Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024

Η δύσκολη περίοδος και τα οικονομικά προβλήματα του Μιχάλη Ασλάνη!!! Τί δήλωσε σε συνέντευξή του στη News λίγο καιρό πριν;;;

15 Ιανουαρίου 2013
Η δύσκολη περίοδος και τα οικονομικά προβλήματα του Μιχάλη Ασλάνη!!! Τί δήλωσε σε συνέντευξή του στη News λίγο καιρό πριν;;;

Πολύ δύσκολη περίοδο περνά ο Μιχάλης Ασλάνης, ο οποίος βλέπει τους κόπους μιας ολόκληρης ζωής να χάνονται!

Ο γνωστός σχεδιαστής αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα τον τελευταίο χρόνο. Μάλιστα, σε μια προσπάθεια να σώσει την επιχείρησή του, δε δίστασε να τα παρατήσει όλα στην Ελλάδα και το 2010 να μετακομίσει στη Βραζιλία. Πλέον πουλάει την ακίνητη περιουσία του για να τα καταφέρει και να επιβιώσει. Συγκεκριμένα, προς πώληση είναι η βίλα στη Μύκονο και το σπίτι του στο Κολωνάκι, ενώ το ρετιρέ της Αναγνωστοπούλου αποτελεί παρελθόν εδώ και πολύ καιρό.

Εκτός αυτών όμως και οι εργαζόμενοί του ετοιμάζουν αγωγές εναντίον του απαιτώντας τα δεδουλευμένα τους.

Έχει ταυτιστεί με τη χρυσή εποχή του lifestyle. Ήταν ο σχεδιαστής που κυκλοφορούσε με τα ωραιότερα μοντέλα αλλά και τις ωραιότερες γυναίκες της showbiz. Όλα τα χρυσά ονόματα της Αθήνας έπιναν νερό στο όνομά του! Οι εποχές άλλαξαν, όμως, και ο Μιχάλης Ασλάνης του Κολωνακίου και της Μυκόνου ψάχνει τώρα πια τα «πατήματά του» στις γειτονιές του Ψυρρή.

Της Τζώρτζιας Συρίχα

Ανοιχτόκαρδος, πάντα χαμογελαστός και προσιτός, έμεινε στην ιστορία του μόντελιγκ με τα χλιδάτα πάρτι του στην Αθήνα και στη Μύκονο, με τις φαντασμαγορικές επιδείξεις του και τις λουσάτες δημιουργίες του.

Η φίρμα «Ασλάνης» πούλαγε σαν τρελή και όλη η καλή κοινωνία είχε στην γκαρνταρόμπα της, απαραίτητα, ένα δικό του κομμάτι για να το επιδεικνύει και να καυχιέται στον κύκλο της.

Η γωνία Αναγνωστοπούλου & Σκουφά συνδυάστηκε με το όνομά του και εκείνος με ψυχούλα μικρού παιδιού ήταν πάντοτε για τους «κολλητούς» του ο Μιχαλάκης. Τρία χρόνια τώρα το κτήριο αυτό μοιάζει με φάντασμα μιας άλλης εποχής, αφού παραμένει άδειο και ξενοίκιαστο.

Ο Μιχάλης, όμως, άφησε το στίγμα του και όσοι δίνουν το ραντεβού τους εκεί, μιλάνε για «το μαγαζί του Ασλάνη».

Αυτός βέβαια μετακόμισε, έκανε αλλού το στέκι του, στο κέντρο της Αθήνας, στου Ψυρρή, δίπλα σε μικρομάγαζα, αλλά η σφραγίδα του και το γούστο όμως παραμένουν ανεξίτηλα και μοναδικά, έστω και αν οι χρυσές εκείνες εποχές έφυγαν ανεπιστρεπτί.

«Μυρίζει Ασλάνης» παντού στο πανέμορφο ατελιέ του, που το χρησιμοποιεί και για μόνιμη κατοικία. Εκεί τον επισκέπτομαι.

