Αυτή η δουλειά, που τόσο λαμπερή είναι και τόσο τη λοιδωρούν
Ο Ραφαήλ Αλαγάς γράφει με αφορμή τον αδόκητο χαμό του δημοσιογράφου Κώστα Τέο κι ένα κείμενο-αφιέρωμα στη μνήμη του για το τι σημαίνει να είσαι δημοσιογράφος, κοιτώντας πίσω από την κουρτίνα
Δεν έχεις να συμπληρώσεις πολλά στο υπέροχο κείμενο του Δημήτρη Πετρίδη στο SDNA για τον χαμό του δικού τους παιδιού, του Κώστα Τέο. Του δημοσιογράφου, που «έσβησε» το χαμόγελο από όλη την κοινότητά μας με τον αδόκητο χαμό του στα 44 του χρόνια, προδομένος από την καρδιά του.
Στην αθλητική ιστοσελίδα όπου εργαζόταν, άλλωστε, τον γνώριζαν πολύ καλύτερα από όλους εμάς τους υπόλοιπους, είτε τον γνωρίσαμε είτε όχι. Αυτό, που δημιουργεί πολύ μεγαλύτερη εντύπωση στο κείμενο του Δημήτρη δεν είναι άλλο, από την καθημερινότητα του αδικοχαμένου δημοσιογράφου. Και που φανερώνει, στην ολότητά της, τη λατρεία για αυτή τη δουλειά, αλλά και το σκοτάδι που περιβάλλει την όποια λάμψη της, όταν παρουσιάζεται, με θετικά ή αρνητικά σχόλια, την προτίμηση ή μη του κοινού.
Ο Δημήτρης Πετρίδης έγραψε: «Ας ρίξουμε μια ματιά πίσω από την κουρτίνα: άγχος, πολύ άγχος, απειράριθμες ώρες μπροστά στον υπολογιστή, καθιστική ζωή- ένα τρίπτυχο που, ιδίως την τελευταία δεκαπενταετία της «έκρηξης» των sites, είναι συνυφασμένο με τη δημοσιογραφία». Μέσα σε αυτές τις πολύ λίγες λέξεις, είπε όλη την αλήθεια.
Ο διευθυντής του Athensmagazine.gr, Παναγιώτης Παπανικολάου, είχε έναν πιο σκληρό τρόπο να χαρακτηρίσει αυτή τη δουλειά μέσω Instagram, κάνοντας λόγο για «κ@λοδουλειά». Είναι η πραγματικότητα, που ελάχιστοι γνωρίζουν και ακόμη λιγότεροι καταλαβαίνουν, όσοι δεν έχουν καταπιαστεί έστω να κάνουν ένα δοκιμαστικό μερικών ωρών σε οποιοδήποτε Μέσο Ενημέρωσης.
Είναι το ανοικτό τηλέφωνο όλες τις ώρες, στην αγωνία να προκύψει η είδηση. Κι όταν λέμε ανοικτό, δεν εννοούμε ότι... κάθεσαι και περιμένεις. Αμέτρητες φορές «κυνηγάς» εσύ την είδηση. Είναι η οποιαδήποτε στιγμή της ημέρας, όπου δεν υπάρχει δικαιολογία πού είσαι και τι κάνεις. Και στη Βραζιλία να είσαι και να ξεναγείσαι από ντόπιο στις φαβέλες, αν σου έρθει σχετικό μήνυμα πρέπει άμεσα να τρέξεις να βρεις οθόνη. Υπερβολικό, μα αληθινό. Ποια άδεια, άλλωστε; Πόσες φορές σε έχουν πάρει τηλέφωνο στην άδειά σου, εν αγνοία τους, και σου ζητούν συγγνώμη που σε ενόχλησαν; Δεν φταίνε προφανώς εκείνοι που σε πήραν τηλέφωνο, απλά στιγμαία επανέρχεται στο κεφάλι σου αυτός ο «πόλεμος» και η ψυχολογία σου αλλάζει.
