Ξεχασμένα στον χρόνο: 3 ειδυλλιακά γραφικά χωριά της Ελλάδας ιδανικά για φθινοπωρινές αποδράσεις
Άγνωστοι ελληνικοί... «παράδεισοι»

Γραφικά, χωρίς πολυτέλειες με spa και cocktail bar. Είναι μικροσκοπικά χωριά με ελάχιστους κατοίκους που θα σε υποδεχτούν με θέρμη, θα σε κεράσουν το τσιπουράκι τους και θα σου μιλήσουν για τον τόπο τους που δεν έχει αλλάξει ποτέ. Με την ευκαιρία, δείτε το γραφικό χωριό της Κρήτης που δεν έχει ρεύμα.
Ψαράδες Φλώρινα: Ένας ακριτικός παράδεισος στην υδάτινη αγκαλιά της Πρέσπας
Αν ένα χωριό έχει συνδέσει άρρηκτα το όνομά του με τις Πρέσπες αυτό σίγουρα είναι οι Ψαράδες, ένας ακριτικός επίγειος παράδεισος γαλήνης και ηρεμίας, που κάποια στιγμή ο καθένας αξίζει να αναζητήσει. Πιο συγκεκριμένα οι Ψαράδες «βρέχονται» από την υδάτινη αγκαλιά της Μεγάλης Πρέσπας, στο νότιο τμήμα της λίμνης και στην ουσία πρόκειται για το τελευταίο ελληνικό σημείο στη λίμνη.
Σε απόσταση 59 χλμ. από τη Φλώρινα, λοιπόν, συναντάται αυτός ο παράδεισος ηρεμίας και γαλήνης που σίγουρα θα συμπεριληφθεί στους αγαπημένους προορισμούς εκείνων που θα κάνουν ένα ταξίδι μέχρι εδώ για να το γνωρίσουν από κοντά. Οι εικόνες που αντικρίζει κανείς εδώ είναι τόσο νωχελικές, που δίνουν την εντύπωση ότι ο χρόνος έχε σταματήσει, ενώ η μυστηριακή ατμόσφαιρα που επικρατεί αποτελεί και το πιο χαρακτηριστικό αλλά και γοητευτικό στοιχείο του χωριού.
Στις όχθες της Μεγάλης Πρέσπας, στα βορειοδυτικά σύνορα της Ελλάδας, το λεγόμενο τριεθνές, οι Ψαράδες αποτελούν την τελευταία στάση που πραγματοποιεί κανείς όταν επισκεφτεί τις Πρέσπες. Η εμπειρία που βιώνει ο επισκέπτης του χωριού είναι μοναδική, με τα πάντα εδώ μέσα από την απλότητά τους, να θυμίζουν στον καθένα ξεχωριστά όλα εκείνα τα πράγματα και τις αυθεντικές εμπειρίες με τις οποίες έμαθε να ζει χωρίς…
Στους Ψαράδες οι κάτοικοι του χωριού διηγούνται τις ιστορίες τους, αποκαλύπτουν ότι ζουν μέσα και για τη λίμνη, ενώ σερβίρουν στους φιλοξενούμενούς τους φρέσκο γριβάδι, τον θησαυρό τους. Πρόκειται για το μεγαλύτερο ψάρι που ζει στις λίμνες με μεγάλη εμπορική αξία για τους ψαράδες της περιοχής.
Ανακηρυγμένο ως παραδοσιακός οικισμός, το χωριό βρίσκεται υπό καθεστώς σχετικής προστασίας ως προς την αρχιτεκτονική του φυσιογνωμία, ενώ διαθέτει πέτρινα και πλινθόκτιστα σπίτια, χαρακτηριστικά δείγματα της αρχιτεκτονικής της Μακεδονίας. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο ναός της Παναγίας που χρονολογείται από το 19ο αιώνα.
Κοσμάς: Το «μπαλκόνι της Κυνουρίας» είναι ένα από τα ομορφότερα χωριά του Πάρνωνα
Πέτρινα σπιτάκια με κόκκινες κεραμιδοσκεπές, έλατα, καστανιές, καρυδιές, λιθόστρωτη πλατεία, όπου και να γυρίσει κανείς το βλέμμα του το σκηνικό είναι παραμυθένιο.
Αλλωστε δεν έχει χαρακτηριστεί τυχαία παραδοσιακός οικισμός, αφού ο Κοσμάς διατηρεί αναλλοίωτη την εικόνα και τον τοπικό του χαρακτήρα, όσα χρόνια κι αν περάσουν.
Και μπορεί ο Κοσμάς να είναι γνωστός και ως Μπαλκόνι της Κυνουρίας, ξακουστός όμως είναι για τον Δρόμο των 100 Ημερών.