Με υποδέχεται το ίδιο χαμογελαστός και με τη γνώριμη γλυκειά φωνή του, όταν βλέπει το μάτι μου να πέφτει στις κάμερες ασφαλείας που έχει βάλει.

«Έχω βάλει κάμερες παντού για να ελέγχω το χώρο», μου λέει, «είχα ανθρώπους που δουλεύανε για μένα και με κλέβανε. Όταν το πήρα χαμπάρι, έπαψα να έχω εμπιστοσύνη όπως παλιά. Ήμουνα πάνω στο δημιουργικό κομμάτι αφοσιωμένος και τα ταμεία τα κοιτούσαν άλλοι. Ξέρεις τι ζημιές έπαθα από κάποιους που μου λέγανε ότι όλα πάνε καλά; Ανθρώπους που εμπιστευόμουν;»

Τον ρωτάω για κάποιες φήμες που ακούστηκαν. Ότι δηλαδή πολλοί από τους πρώην συνεργάτες του που δυσαρεστήθηκαν γιατί δεν τους πλήρωνε, κατέθεσαν εναντίον του ασφαλιστικά μέτρα.

«Μην τα ακούς αυτά», μου λέει, «όλα τα διογκώνουνε. Η αλήθεια είναι ότι υπήρξε μια μοδίστρα μου που την είχα χρόνια και δυσαρεστήθηκε από υπερωρίες που ζήταγε και δεν της έδινα, αλλά τώρα πια και αυτό έχει πάρει τη σειρά του, γιατί έχει έρθει σε μια συννενόηση με τους λογιστές και έχουμε συμβιβαστεί.»

Με τρύπια παπούτσια στο Κολωνάκι

Ξυπνάει και κοιμάται βλέποντας την Ακρόπολη από τη νέα του στέγη, αλλά το Κολωνάκι του δεν το ξεχνάει ποτέ! Κόβει βόλτες τα βράδια εκεί και θυμάται άλλες εποχές με νοσταλγία, περνάει από τα παλιά του στέκια και στενοχωριέται που άλλα είναι άδεια και άλλα δεν υπάρχουν πια.

«Είμαι 3 χρόνια σε αυτόν το χώρο και τώρα τελευταία μού λείπει το Κολωνάκι. Δεν έχω αποφασίσει πού είναι καλύτερα! Εδώ που ξυπνάω το πρωί και βλέπω την Ακρόπολη ή εκεί... Δεν γινόταν, όμως! Κάτι τα ενοίκια της περιοχής που είχαν γίνει δυσβάσταχτα, κάτι με τις φασαρίες αναρχικών και τα τελευταία επεισόδια που έγιναν -μου έριξαν στουπιά μέσα στο μαγαζί και μου τα κατέστρεψαν όλα- είπα δεν πάει άλλο! Μάλλον όμως κλίνω προς τα εκεί, γιατί ήταν πολλά τα χρόνια στο Κολωνάκι, 35 τον αριθμό, μια ολόκληρη ζωή. Ξεκίνησα με τρύπια παπούτσια από το τίποτα και έχτισα μια επιχείρηση. Ήμουνα 18 ετών και έφτασα 62. Ανέμελα χρόνια, δημιουργικά, βγαίναμε κάθε βράδυ και διασκεδάζαμε, πήγαινα κατευθείαν στο γραφείο, ο κόσμος είχε λεφτά. Ήμουν από τους πιο ακριβοπληρωμένους σχεδιαστές, αλλά είχα και πολλές υποχρεώσεις, δεν ήμουν ποτέ φιλοχρήματος. Φαντάσου ότι εγώ αυτοκίνητο δεν απέκτησα ποτέ, δεν ξέρω να οδηγώ, μια εποχή είχα μηχανάκι και με έλεγαν τότε "ιππότη της ασφάλτου", με κοροιδεύανε γιατί ήμουνα και πιο χοντρούλης.»

Του άρεσαν αυτά του Μιχάλη, σκέφτομαι, εξάλλου ποτέ δεν παρεξηγιόταν για τίποτα, απλά χαμογελούσε και ποτέ δεν είπε κακιά κουβέντα για κανέναν.

