παιδιά. Ηταν δύο αστυνομικοί της Δίας που ήρθαν μόνοι τους γιατί άκουσαν ότι κατω καίγονται και ήρθαν. Το άκουσαν! Από που; Από τους ασύρματους που κάποιοι δεν άκουγαν. Μας πήγαν στο Σισμανόγλειο. Άλλος Γολγοθάς.

Και αν δεν φτάναμε μόνοι μας θα είμαστε νεκροί. Με έβαλαν σε φορείο και με ένα ψαλίδι έκοβαν τα ρούχα μου. Μου έβαλαν έναν όρο. Είμαι σε ένα φορείο στο διάδρομο και απέναντι μου έχω μια πόρτα ανοιχτή και εκεί έβαζαν σάκους που τους στιβαζονταν ο ένας πάνω στον άλλον. Εγω το ήξερα. Δεν ξέρω πως άλλοι δεν το γνώριζαν».

 

Ελλάδα

Ροή ειδήσεων

Share