Πιο συγκεκριμένα το μακρινό 1951, δεν υπήρχε κανένας δρόμος που να οδηγεί στο ρημαγμένο τότε χωριό από την Κατοχή.
Όμως η δύναμη και η θέληση των κατοίκων ήταν τέτοια που αποφάσισαν να παρακάμψουν το κράτος και τις υποσχέσεις περί χρηματοδότησης, και να ανοίξουν μόνοι τους, με τα χέρια, έναν δρόμο από τον οποίο θα έφτανε την 1η Ιουλίου, ημέρα του πανηγυριού, η εικόνα των Αγίων Αναργύρων στην πλατεία του χωριού με αυτοκίνητο.
Ετσι κι έγινε αφού ο δρόμος πράγματι ολοκληρώθηκε και ενώνει ακόμα και σήμερα το χωριό με τη βορειοανατολική Πελοπόννησο και τη Λακωνία.
Συρράκο: Το αρχοντοχώρι των Τζουμέρκων
Χτίστηκε από Βλάχους τον 15ο αιώνα, 52 χλμ. νοτιοανατολικά των Ιωαννίνων, στο όρος Περιστέρι, σε υψόμετρο περίπου 1200μέτρων.
Βάση της οικονομίας της περιοχής, υπήρξε η κτηνοτροφία καθώς η ορεινή και άγονη περιοχή δεν ήταν κατάλληλη για αγροτικές καλλιέργειες. Οι δαιμόνιοι Συρρακιώτες όμως δεν έμειναν απλά στην κτηνοτροφία, αλλά αξιοποίησαν τα άφθονα νερά του ποταμού Χρούσια για την εκμετάλλευση και επεξεργασία της πρώτης ύλης, που δεν ήταν άλλη απ’ το μαλλί. Έτσι ευνοήθηκε η ανάπτυξη μιας βιοτεχνίας παραγωγής εγχώριων υφαντών και η μεταποίηση τους σε είδη που γνωρίζουν πρωτοφανή ζήτηση: κάπες και σκεπάσματα.
Το ράψιμο και το εμπόριο της κάπας υπήρξε βασική ασχολία των Συρρακιωτών και το εμπόρευμά τους κυριολεκτικά γνώρισε μεγάλες δόξες, τόσο στην Ελλάδα όσο και εκτός συνόρων, σε Ιταλία και Γαλλία. Η προφορική παράδοση μάλιστα, σύμφωνα με το visitsyrrako.gr, θέλει τον Μέγα Ναπολέοντα να εφοδίασε το στρατό του με συρρακιώτικες κάπες, πριν την εκστρατεία στη Ρωσία.
Μαζί με τους γειτονικούς Καλαρρύτες, το Συρράκο υπήρξε το μοναδικό χωριό της Ηπείρου που ξεσηκώθηκε κατά το πρώτο έτος της Επανάστασης του 1821. Το αποτέλεσμα ωστόσο ήταν να καταστραφεί ολοσχερώς από τους Τούρκους.
Λίγο μετά τον 2ο Παγκόσμιο πόλεμο το Συρράκο θα ερημώσει. Η παρακμή του εμπορίου και της κτηνοτροφίας θα στρέψει τους κατοίκους προς τα Γιάννενα και την Πρέβεζα, σε αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής. Το γεμάτο ζωή χωριό, ταλαιπωρημένο από τους πολέμους και τη βιομηχανοποίηση αρχίζει να μετατρέπεται σε χωριό φάντασμα. Η ομορφιά του όμως παραμένει εντυπωσιακή.
Στο Συρράκο η φύση οργιάζει. Νερά, πράσινο και πέτρα σε απόλυτη αρμονία. Αν και πλέον οι μόνιμοι κάτοικοι είναι γύρω στους 50, στις γιορτές το χωριό γεμίζει ζωή με τα καλοδιατηρημένα πέτρινα σπιτάκια και τους ξενώνες που είναι απορίας άξιο πώς διατηρούνται σε τόσο καλή κατάσταση, καθώς αυτοκίνητα και κάθε είδους τροχοφόρα μένουν έξω από το χωριό.
Το Συρράκο, μαζί με τους γειτονικούς Καλαρρύτες είναι δύο μοναδικά στολίδια στα Τζουμέρκα.
Ο Κώστας Κρυστάλλης έγραφε για το χωριό του: «Προ της Ελληνικής Επαναστάσεως, οι Καλαρρύται είχον πλέον των 5000 κατοίκων και 3500 το Συρράκον. Ησχολούντο δε ιδίως τότε αμφοτέρων τούτων των κωμοπόλεων οι κάτοικοι εις το εμπόριον, ξενιτευόμενοι εις την αλλοδαπήν και αποκτώντες υπέροχα πλούτη…»