«Ζούσα άνετα, έκανα επιδείξεις με μεγάλο κόστος, δεν έκανα περιουσία τεράστια, τώρα όμως δεν μπορώ να πω ότι απολαμβάνω τα αγαθά εκείνης της εποχής με τίποτα, απλά προσπαθώ να συντηρηθώ από τα έτοιμα, γιατί τώρα εμείς οι σχεδιαστές θεωρούμαστε πια και είδος πολυτελείας.»... Δεν ήταν προετοιμασμένος για την κρίση κι ας την είχε μυριστεί, όπως λέει:

«Πριν από 3 χρόνια το είχα καταλάβει ότι θα ξέσπαγε η κρίση. Είχα πάει στο Παρίσι σε ένα εργοστάσιο και ήμουν ο μόνος πελάτης. Στην Ελλάδα δεν είχαμε πάρει χαμπάρι ακόμα, έπαθα πλάκα, λέω τι γίνεται εδώ! Στο εξωτερικό ήδη γινόταν χαμός! Τι να κάνουμε; Η ζωή μας κύκλους κάνει και δεν ξέρουμε τι μας ξημερώνει. Εγώ κάθε πρωί που ξυπνάω, κάνω τον σταυρό μου και παρακαλάω να μου πάει καλά η μέρα. Τώρα τελευταία, για να είμαι ειλικρινής, με φόβισε όλη αυτή η κατάσταση.»

Μου κάνει εντύπωση πραγματικά πώς και δεν αποφάσισε να ρίξει μαύρη πέτρα πίσω του και να φύγει, αναζητώντας την τύχη του κάπου αλλού και χτίζοντας μια καινούρια ζωή.

«Α πα πα! Με τίποτα δεν θα μπορούσα να ζήσω εκτός Ελλάδος. Δεν το σκέφτηκα ποτέ. Μου άρεσε η πατρίδα μου, είχα τη δυνατότητα να ζήσω εκτός, αλλά σαν τον δικό μας τον ήλιο πουθενά. Στο Χονγκ Κόνγκ, να καταλάβεις, που πήγα κάποτε, με έπιασε τρέλα. Έπαθα την ασθένεια της φυλής, που έλεγα εγώ χαριτολογώντας, γιατί έβλεπα όλους αυτούς που ήταν ίδιοι μεταξύ τους και δεν άντεξα. Γύρισα πίσω πριν την ώρα μου.»...

Πού είναι η λάμψη, πού είναι η ομορφιά εκείνης της εποχής που έζησε και μέθυσε μέσα από την επιτυχία;

«Έρχονται νέα παιδιά και με ρωτάνε: "Nα συνεχίσω να σχεδιάζω;". Τους λέω την αλήθεια. "Είστε πολύ άτυχοι. Αυτά που σας λένε στις σχολές δεν ισχύουν."... Βέβαια, νέα παιδιά είναι, ελπίζουν και πολλά από αυτά με θεωρούν τρελό. Τα λυπάμαι αυτά τα παιδιά που ξεκινάνε τώρα. Έχουν δύσκολο δρόμο μπροστά τους. Από την άλλη πλευρά, είναι αισιόδοξο που υπάρχουν τόσοι νέοι άνθρωποι που προσπαθούν και το παλεύουν.»

Περιτριγυρισμένος πάντοτε από πολύ κόσμο, στις μέρες της μεγάλης δόξας, δεν είχε χρόνο για ξεκούραση. Πάρτι, δεξιώσεις, καλέσματα, φωτογραφήσεις, ο Μιχάλης Ασλάνης πανταχού και πάντοτε παρών. Σήμερα με κοιτάει στα μάτια και κουνάει το κεφάλι του:

«Η μοναξιά έχει αρχίσει και μου χτυπάει την πόρτα τώρα πια, αλλά σκέφτομαι ότι αν είχα παιδιά θα μπορούσα να τα συντηρήσω έτσι όπως είναι τα πράγματα ή θα τους στερούσα έστω και κάποιες μικρές απολαύσεις; Γιατί, εδώ που τα λέμε, ένας άνθρωπος τα κουτσοκαταφέρνω, με την οικογένεια τι θα γινόταν;

