Πέμπτη, 25 Απριλίου 2024

Σοκ με το θάνατο της 47χρονης από κορωνοϊό: Η καταγγελία για το φτύσιμο δεν έφτασε ποτέ στην Αστυνομία

«Σκοτάδι» στην υπόθεση

14 Μαΐου 2020 14:03
Σοκ με το θάνατο της 47χρονης από κορωνοϊό: Η καταγγελία για το φτύσιμο δεν έφτασε ποτέ στην Αστυνομία
Από Ραφαήλ Αλαγάς

Σοκ προκαλεί στη Βρετανία η υπόθεση του θανάτου της 47χρονης από κορωνοϊό, αφού πρώτα την έφτυσε άγνωστος, με αρκετά ερωτήματα να έρχονται στην επιφάνεια από τη στιγμή, που η καταγγελία της δεν έφτασε ποτέ στην Αστυνομία.

Για την Μπέλι Μουτζίνγκα, η 22α Μαρτίου ήταν αξιομνημόνευτη για τους καλύτερους και τους χειρότερους τρόπους.

Η μέρα ξεκίνησε με μια όμορφη στιγμή, με την 11χρονη κόρη της να στέλνει μια κάρτα, όπου ανέφερε πως ευχόταν μια μέρα, να γίνει μητέρα σαν την ίδια. Λίγο καιρό αργότερα, όμως, θα γινόταν γνωστό πως η ίδια είχε πεθάνει από κορωνοϊό στις 5 Απριλίου.

Πρόκειται για την είδηση, που σόκαρε τον κόσμο, με έναν άγνωστο να έχει φτύσει το πρόσωπό της και να φεύγει. Η 47χρονη μητέρα πάλεψε για δύο εβδομάδες, αλλά δεν τα κατάφερε, με το περιστατικό να αποκαλύπτεται 6 μήνες μετά.

Αναφορές κάνουν λόγο για μη καταγραφή του γεγονότος στην αρχή, παρότι η Μπέλι μίλησε για αυτό στον ανώτερό της. Κάπως έτσι, πολλά είναι τα ερωτήματα που προκύπτουν, σχετικά με το αν τελικά η Μουτζίνγκα είχε προστατευτικό εξοπλισμό, ή για ποιο λόγο αγνοήθηκε η καταγγελία της.

«Ζητούμε απαντήσεις», αναφέρει στην «Daily Mail» ο σύζυγός της, Λουσάμπα Γκόντε Καταλάϊ και συμπληρώνει πως «η σύζυγός μου ήταν μια εξαιρετική γυναίκα και μητέρα. Δεν άξιζε να χάσει έτσι τη ζωή της».

Η κάρτα της κόρης της, δε, συγκλονίζει. «Μια μέρα, μαμά, δε θα είσαι εδώ και με πονάει αυτό. Δεν είναι, όμως, αυτή η μέρα σήμερα και, προς το παρόν, ας γιορτάσουμε το πόσο τυχεροί είμαστε, που έχουμε ο ένας τον άλλο, μαζί με την αγάπη μας», αναφέρει μες στο γράμμα.

Η Μπέλι διάβαζε αυτό το γράμμα στο σταθμό, όπου έπρεπε να βρίσκεται, με το Λονδίνο να είναι πόλη-φάντασμα και την ίδια, μόνη της, να δακρύζει. Ελάχιστοι ταξίδευαν στην πρωτεύουσα της Αγγλίας, κατά κύριο λόγο εργάτες, όπως εκείνη.

Η ίδια είχε υποβληθεί σε επέμβαση στο θυρεοειδή τρία χρόνια νωρίτερα, αλλά άρχιζε και πάλι να μεγαλώνει επικίνδυνα, μετά και την έκθεσή της στον φονικό ιό. «Τη ρώτησα αν μπορούσε να πάει στη δουλειά και μου είπε να μην ανησυχώ», αναφέρει για εκείνη τη μέρα ο άνδρας της, τονίζοντας πως η Μπέλι ζήτησε, αλλά δεν πήρε εξοπλισμό.

Στις 11:20 το πρωί της 22ας Μαρτίου, λοιπόν, η Μπέλι καθόταν με μια συνάδελφό της λίγο πριν την αναχώρηση του λεωφορείου, όταν ένας άγνωστος πήγε μπροστά τους και φέρθηκε εξαιρετικά άσχημα, λέγοντάς της πως έπρεπε να είναι στο σπίτι.