Είναι να ξυπνάς και να κοιμάσαι με την έγνοια του οποιουδήποτε θέματος έκανες ή έχασες, του οποιουδήποτε λάθους μπορεί να έχεις κάνει, να έχει κοστίσει και να τα έχεις ακούσει, χώρια τις όποιες πιέσεις από όποια κατεύθυνση μπορεί να μην είναι... ικανοποιημένη. Είναι οι αμέτρητες ώρες, πια, μπροστά σε μια οθόνη, για να είναι όλα τακτοποιημένα, σε έναν αδυσώπητο ρυθμό, όπου χρειάζεται ταχύτητα και εγκυρότητα της είδησης. Είναι η «μάχη» που δίνεις ακόμη και εξωτερικά, μέσα σε αφόρητη ζέστη, ατελείωτο κρύο, συνθήκες που στέλνουν άλλους... στο σπίτι και δικαίως, αλλά εσύ αν δε βγάλεις το θέμα που πρέπει, πρέπει να ξεροσταλιάζεις μέχρι τη Δευτέρα Παρουσία.
Κι επειδή οι περισσότεροι σε αυτή τη δουλειά δεν απασχολούμαστε συνήθως μόνο με ένα αντικείμενο, είναι και η αγωνία να τα φέρεις όλα βόλτα με τρόπο, που θα συνεχίσουν άπαντες να σε εμπιστεύονται. Και στο τέλος της ημέρας, θα έχεις παλέψει σε αυτό τον «πόλεμο» απλώς για να ζήσεις, ή στην καλύτερη να το κάνεις με κάποια αξιοπρέπεια στις όσες ώρες μπορεί να σου επιτρέπονται ως ελεύθερες, κερδίζοντας κάποια στιγμή μέσα... στη δεκαετία μερικές μέρες ηρεμίας.
Αυτή είναι η αλήθεια για τους περισσότερους. Η εικόνα των λαμπερών (εκ)προσώπων του Τύπου είναι απόλυτα στρεβλή. Σημείωση, δεν μεμφόμαστε κανέναν εξ όσων συναδέλφων πέτυχαν σπουδαία πραγματα, ίσα ίσα που το άξιζαν, γιατί με τη σειρά τους είχαν επίσης παλέψει και τα κατάφεραν. Για τους περισσότερους, στο τέλος της ημέρας απλώς θα τους λένε αναξιοπρεπείς και θα τους χαρακτηρίζουν με τον όρο ΑΡΔ, απότοκο των χρόνων της κρίσης κατά κύριο λόγο, στην εποχή της «αγανακτισμένης» κοινωνίας που κόντεψε να φέρει την Ελλάδα στην απόλυτη «κατάρρευση».
Όχι πως δεν υπάρχει μια μικρή μειοψηφία, που ίσως δικαιολογεί τέτοιες αναφορές, όμως οι περισσότεροι δημοσιογράφοι είναι όλα αυτά, που περιγράψαμε πιο πάνω. Είναι με τη σειρά τους, κατά κάποιο τρόπο, άνθρωποι του μεροκάματου, που τρέχουν... και δεν φτάνουν για το λίγο, που τους αναλογεί και θα τους δοθεί. Και που στο τέλος της ημέρας θα αρχίζουν να αναρωτιούνται, αν αξίζει να χαλάνε τόσο πολύ την ψυχική και, επομένως, τη σωματική τους υγεία για όλο αυτό.
Την επόμενη μέρα, βέβαια, σηκώνονται ξανά και αποδέχονται το τίμημα της επιλογής τους, γιατί αυτό αγαπούσαν κι αυτό αποφάσισαν να κάνουν. Αποφάσισαν να κάνουν αυτή τη δουλειά, σύζυγο και ερωμένη τους, όποιο κι αν είναι το κόστος σε όλα τα επίπεδα, εννοείται και στην προσωπική τους ζωή.
Αυτοί οι άνθρωποι, όμως, δε θα άλλαζαν τίποτα και θα διάλεγαν κάθε μέρα χίλιες φορές αυτή τη λατρεία τους, από οποιαδήποτε άλλη απόλαυση. Κι αυτοί αξίζουν λίγο περισσότερο αναγνώριση. Σκεφτείτε το, λοιπόν, προτού κρίνετε πρόωρα κάποιον που σας συστήνεται ως δημοσιογράφος, να κοιτάξετε και λιγάκι πίσω από την κουρτίνα. Αν αντέξετε έστω και ένα 8ωρο, σας δίνουμε το δικαίωμα να πείτε όσα θέλετε...