Μοντέλα δεν υπάρχουν, Πρακτορεία δεν υπάρχουν, δεν υπάρχει η λάμψη, εύχομαι να μην είναι εδώ το τέλος, περιμένω να περάσει λίγο ο χρόνος να δω τι γίνεται. Φαντάσου ότι και οι περισσότεροι γάμοι γίνονται πια στο Δημαρχείο. Πού είναι οι παραγγελίες που κάναμε άλλοτε σε νυφικά και ντυνόταν από εδώ όλη η οικογένεια;»...

Για τον Λάκη Γαβαλά...

Τον ρωτάω αν άκουσε για την περιπέτεια του Λάκη Γαβαλά, ο οποίος κατέληξε στη φυλακή για χρέη.

«Με έχει συγκινήσει πάρα πολύ αυτό που περνάει. Φίλοι δεν ήμασταν ποτέ. Μου ήταν όμως ένας ιδιαίτερα συμπαθής άνθρωπος, μου άρεσαν τα ρούχα του και λυπήθηκα πάρα πολύ γι' αυτόν. Κρίνοντας από τον εαυτό μου, που δεν τα πήγαινα καλά στα οικονομικά, πιστεύω ότι κάπως έτσι την πάτησε και εκείνος. Εμπιστεύτηκε ανθρώπους που τον έκλεβαν. Ήταν η κακιά ώρα και πιστεύω ότι έπεσε θύμα των ανθρώπων του και του εύχομαι να πάρει ξανά τη ζωή του πίσω. Είναι θλιβερό! Η φυλακή είναι χειρότερη από το θάνατο.»

Τα κορίτσια και τα χρυσά ονόματα της showbiz

Ρούλα Κορομηλά, Ελένη Μενεγάκη, Βάνα Μπάρμπα, Έλενα Ναθαναήλ, Λάουρα Χατζηβαγγέλη-Ζερίτη, Μπέλλα Αδαμοπούλου, και ο Μιχάλης ήταν «το αρκουδάκι» τους, όπως τον αποκαλούσε χαϊδευτικά η «Ρούλα του». Ήταν ο αγαπημένος τους. Όλα τα χρυσά ονόματα της Αθήνας έπιναν νερό στο όνομά του. Ήταν τα κορίτσια του.

«Δυστυχώς, μεγαλώνοντας, αλλάζουν πολλά! Με τα κορίτσια μου δεν έχω πια επαφές. Με τη Ρούλα βλέπομαι πού και πού και τηλεφωνιέμαι, αλλά και εκείνη πέρασε πολλά, χώρισε, είχε πρόβλημα με την υγεία της, ο καθένας μας περνάει το δικό του λούκι, οι άνθρωποι χάνονται μέσα στην καθημερινότητα.»

Ο Γολγοθάς των παιδικών του χρόνων

Τον ρωτάω για τα παιδικά του χρόνια, αν ήταν στρωμένα με ροδοπέταλα, και εκείνος κουνάει το κεφάλι του.