Η Μπέλι του απάντησε πως έπρεπε να μετακινηθεί λόγω της δουλειάς της, με τον ξένο να της λέει πως έχει τον ιό και να φτύνει, τόσο εκείνη όσο και τη συνάδελφό της.

Η καταγγελία έγινε άμεσα στον ανώτερό τους, αλλά το περιστατικό, για κάποιο λόγο, δε μεταφέρθηκε στις Αρχές. Κάπως έτσι, η Αστυνομία ψάχνει για στοιχεία στην υπόθεση, που μπορεί να οδηγήσουν στον ύποπτο, ενώ το θύμα, όπως θυμάται ο άνδρας της, δε δέχθηκε άμεσα την απαραίτητη βοήθεια.

Το βράδυ της ίδιας ημέρας πήγε στο σπίτι της ξαδέλφης της, η οποία είχε τα γενέθλιά της. «Αν δείτε φωτογραφία της, η Μπέλι ήταν αλλού εκείνο το βράδυ», τονίζει η Ανιές Ντούμπα, αναφερόμενη μάλλον στο περιστατικό.

Η γυναίκα είχε περάσει από τόσα «εμπόδια», έχοντας έρθει από το Κονγκό το 2000 στο Λονδίνο, εργαζόμενη μάλιστα πρώτα για το BBC. Ήταν εθελόντρια σε φιλανθρωπικά έργα και, ύστερα, παντρεύτηκε τον Λουσάμπα, με τον οποίο έζησε 13 χρόνια, έχοντας ένα παιδί, την Ινγκρίντ.

Μετά την ημέρα, όπου την είχαν φτύσει, η Μπέλι γύρισε σπίτι και τη μεθεπόμενη μέρα, στις 24 Μαρτίου, δέχθηκε το τηλεφώνημα του γιατρού της, που της ζήτησε να απομονωθεί. Ακολούθησε την οδηγία του, αλλά στις 29 Μαρίου είχε πυρετό και πόνο στο κεφάλι και το στήθος.

«Της είπε να πάρει παρακεταμόλη και το έκανε», αναφέρει ο άνδρας της, αλλά οι πόνοι συνέχισαν, για να πάρει στις 31 Μαρτίου στο νοσοκομείο, με τον Λουσάμπα να αναφέρει, ότι ήταν η τελευταία φορά που την είδε.

«Μου τηλεφώνησε αργότερα, για να μου πει πως είχε το δικό της δωμάτιο. Ήθελα να τη δω, αλλά μου είπε πως δεν είναι ασφαλές, δε σκεφτόταν ποτέ τον εαυτό της», επισημαίνει ο σύζυγος, συγκλονίζοντας με τη μαρτυρία του και συμπληρώνοντας πως «δεν ήθελε η κόρη μας να τη δει έτσι. Ήξερε, μάλλον, πως θα πέθαινε και μου ζήτησε απλά να μείνουμε δυνατοί».

Το τηλεφώνημα αυτό έγινε στις 4 Απριλίου και, όταν της τηλεφώνησε ξανά, εκείνη δεν απάντησε. Ο Λουσάμπα υπέθεσε ότι κοιμόταν, αλλά την επομένη ανακοινώθηκε ο θάνατός της.

Ο ίδιος ελπίζει, ότι η Αστυνομία θα βρει τον ένοχο και θα τον τιμωρήσει. «Ο κόσμος πρέπει να προστατευθεί από τον κορωνοϊό», τονίζει.

Οι Αρχές, όμως, ενημερώθηκαν για το ζήτημα μόλις στις 11 Μαΐου και το μόνο που μπορούν να κάνουν, είναι να κοιτάξουν στις κάμερες ασφαλείας. «Είμαστε συντετριμμένοι, αναζητούμε τις καταγγελίες αυτές», δηλώνει η Άντζι Ντολ, διευθύντρια της εταιρείας σηδιροδρομικών σταθμών, όπου δούλευε η Μπέλι.

Για το θέμα, μάλιστα, μίλησε ακόμη και ο Μπόρις Τζόνσον, ο οποίος καταδίκασε την πράξη και χαρακτήρισε ως τραγικό το θάνατό της.

«Ήταν τρομερό, δεν μπορούσε να τη δω πριν από το κρεματόριο», αναφέρει ο άνδρας της, με την κόρη της επίσης να μην μπορεί να τη δει. Το ζήτημα, όμως, είναι να βρεθεί ο υπαίτιος αυτού του θανάτου και να τιμωρηθεί παραδειγματικά.

 

Ειδήσεις

Ροή ειδήσεων

Share