«Δεν έχω μιλήσει ποτέ για αυτό! Έχω τραβήξει πολύ μεγάλο Γολγοθά στη ζωή μου και δεν το γνωρίζουν πολλοί. Κατ' αρχάς οι γονείς μου ήταν πολύ αυστηρών αρχών, ο μπαμπάς μου από την Κωνσταντινούπολη, η μάνα μου από τη Σμύρνη, με βλέπανε να έχω ταλέντο στη ζωγραφική και δεν με επαινούσαν ποτέ. Αντίθετα, μου δημιουργούσαν πολύ χαμηλή αυτοεκτίμηση, με υποτιμούσαν, το όνειρό τους ήταν να γίνω γιατρός ή δικηγόρος, έτσι μεγάλωσα άσχημα! Όταν είπα στον πατέρα μου ότι πέρασα με υποτροφία και θέλω να πάω να σπουδάσω στη σχολή Βακαλό, ισότιμη τότε της Σχολής Καλών Τεχνών, νόμιζε ότι θα γινόμουνα χορευτής και κόντεψε να πάθει έμφραγμα! Περάσαμε δύσκολα όταν ήρθαμε στην Ελλάδα, οι αδερφές μου μεγάλωσαν πλούσια, γιατί ο μπαμπάς μου είχε καΐκια στη Σμύρνη, όταν τα χάσαμε όλα μετά τον Διωγμό ήταν τραγικά. Εγώ μεγάλωσα μέσα σε απόλυτη φτώχεια και δυστυχία. Φαντάσου, στη σχολή Βακαλό, η κυρία που είχε το κυλικείο δούλευε στο σπίτι μας και μόλις με είδε στη σχολή τα έχασε! Όταν έφυγα από το σπίτι μου και έκανα την επανάστασή μου, οι γονείς μου τρελάθηκαν, οι σχέσεις μας δεν ήταν καλές, νοίκιασα ένα υπόγειο σπίτι στα Εξάρχεια, 50 μέτρα κάτω από τη γη.

Όταν ξυπνούσα, δεν ήξερα αν ήταν μέρα ή νύχτα. Εκεί δούλεψα τα πρώτα μου ρούχα με μια ποδοκίνητη μηχανή και τα πουλούσα στα μαγαζιά. Η πρώτη που με υποστήριξε ήταν η Αντουανέτα Ροντοπούλου, πρώην Σταρ Ελλάς, με έβαλε στη σχολή της για να διδάσκω Ενδυματολογία. Εκεί γνώρισα πολύ κόσμο.

Στο Κολωνάκι, που ήταν το επόμενο σπίτι μου, άρχισα να συναναστρέφομαι με τον καλό κόσμο. Η μητέρα μου κατάφερε και με καμάρωσε στην δεύτερη επίδειξή μου, συγκινήθηκε, τότε κατάλαβε ότι το παιδί της είχε ταλέντο. Δυστυχώς, ο πατέρας μου δεν ζούσε πια για να καταλάβει την αξία μου.»

Οι φήμες και τα φούμαρα

Γράφτηκαν και ακούστηκαν πολλά για αυτόν στο διάστημα των 3 χρόνων που μετακόμισε από το Κολωνάκι στου Ψυρρή. Ότι πήγε μόνιμα στη Βραζιλία, ότι τα παράτησε όλα λόγω οικονομικών προβλημάτων, ότι αντιμετώπισε σοβαρό πρόβλημα με την υγεία του. Άλλα του τα μεταφέρανε και άλλα όχι, γιατί εκείνος δεν έμπαινε μέσα στο διαδίκτυο για να δει όσα γράφονταν για αυτόν!

Τον ρωτάω, λοιπόν, πού τελειώνουν το ψέμα και η παραπληροφόρηση και πού αρχίζει η αλήθεια.

«Όταν έφυγα από το Κολωνάκι πέρασα μεγάλες στενοχώριες, με έπιασε κατάθλιψη, δεν σου κρύβω. Το αντιμετώπισα όμως με αξιοπρέπεια, μόνος μου, χωρίς τη βοήθεια γιατρών. Κλείστηκα στον εαυτό μου, πήγα τότε με κάποιους φίλους μου ένα ταξίδι για να ξεδώσω στη Βραζιλία, γυρνώντας είδα μια φίλη μου δημοσιογράφο και της είπα τι ωραία που πέρασα εκεί. Εκείνη μου ζήτησε να μιλήσω για την εμπειρία μου σε μια μεσημεριανή εκπομπή που δούλευε τότε και έβγαλαν ένα τρέιλερ που έλεγε «Ποιος σχεδιαστής εγκαταλείπει την Ελλάδα για να πάει στη Βραζιλία!». Ούτε να το διανοηθώ! Τι να κάνω στη Βραζιλία βρε παιδιά; Εδώ είναι η ζωή μου, όπως κι αν είναι αυτή, δεν έχω τα.... guts να την κάνω και να φύγω...

Περιπέτεια δεν πέρασα με την υγεία μου, τους αποφεύγω τους γιατρούς, ζάχαρο μου είχαν βρει πριν από 20 χρόνια που το ανακάλυψα τυχαία γιατί ζαλίστηκα, αλλά από τότε δεν έχω πάει να κάνω εξετάσεις, είμαι της φιλοσοφίας πως ό,τι είναι να γίνει θα γίνει. Την έζησα τη ζωή μου πια! Μεγάλωσα, νιώθω ότι μεγάλωσα. Τώρα τελευταία τα φοβάμαι τα γηρατειά, ίσως είναι η μοναξιά μου, έχω γίνει μονόχνοτος, περίεργος, με ποιον να κοιμηθώ και με ποιον να μοιραστώ τη ζωή μου; Είμαι μυστήριος, δεν μπορώ, κάνω παράπονα για τη μοναχικότητα που ζω, αλλά δεν θα μπορούσα και ποτέ να βάλω δερβέναγα στο κεφάλι μου να με ελέγχει.»

Η Μύκονος

Η Μύκονος που λάτρεψε, η Μύκονος που λατρεύει με τα πάρτι, τη Ρούλα και την Ελένη να χαλαρώνουν μαζί στην πισίνα του και να ξημερώνονται με ιστορίες και κους κους.

«Στη Μύκονο πάω αραιά και πού, τώρα πια. Πάνε οι εποχές της λάμψης και εκεί. Η Ρούλα, η Ελένη, η Βάνα... Και ποιοι δεν πέρασαν από το σπίτι μου που ήταν γεμάτο χαρά...»

Τι γίνεται, αλήθεια, με τα σπίτια του στο Κολωνάκι και στη Μύκονο; Όντως έβαλε πωλητήρια για να τα δώσει λόγω οικονομικών στενοτήτων;

«Στον Λυκαβηττό το νοίκιασα το σπίτι, δεν μπόρεσα να το πουλήσω αν και θα το ήθελα. Δεν είμαι και τόσο δεμένος μαζί του, αλλά για ένα κομμάτι ψωμί δεν θα το έδινα. Όμως το σπίτι μου στη Μύκονο δεν θα το πούλαγα ποτέ. Την υπόλοιπη ζωή μου θα ήθελα να την περάσω στη Μύκονο, αγναντεύοντας τη θάλασσα και τώρα τελευταία το σκέφτομαι ολοένα και πιο συχνά, αλλά πάλι λέω θα τα καταφέρνω να ανεβαίνω τόσα σκαλιά λόγω ηλικίας; Εύχομαι να έχω καλά γηρατειά.»

Θυμάμαι το κοριτσάκι του, την Αγγελική, που φωτογραφιζόταν στην αγκαλιά του, το πήρε υπό την προστασία του, το μεγάλωσε, εκείνο έφτασε 20 ετών.

«Η Αγγελική είναι 20 ετών πια, ολόκληρη γυναίκα, της έχω δώσει το όνομα της μητέρας μου, την έχω σαν παιδί μου. Τώρα έχει περάσει στα ΤΕΙ και σπουδάζει Διοίκηση Επιχειρήσεων στο Ηράκλειο Κρήτης. Το αγάπησα αυτό το παιδί, από 2 ετών το έχω κοντά μου. Γι' αυτό λέω καμιά φορά ότι δεν έχω νιώσει την ανάγκη της πατρότητας, γιατί την έχω ζήσει μέσα από αυτό το παιδί. Ένιωσα μεγάλη αγάπη και ζεστασιά από την Αγγελική, ακόμα και τώρα, ξέρεις πώς με φωνάζει; "Μπουμπούκι μου!". Και λιώνω. Την καμαρώνω και νιώθω μια γαλήνη, όταν είμαι μαζί της με παίρνει αγκαλιά και χάνομαι.»

Η κουβέντα μας γυρνάει πάλι πίσω στην οικονομική κρίση. Μου μιλάει για τους φόβους του, που τώρα μεγαλώνουν ολοένα και περισσότερο.

«Με φοβίζει το αύριο. Δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι θα φτάναμε εδώ. Στο Fashion Week πήγα πολύ καλά, είχε κάποια κίνηση, αλλά πάνε οι εποχές των παχιών αγελάδων, δεν περίμενα από αυτή την επίδειξη να μου φέρει κόσμο στο μαγαζί μου. Πιστεύω ότι έχω χτίσει το όνομά μου τώρα πια, τον ξέρουν τον Ασλάνη. Δεν θα μπορούσα να σκεφτώ ποιος είναι εκείνος που θα μπορούσε να συνεχίσει το όνομά μου, αυτά συμβαίνουν μόνο στο εξωτερικό. Κάτι σκέφτομαι, μακάρι να βρισκόταν πάντως κάποιος.»

Οι φίλοι που του γύρισαν την πλάτη

Μοναξιά, αβεβαιότητα. Μετά από τόσον κόσμο που πέρασε το κατώφλι του σπιτιού του, θα πιστεύει ο καθένας ότι ο Ασλάνης εξακολουθεί να περνάει μαζί με τους φίλους του ακόμα πολύ καλά. Καμιά σχέση.

«Μου λείπουν η οικογένεια, οι έξοδοι, η διασκέδαση, δεν πολυβγαίνω, μου λείπουν οι καλοί φίλοι, στάθηκα λίγο άτυχος με τους περισσότερους φίλους μου, χάθηκα, χαθήκανε και αυτοί, δεν μου φέρθηκαν κάποιοι και πάρα πολύ καλά, προδόθηκα από κάποιους που τους έβαζα μέσα στο σπίτι μου, τους τάιζα και από πίσω μού σκάβανε τον λάκκο, αλλά πάλι λέω, μέσα στη ζωή είναι και αυτά, τα ξεχνάω. Στη γιορτή μου το τηλέφωνο δεν χτύπησε όπως παλιά που έβαζα τηλεφωνητή και έκλεινε η φωνή μου από τα τηλέφωνα που χτυπούσαν. Προσπάθησα να το φιλοσοφήσω και αυτό και να μη με πάρει από κάτω και λέω, είναι φυσιολογικό, χάνονται οι άνθρωποι, αλλά και εγώ είχα τα ωραία τότε κορίτσια δίπλα μου, ήμουνα σε όλες τις εκδηλώσεις παρών.»

Τον ρωτάω για τον ανταγωνισμό ή την ευγενή άμιλλα που υπήρχε τότε στο χώρο. Τι συνέβαινε στ' αλήθεια; Όλα αυτά τα φιλιά και οι αγκαλιές γίνονταν για το θεαθήναι; Μήπως τα πισώπλατα μαχαιρώματα έδιναν κα έπαιρναν και εμείς άλλα νομίζαμε;

«Σαφώς υπήρχε ανταγωνισμός ανάμεσα στους σχεδιαστές αλλά όχι πισώπλατα μαχαιρώματα, όλοι θέλαμε να δημιουργήσουμε, να διακριθούμε, αυτός ήταν ο στόχος μας. Θυμάμαι», λέει χαμογελώντας, «κατεβαίναμε μια μέρα με τον Μπίλλυ Μπό στο Κολωνάκι και μου ρίχνει μια σπρωξιά και μου λέει "Πήγαινε χρυσό μου πιο πίσω, ο Υβ Σαιν Λωράν προηγείται του Γκυ Λα Ρος!", αλλά το έκανε αστεία! Μην παρεξηγηθώ τόσα χρόνια μετά ότι είχαμε κόντρα. Τώρα πια με τον Μάκη Τσέλιο τηλεφωνιέμαι πολύ συχνά, βλέπω τη Δάφνη Βαλέντε, αυτούς.»...

Για περισσότερα νέα κάντε κλικ εδώ

 

Ειδήσεις

Ροή ειδήσεων

Share